Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ




ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:

O ποιητής Λευτέρης Πούλιος γεννήθηκε στην Aθήνα το 1944. Εμφανίστηκε στα γράμματα πρώιμα το 1961, με τη δημοσίευση ποιήματός του στην εφημερίδα "Αυγή". Η ουσιαστική του όμως παρουσία εγκαινιάστηκε το 1969 με τη συλλογή "Ποίηση", με πρόλογο του Φώντα Κονδύλη. Συμμετείχε στην έκδοση των "Νέων κειμένων", των "Έξι ποητών" και της "Κατάθεσης ’73". Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Ακτή", "Ausblicke", "Τραμ", "Χρονικό" κ.ά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, ρωσικά, γαλλικά και τσέχικα. 


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: 

(2008) Η κρυφή συλλογή, Κέδρος
(2005) Το θεώρημα, Κέδρος
(2003) Συλλαβές για τον άνεμο, Κέδρος
(2001) Μωσαϊκό, Κέδρος
(2001) Ο γυμνός ομιλητής, Κέδρος
(2001) Ποιήματα, Κέδρος
(1999) Το αλληγορικό σχολείο, Κέδρος
(1998) Το διπλανό δωμάτιο, Κέδρος
(1993) Αντί της σιωπής, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1988) Ενάντια, Κέδρος
(1988) Τα επουσιώδη, Κέδρος
(1973) Ποίηση, 2, Κέδρος
(1969) Ποίηση, Ιδιωτική Έκδοση 







Παρακάτω παραθέτουμε ορισμένα ποιήματα: 



Ο θάνατος σούρθηκε στο γρασίδι

Περπατούσα στο γρασίδι του πάρκου
με ζαλάδα και πυρετό. Ένας αέρας βγήκε 
απ’ το φουντωτό πεύκο και μια εφημερίδα αναλήφθηκε 
μεσ’ απ’ τα χέρια κάποιου γέρου 
δίπλα σ’ ένα τετράγωνο κοριτσάκι. 
Ο κόσμος στα ατσαλάκωτα κυριακάτικα ρούχα του 
και γριές στα καπέλα της νοσταλγικής Μπελ Επόκ. 
Αλλά πίσω μου έστεκε ο θάνατος. 
Χωρίς να κοιτάξω πίσω ξάπλωσα στο γρασίδι. 
Πάνω μου στάθηκε ο θάνατος. 
Γύρισα πλευρό κι έκλεισα τα μάτια. 
Μέσα μου στεκόταν ο θάνατος. 
Λιποθύμησα ή πέθανα περίπου ένα τέταρτο. 
Οι γύρω μου νόμισαν ότι εγώ είχα αίφνης 
πέσει ανάσκελα πάνω στο γρασίδι 
ν’ απολαύσω τον ήλιο.  
 
 
 
 
 Eiμαστε οι ζωvτανότεροι τoύτης της νύχτας-
Οι χαφιέδες μας κοιτάζουν καxύπoπτα και τα φώτα σβήνουνε σε μια ώρα.
Ποιος θα μας κουβαλήσει στο σπίτι; Κωστή Παλαμά, έρημε φωνακλά, άσωτη
κλήρα μου. Τι ρωμιοσύvn δασκάλευες με φωτιά και βουή, ανεβασμένος στην κορφή της ελπίδας, όταν ξαφνικά n vύχτα πετάχτηκε σα μαχαίρι
απ’ τη θήκη. Κι απόμεινες στην καρέκλα παράλυτος με τ’ όραμα μιας αυγούλας που άχνιζε.
Νιώθω σκολιαρόπαιδο που τούλαχε στραβόξυλο δάσκαλος. Καιρό λογάριαζα μαζί σου πώς
θα τα πάω. Φρικτό γερασμένο σκυλί πάμε
να ξεράσουμε τ’ αποψινό μας μεθύσι,
σ’ όλες τις πόρτες των κλειστών βιβλιοπωλείων. Πάμε να κατουρήσουμε όλα τ’ αγάλματα
της Αθήνας, πρoσκυvώvτας μονάχα του
Ρήγα. Και να χωρίσουμε ο καθένας στο
δρόμο του σαν παππούς κι εγγονός που βριστήκανε. Φυλάξου καλά απ’ την τρέλα
μου γέρο. Όποτε μου τη δώσει, θα σε σκοτώσω. 

 
 
 
Άκου το ουρλιαχτό του περιπολικού και κοίτα
Αυτούς που τους βάζουν στο αυτοκίνητο και
Βιαστικά τους οδηγούν στο τμήμα .
Με προβολείς στο μάτι τους  ρίχνουν κάτω
Τους ψάχνουν κι η μέση τους σπάει στο τραπέζι
Και τους αφήνουν με το στόμα πεταμένο
Στον ουρανό πάνω σ’ ένα κολοσιαίο
Κλάξον αυτοκινήτου πάνω στο δάπεδο του γραφείου
Τα παιδιά με τα γυαλιστερά εξαρτήματα
Ειδικευμένα στον τρόμο και τα μεγαλοπρεπή
Σειρήτια στα μάτια τους.
                                    Κι αυτοί που
Έχουν δολοφονηθεί αδιαμαρτύρητα ή πετάχτηκαν
Απ’ την ταράτσα του κτιρίου μετά το πέρας
Των ανακρίσεων όπως γίνεται στο σινεμά
Κι αυτοί που αφανίστηκαν μες στη θάλασσα
Θέλοντας να το σκάσουν και οι καιροί
Αποθρασύνοντας τον ισχυρό
Σ’ αυτό τον κόσμο τον παράφρονα της φυλακής.

Κι αυτοί που πολτοποιήθηκαν απ’ τα τανκς
Μέσα στο Πολυτεχνείο ή έσκασαν απ’ τα
καπνογόνα κι αυτοί που σταυρώθηκαν
Στα διασταυρούμενα πυρά
Φωνάζοντας μέχρι τον άλλο κόσμο
«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» 
 
 
 Στο μετρό
ονειροπολώ
κι ανασαίνω βαριά
απ’ το κάπνισμα.
Για μια στιγμή ζαλίζομαι
και πέφτουν πάνω μου πολλά φώτα.
Θλίβομαι νιώθοντας
την ανέλπιδη τέχνη
του ποιητή.
Πόσο απλός ο κόσμος,
αυτό το μεγάλο τίποτα,
και πόσο δυστυχία
και βάσανα
σε ραγισμένες καρδιές
και ψυχές πεθαμένες.




Λύτρωση

Από μέρα σε μέρα
μέσα στον αέρα του κόσμου
βαρύς από όνειρα σε περιμένω.
Στάχτες μετά το φως
νεκρές θάλασσες
σιωπηλά βουνά
πόνος ανέκφραστος.
Η χαρά δεν με βρίσκει
κι ο Θεός μου άεργος
στην αντικρυνή όχθη
την ανίκητη των τάφων. 


Ζωντανή ζωγραφική

Κάνω σκέψεις που μ’απορροφούν
όταν κάθομαι και ακούω μουσική.
Ξέρω πως αξία εδώ κάτω έχει μόνο το πνεύμα.
Η βρωμιά του πλούτου
και της φτώχειας
είναι τελικά το ίδιο πράγμα.
Η φωνή μου βγαίνει
από ένα ηφαίστειο
που ραγίζει και φτύνει”
πάνω της ζωντανή ζωγραφική.
Και ψοφάω κάτι ανέκφραστο να πω. 


Η καρδιά απομένει

Χειμώνας.
Αργά το βράδυ πέφτει.
Ήσυχα γυρίζουν ανάποδα
εικόνες της γης:δέντρα, δρόμος,
σπασμένα μάρμαρα, φώτα,
χυμένα δάκρυα.
Λύπη για τον ανέκφραστο κόσμο. 
Η καρδιά μας απομένει ακόμα.


Τσιμέντο και σίδερο στον πνιγμένο αέρα
πανάρχαια γόησσα Αθήνα
γυαλίζει τ’ άσπρο σου στήθος απόψε
άσε με να σου το σφίξω μέχρι να πονέσεις
χύνοντας κόκκινο γάλα
καθώς θ’ ακούς το τραγούδι της συνουσίας
παράμερα στα δεντράκια δύο μαθητών
του γυμνασίου και το ρυθμό της καρδιάς μου
σ’ αυτό το βράδυ των μεθυσμένων συντριβανιών
του αμύγδαλου-κόσμου 
 
 Το εμπόρευμα


Είμαι δεσμώτης κάτω από την υψηλή δικαιοσύνη ενόςχαμόγελου και θλίβομαι άμετρα για τον πλανήτηπου ‘χασε όλη την αγνότηταλουσμένος στον κατακλυσμό της ανθρώπινης μωρίας.
Φτηνά ή ακριβά όλα πουλιούνται. Καθετί γίνεταιγια να πουληθεί και να πουληθεί γρήγορα.Ο άνεμος και το κύμα από τους εμπόρους πουλήθηκαν.Ό,τι γεύτηκαν η ευγένεια και το έγκλημα, ό,τι γνωρίζειο έρωτας και η καθημερινή επιθυμία των όχλων,έχει πουληθεί. Ό,τι η τέχνηκαι η επιστήμη αναγνώρισαν, έχει πουληθεί.
Οι ξαναμμένες κραυγές των οδών, εφαρμογέςκαι ιδέες έχουν πουληθεί. Κάθε πράμαέχει την αξία του στην αγορά. Τα βρόμικαεσώρουχα της Μπαρντό αξίζουν όσο ένας Ρέμπραντ.
Η αναρχία των μαζών προβάλλεται στις βιτρίνεςτων καταστημάτων. Έχουν πουληθεί τρελά μυστικάγια κάθε ακολασία.
Όλοι δίνουν νωρίς την παραγγελιά τους. 



Μπαλώνω τα φτερά μου
 

Μπαλώνω τα φτερά μουγια μια πτήση στο καθαρό φως.Σκέψεις σαν ακόρεστος τίγρης.
Η καρδιά μου μες στη μιζέρια,παλμοί του ουρανού πριν το χάραμα.
Με σκάβει ο πόνος
κι η πίκρα της ζωής με διώχνει. 




Ένας ποιητής

Είναι ένας ποιητής περισσότερο κι από ένα φονιάφυτεύει ένα ζουμπούλι στο μυαλό τουπολλές φορές μεταμορφώνεται σ’ ένα ευχαριστώ. Σήμερα γιορτάζει τα χίλια εννιακόσια εβδομήνταέξι καρφιά πάνω στο σταυρό του.Κατουράει τον ορίζοντακαλεί ένα αστέρι να κοιμηθεί κάτω απ’ την προστασία τουΔεν έχει παρελθόν και μέλλονΔεν έχει πια ούτε Κυριακές στην ντουλάπα του είναι φίλος με όλαακόμα κι ένα χαλίκι μπορεί να του πειμε τα άπειρα στόματά του
«καλημέρα σύντροφε». 



ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ




ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:

O ποιητής Λευτέρης Πούλιος γεννήθηκε στην Aθήνα το 1944. Εμφανίστηκε στα γράμματα πρώιμα το 1961, με τη δημοσίευση ποιήματός του στην εφημερίδα "Αυγή". Η ουσιαστική του όμως παρουσία εγκαινιάστηκε το 1969 με τη συλλογή "Ποίηση", με πρόλογο του Φώντα Κονδύλη. Συμμετείχε στην έκδοση των "Νέων κειμένων", των "Έξι ποητών" και της "Κατάθεσης ’73". Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Ακτή", "Ausblicke", "Τραμ", "Χρονικό" κ.ά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, ρωσικά, γαλλικά και τσέχικα. 


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: 

(2008) Η κρυφή συλλογή, Κέδρος
(2005) Το θεώρημα, Κέδρος
(2003) Συλλαβές για τον άνεμο, Κέδρος
(2001) Μωσαϊκό, Κέδρος
(2001) Ο γυμνός ομιλητής, Κέδρος
(2001) Ποιήματα, Κέδρος
(1999) Το αλληγορικό σχολείο, Κέδρος
(1998) Το διπλανό δωμάτιο, Κέδρος
(1993) Αντί της σιωπής, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1988) Ενάντια, Κέδρος
(1988) Τα επουσιώδη, Κέδρος
(1973) Ποίηση, 2, Κέδρος
(1969) Ποίηση, Ιδιωτική Έκδοση 







Παρακάτω παραθέτουμε ορισμένα ποιήματα: 



Ο θάνατος σούρθηκε στο γρασίδι

Περπατούσα στο γρασίδι του πάρκου
με ζαλάδα και πυρετό. Ένας αέρας βγήκε 
απ’ το φουντωτό πεύκο και μια εφημερίδα αναλήφθηκε 
μεσ’ απ’ τα χέρια κάποιου γέρου 
δίπλα σ’ ένα τετράγωνο κοριτσάκι. 
Ο κόσμος στα ατσαλάκωτα κυριακάτικα ρούχα του 
και γριές στα καπέλα της νοσταλγικής Μπελ Επόκ. 
Αλλά πίσω μου έστεκε ο θάνατος. 
Χωρίς να κοιτάξω πίσω ξάπλωσα στο γρασίδι. 
Πάνω μου στάθηκε ο θάνατος. 
Γύρισα πλευρό κι έκλεισα τα μάτια. 
Μέσα μου στεκόταν ο θάνατος. 
Λιποθύμησα ή πέθανα περίπου ένα τέταρτο. 
Οι γύρω μου νόμισαν ότι εγώ είχα αίφνης 
πέσει ανάσκελα πάνω στο γρασίδι 
ν’ απολαύσω τον ήλιο.  
 
 
 
 
 Eiμαστε οι ζωvτανότεροι τoύτης της νύχτας-
Οι χαφιέδες μας κοιτάζουν καxύπoπτα και τα φώτα σβήνουνε σε μια ώρα.
Ποιος θα μας κουβαλήσει στο σπίτι; Κωστή Παλαμά, έρημε φωνακλά, άσωτη
κλήρα μου. Τι ρωμιοσύvn δασκάλευες με φωτιά και βουή, ανεβασμένος στην κορφή της ελπίδας, όταν ξαφνικά n vύχτα πετάχτηκε σα μαχαίρι
απ’ τη θήκη. Κι απόμεινες στην καρέκλα παράλυτος με τ’ όραμα μιας αυγούλας που άχνιζε.
Νιώθω σκολιαρόπαιδο που τούλαχε στραβόξυλο δάσκαλος. Καιρό λογάριαζα μαζί σου πώς
θα τα πάω. Φρικτό γερασμένο σκυλί πάμε
να ξεράσουμε τ’ αποψινό μας μεθύσι,
σ’ όλες τις πόρτες των κλειστών βιβλιοπωλείων. Πάμε να κατουρήσουμε όλα τ’ αγάλματα
της Αθήνας, πρoσκυvώvτας μονάχα του
Ρήγα. Και να χωρίσουμε ο καθένας στο
δρόμο του σαν παππούς κι εγγονός που βριστήκανε. Φυλάξου καλά απ’ την τρέλα
μου γέρο. Όποτε μου τη δώσει, θα σε σκοτώσω. 

 
 
 
Άκου το ουρλιαχτό του περιπολικού και κοίτα
Αυτούς που τους βάζουν στο αυτοκίνητο και
Βιαστικά τους οδηγούν στο τμήμα .
Με προβολείς στο μάτι τους  ρίχνουν κάτω
Τους ψάχνουν κι η μέση τους σπάει στο τραπέζι
Και τους αφήνουν με το στόμα πεταμένο
Στον ουρανό πάνω σ’ ένα κολοσιαίο
Κλάξον αυτοκινήτου πάνω στο δάπεδο του γραφείου
Τα παιδιά με τα γυαλιστερά εξαρτήματα
Ειδικευμένα στον τρόμο και τα μεγαλοπρεπή
Σειρήτια στα μάτια τους.
                                    Κι αυτοί που
Έχουν δολοφονηθεί αδιαμαρτύρητα ή πετάχτηκαν
Απ’ την ταράτσα του κτιρίου μετά το πέρας
Των ανακρίσεων όπως γίνεται στο σινεμά
Κι αυτοί που αφανίστηκαν μες στη θάλασσα
Θέλοντας να το σκάσουν και οι καιροί
Αποθρασύνοντας τον ισχυρό
Σ’ αυτό τον κόσμο τον παράφρονα της φυλακής.

Κι αυτοί που πολτοποιήθηκαν απ’ τα τανκς
Μέσα στο Πολυτεχνείο ή έσκασαν απ’ τα
καπνογόνα κι αυτοί που σταυρώθηκαν
Στα διασταυρούμενα πυρά
Φωνάζοντας μέχρι τον άλλο κόσμο
«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» 
 
 
 Στο μετρό
ονειροπολώ
κι ανασαίνω βαριά
απ’ το κάπνισμα.
Για μια στιγμή ζαλίζομαι
και πέφτουν πάνω μου πολλά φώτα.
Θλίβομαι νιώθοντας
την ανέλπιδη τέχνη
του ποιητή.
Πόσο απλός ο κόσμος,
αυτό το μεγάλο τίποτα,
και πόσο δυστυχία
και βάσανα
σε ραγισμένες καρδιές
και ψυχές πεθαμένες.




Λύτρωση

Από μέρα σε μέρα
μέσα στον αέρα του κόσμου
βαρύς από όνειρα σε περιμένω.
Στάχτες μετά το φως
νεκρές θάλασσες
σιωπηλά βουνά
πόνος ανέκφραστος.
Η χαρά δεν με βρίσκει
κι ο Θεός μου άεργος
στην αντικρυνή όχθη
την ανίκητη των τάφων. 


Ζωντανή ζωγραφική

Κάνω σκέψεις που μ’απορροφούν
όταν κάθομαι και ακούω μουσική.
Ξέρω πως αξία εδώ κάτω έχει μόνο το πνεύμα.
Η βρωμιά του πλούτου
και της φτώχειας
είναι τελικά το ίδιο πράγμα.
Η φωνή μου βγαίνει
από ένα ηφαίστειο
που ραγίζει και φτύνει”
πάνω της ζωντανή ζωγραφική.
Και ψοφάω κάτι ανέκφραστο να πω. 


Η καρδιά απομένει

Χειμώνας.
Αργά το βράδυ πέφτει.
Ήσυχα γυρίζουν ανάποδα
εικόνες της γης:δέντρα, δρόμος,
σπασμένα μάρμαρα, φώτα,
χυμένα δάκρυα.
Λύπη για τον ανέκφραστο κόσμο. 
Η καρδιά μας απομένει ακόμα.


Τσιμέντο και σίδερο στον πνιγμένο αέρα
πανάρχαια γόησσα Αθήνα
γυαλίζει τ’ άσπρο σου στήθος απόψε
άσε με να σου το σφίξω μέχρι να πονέσεις
χύνοντας κόκκινο γάλα
καθώς θ’ ακούς το τραγούδι της συνουσίας
παράμερα στα δεντράκια δύο μαθητών
του γυμνασίου και το ρυθμό της καρδιάς μου
σ’ αυτό το βράδυ των μεθυσμένων συντριβανιών
του αμύγδαλου-κόσμου 
 
 Το εμπόρευμα


Είμαι δεσμώτης κάτω από την υψηλή δικαιοσύνη ενός χαμόγελου και θλίβομαι άμετρα για τον πλανήτη που ‘χασε όλη την αγνότητα λουσμένος στον κατακλυσμό της ανθρώπινης μωρίας.
Φτηνά ή ακριβά όλα πουλιούνται. Καθετί γίνεται για να πουληθεί και να πουληθεί γρήγορα. Ο άνεμος και το κύμα από τους εμπόρους πουλήθηκαν. Ό,τι γεύτηκαν η ευγένεια και το έγκλημα, ό,τι γνωρίζει ο έρωτας και η καθημερινή επιθυμία των όχλων, έχει πουληθεί. Ό,τι η τέχνη και η επιστήμη αναγνώρισαν, έχει πουληθεί.
Οι ξαναμμένες κραυγές των οδών, εφαρμογές και ιδέες έχουν πουληθεί. Κάθε πράμα έχει την αξία του στην αγορά. Τα βρόμικα εσώρουχα της Μπαρντό αξίζουν όσο ένας Ρέμπραντ.
Η αναρχία των μαζών προβάλλεται στις βιτρίνες των καταστημάτων. Έχουν πουληθεί τρελά μυστικά για κάθε ακολασία.
Όλοι δίνουν νωρίς την παραγγελιά τους. 



Μπαλώνω τα φτερά μου
 

Μπαλώνω τα φτερά μου για μια πτήση στο καθαρό φως. Σκέψεις σαν ακόρεστος τίγρης.
Η καρδιά μου μες στη μιζέρια, παλμοί του ουρανού πριν το χάραμα.
Με σκάβει ο πόνος
κι η πίκρα της ζωής με διώχνει. 




Ένας ποιητής

Είναι ένας ποιητής περισσότερο κι από ένα φονιά φυτεύει ένα ζουμπούλι στο μυαλό του πολλές φορές μεταμορφώνεται σ’ ένα ευχαριστώ. Σήμερα γιορτάζει τα χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξι καρφιά πάνω στο σταυρό του. Κατουράει τον ορίζοντα καλεί ένα αστέρι να κοιμηθεί κάτω απ’ την προστασία του Δεν έχει παρελθόν και μέλλον Δεν έχει πια ούτε Κυριακές στην ντουλάπα του είναι φίλος με όλα ακόμα κι ένα χαλίκι μπορεί να του πει με τα άπειρα στόματά του
«καλημέρα σύντροφε». 



Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

ΑΠΟΚΩΔΙΚΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ








Γράφει ο Νίκος Σουβατζής 




       Κάποτε, έχοντας συσσωρεύσει για μεγάλο διάστημα μέσα μου πολλή θλίψη και πολλή οργή, έγραψα ένα άρθρο για να βγάλω επιτέλους από μέσα μου όσα με έπνιγαν τόσο καιρό. Όπως είναι φυσικό το άρθρο ήταν προσωπικό, γραμμένο σε πρώτο ενικό, και συναισθηματικά φορτισμένο. Ακόμα και τώρα, πάνω από δέκα χρόνια μετά, το θεωρώ ένα απ' τα καλύτερα κείμενά μου. Δεν ήταν έκκληση για βοήθεια ή κραυγή απόγνωσης. Ήταν απλώς ένα κείμενο που εξέφραζε κάποια έντονα συναισθήματα. Όταν ζήτησα την άποψη φίλων και οικείων για αυτό το άρθρο, διαπίστωσα με έκπληξη ότι το εξέλαβαν σαν εξομολόγηση και όχι σαν δημοσιογραφικό κείμενο. Αντί να μου πουν αν τους άρεσε ή όχι σαν άρθρο, μού έλεγαν ότι στεναχωρήθηκαν όταν το διάβασαν και προσφέρθηκαν να με βοηθήσουν. Μετά από αρκετούς μήνες, σε ένα από τα πρώτα μου διηγήματα, εξιστορούσα  την εφιαλτική ζωή και το τραγικό τέλος ενός ανθρώπου. Όταν ζήτησα τη γνώμη δικών μου ανθρώπων που το είχα στείλει να το διαβάσουν, είχα το άγχος ότι θα το εκλάβουν πάλι σαν έκφραση απελπισίας και φοβήθηκα ότι θα ανησυχήσουν για μένα. Ευτυχώς κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Το έκριναν σαν αυτό που ήταν, δηλαδή σαν λογοτεχνικό κείμενο. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι έχω πολύ μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης σαν λογοτέχνης απ' ότι σαν συντάκτης. Στη λογοτεχνία μπορούμε να γράψουμε χωρίς να μας παρεξηγήσουν και χωρίς να χρειάζεται να δίνουμε εξηγήσεις, πράγματα που σε ένα άρθρο θα αναγκαζόμασταν να αποσιωπήσουμε ή να αλλάξουμε σε μεγάλο βαθμό. Αυτό συμβαίνει και στην ποίηση και στην πεζογραφία. Σε αυτό το άρθρο θα αναφερθώ στην ποίηση.

       Η ποίηση, όπως έχω ξαναγράψει, εκφράζει συναισθήματα και απευθύνεται στο συναίσθημα. Δεν μπορεί να κριθεί όπως ένα δοκίμιο ή ένα επιστημονικό κείμενο. Ακριβώς επειδή εκφράζει συναισθήματα, είναι λογικό σε κάποια ποιήματα να υπάρχουν υπερβολές ή «ακρότητες». Σε αυτό το σημείο θα αναφέρω δυο παραδείγματα για να γίνει σαφέστερο αυτό που θέλω να πω. Κάποτε, στον απόηχο μιας μεγάλης διαδήλωσης και των συγκρούσεων που ακολούθησαν, έγραψα ένα πολύ οργισμένο ποίημα. Ένας φίλος διαβάζοντάς το με συμβούλευσε, για να μην το παρερμηνεύσουν, να γράψω από κάτω κάποιες διευκρινήσεις. Του απάντησα ότι κάτι τέτοιο θα το κατέστρεφε. Στο δεύτερο παράδειγμα, ένας άλλος φίλος μού αφηγήθηκε ότι κάποια στιγμή βρέθηκε σε μια δύσκολη κατάσταση γιατί ακολούθησε την προτροπή κάποιου ποιήματος. Η απάντησή μου ήταν ότι δεν πρέπει να παίρνουμε την ποίηση τοις μετρητοίς. Η ποίηση, ακόμα και όταν εμπνέεται απ' τη σύγχρονη καθημερινότητα, δεν είναι ένας διάλογος που πρέπει να εξηγούμε ό,τι λέμε, ούτε οδηγός ζωής. Απ' την άλλη ένα πολύ οργισμένο ή πολύ θλιμμένο ποίημα εκφράζει τα συναισθήματα που είχε ένας άνθρωπος τη στιγμή που το έγραψε. Δεν σημαίνει ότι είναι συνεχώς οργισμένος και θλιμμένος. Επίσης πρέπει να κατανοήσουμε ότι κάποιες εκφράσεις που δείχνουν μια υπερβολή, οφείλονται στη συναισθηματική φόρτιση της στιγμής. Πολύ συχνά όταν διαβάζουν κάποια ποιήματά μου με ρωτούν: «Γιατί τόση απαισιοδοξία;». Αυτό συμβαίνει γιατί κατά κύριο λόγο ο πόνος είναι αυτός που μας εμπνέει να γράψουμε ποίηση.

       Πολλές φορές η ποίηση γράφεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε συλλογικά οράματα και συλλογικούς αγώνες, αυτό είναι το κατάλληλο πρόσωπο. Ο δεύτερος λόγος είναι γιατί το πρώτο πληθυντικό ταιριάζει καλύτερα στην ποίηση. Προσπαθήστε να σκεφτείτε τους στίχους της Κατερίνας Γώγου «Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε/ Μονάχα όταν βρέχει/ βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε.» σε πρώτο ενικό. Ενώ στον καθημερινό λόγο με ενοχλεί το πρώτο πληθυντικό, γιατί σε πολλές περιπτώσεις απηχεί τη λογική της συλλογικής ευθύνης και των αυθαίρετων γενικεύσεων, στα ποιήματά μου το χρησιμοποιώ κατά κόρον. Όπως επίσης χρησιμοποιώ λέξεις που στον καθημερινό μου λόγο δεν έχω πει ποτέ. Και αυτό είναι που διαφοροποιεί τον ποιητικό λόγο απ' τον πεζό, τον καθημερινό και τον επιστημονικό. Ότι έχει δηλαδή τη δική του γλώσσα.

       Ένα ποίημα δεν χρειάζεται να εξηγήσει, να αποδείξει, να τεκμηριώσει το οτιδήποτε. Μπορεί να καταργήσει τη λογική και τις καθημερινές συμβάσεις. Δεν προσπαθεί να πείσει. Δεν επιχειρηματολογεί. Τα όποια μηνύματα τα μεταδίδει μέσω άλλης οδού. Ο ποιητικός λόγος είναι πυκνός. Λίγες λέξεις αρκούν για να μεταδώσουν αυτό που ένα άλλο είδος λόγου θα χρειαζόταν ολόκληρες παραγράφους. Λόγω αυτής της πυκνότητας αλλά και των άλλων ιδιαιτεροτήτων του, ο ποιητικός λόγος χρειάζεται διαφορετική αντιμετώπιση. Δεν χρειάζεται, ως αναγνώστες, να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε την ποίηση με τα εργαλεία της λογικής. Απευθύνεται σε άλλες, πιο ευαίσθητες χορδές. Σε μια εποχή που μέσω διαδικτύου βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από χιλιάδες κείμενα, αυτό που χρειάζεται για να κατανοήσουμε την ποίηση είναι να της δώσουμε χρόνο. Τον χρόνο που χρειάζεται για να κατασταλάξει μέσα μας και να μας αγγίξει.









ΑΠΟΚΩΔΙΚΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ








Γράφει ο Νίκος Σουβατζής 




       Κάποτε, έχοντας συσσωρεύσει για μεγάλο διάστημα μέσα μου πολλή θλίψη και πολλή οργή, έγραψα ένα άρθρο για να βγάλω επιτέλους από μέσα μου όσα με έπνιγαν τόσο καιρό. Όπως είναι φυσικό το άρθρο ήταν προσωπικό, γραμμένο σε πρώτο ενικό, και συναισθηματικά φορτισμένο. Ακόμα και τώρα, πάνω από δέκα χρόνια μετά, το θεωρώ ένα απ' τα καλύτερα κείμενά μου. Δεν ήταν έκκληση για βοήθεια ή κραυγή απόγνωσης. Ήταν απλώς ένα κείμενο που εξέφραζε κάποια έντονα συναισθήματα. Όταν ζήτησα την άποψη φίλων και οικείων για αυτό το άρθρο, διαπίστωσα με έκπληξη ότι το εξέλαβαν σαν εξομολόγηση και όχι σαν δημοσιογραφικό κείμενο. Αντί να μου πουν αν τους άρεσε ή όχι σαν άρθρο, μού έλεγαν ότι στεναχωρήθηκαν όταν το διάβασαν και προσφέρθηκαν να με βοηθήσουν. Μετά από αρκετούς μήνες, σε ένα από τα πρώτα μου διηγήματα, εξιστορούσα  την εφιαλτική ζωή και το τραγικό τέλος ενός ανθρώπου. Όταν ζήτησα τη γνώμη δικών μου ανθρώπων που το είχα στείλει να το διαβάσουν, είχα το άγχος ότι θα το εκλάβουν πάλι σαν έκφραση απελπισίας και φοβήθηκα ότι θα ανησυχήσουν για μένα. Ευτυχώς κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Το έκριναν σαν αυτό που ήταν, δηλαδή σαν λογοτεχνικό κείμενο. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι έχω πολύ μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης σαν λογοτέχνης απ' ότι σαν συντάκτης. Στη λογοτεχνία μπορούμε να γράψουμε χωρίς να μας παρεξηγήσουν και χωρίς να χρειάζεται να δίνουμε εξηγήσεις, πράγματα που σε ένα άρθρο θα αναγκαζόμασταν να αποσιωπήσουμε ή να αλλάξουμε σε μεγάλο βαθμό. Αυτό συμβαίνει και στην ποίηση και στην πεζογραφία. Σε αυτό το άρθρο θα αναφερθώ στην ποίηση.

       Η ποίηση, όπως έχω ξαναγράψει, εκφράζει συναισθήματα και απευθύνεται στο συναίσθημα. Δεν μπορεί να κριθεί όπως ένα δοκίμιο ή ένα επιστημονικό κείμενο. Ακριβώς επειδή εκφράζει συναισθήματα, είναι λογικό σε κάποια ποιήματα να υπάρχουν υπερβολές ή «ακρότητες». Σε αυτό το σημείο θα αναφέρω δυο παραδείγματα για να γίνει σαφέστερο αυτό που θέλω να πω. Κάποτε, στον απόηχο μιας μεγάλης διαδήλωσης και των συγκρούσεων που ακολούθησαν, έγραψα ένα πολύ οργισμένο ποίημα. Ένας φίλος διαβάζοντάς το με συμβούλευσε, για να μην το παρερμηνεύσουν, να γράψω από κάτω κάποιες διευκρινήσεις. Του απάντησα ότι κάτι τέτοιο θα το κατέστρεφε. Στο δεύτερο παράδειγμα, ένας άλλος φίλος μού αφηγήθηκε ότι κάποια στιγμή βρέθηκε σε μια δύσκολη κατάσταση γιατί ακολούθησε την προτροπή κάποιου ποιήματος. Η απάντησή μου ήταν ότι δεν πρέπει να παίρνουμε την ποίηση τοις μετρητοίς. Η ποίηση, ακόμα και όταν εμπνέεται απ' τη σύγχρονη καθημερινότητα, δεν είναι ένας διάλογος που πρέπει να εξηγούμε ό,τι λέμε, ούτε οδηγός ζωής. Απ' την άλλη ένα πολύ οργισμένο ή πολύ θλιμμένο ποίημα εκφράζει τα συναισθήματα που είχε ένας άνθρωπος τη στιγμή που το έγραψε. Δεν σημαίνει ότι είναι συνεχώς οργισμένος και θλιμμένος. Επίσης πρέπει να κατανοήσουμε ότι κάποιες εκφράσεις που δείχνουν μια υπερβολή, οφείλονται στη συναισθηματική φόρτιση της στιγμής. Πολύ συχνά όταν διαβάζουν κάποια ποιήματά μου με ρωτούν: «Γιατί τόση απαισιοδοξία;». Αυτό συμβαίνει γιατί κατά κύριο λόγο ο πόνος είναι αυτός που μας εμπνέει να γράψουμε ποίηση.

       Πολλές φορές η ποίηση γράφεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε συλλογικά οράματα και συλλογικούς αγώνες, αυτό είναι το κατάλληλο πρόσωπο. Ο δεύτερος λόγος είναι γιατί το πρώτο πληθυντικό ταιριάζει καλύτερα στην ποίηση. Προσπαθήστε να σκεφτείτε τους στίχους της Κατερίνας Γώγου «Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε/ Μονάχα όταν βρέχει/ βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε.» σε πρώτο ενικό. Ενώ στον καθημερινό λόγο με ενοχλεί το πρώτο πληθυντικό, γιατί σε πολλές περιπτώσεις απηχεί τη λογική της συλλογικής ευθύνης και των αυθαίρετων γενικεύσεων, στα ποιήματά μου το χρησιμοποιώ κατά κόρον. Όπως επίσης χρησιμοποιώ λέξεις που στον καθημερινό μου λόγο δεν έχω πει ποτέ. Και αυτό είναι που διαφοροποιεί τον ποιητικό λόγο απ' τον πεζό, τον καθημερινό και τον επιστημονικό. Ότι έχει δηλαδή τη δική του γλώσσα.

       Ένα ποίημα δεν χρειάζεται να εξηγήσει, να αποδείξει, να τεκμηριώσει το οτιδήποτε. Μπορεί να καταργήσει τη λογική και τις καθημερινές συμβάσεις. Δεν προσπαθεί να πείσει. Δεν επιχειρηματολογεί. Τα όποια μηνύματα τα μεταδίδει μέσω άλλης οδού. Ο ποιητικός λόγος είναι πυκνός. Λίγες λέξεις αρκούν για να μεταδώσουν αυτό που ένα άλλο είδος λόγου θα χρειαζόταν ολόκληρες παραγράφους. Λόγω αυτής της πυκνότητας αλλά και των άλλων ιδιαιτεροτήτων του, ο ποιητικός λόγος χρειάζεται διαφορετική αντιμετώπιση. Δεν χρειάζεται, ως αναγνώστες, να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε την ποίηση με τα εργαλεία της λογικής. Απευθύνεται σε άλλες, πιο ευαίσθητες χορδές. Σε μια εποχή που μέσω διαδικτύου βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από χιλιάδες κείμενα, αυτό που χρειάζεται για να κατανοήσουμε την ποίηση είναι να της δώσουμε χρόνο. Τον χρόνο που χρειάζεται για να κατασταλάξει μέσα μας και να μας αγγίξει.