Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΔΗΜΙΑ







       Παρακάτω παραθέτω ποιήματα σχετικά με επιδημίες. Τα έργα παλαιότερων ποιητών αναφέρονται στην βουβωνική πανώλη γνωστή και ως πανούκλα και στην φυματίωση, που απαντάται και ως φθίση ή στην λαϊκή της ονομασία χτικιό. Ακολουθούν ποιήματα νεότερων ποιητών για τον κορονοϊό και για τον εγκλεισμό στα σπίτια. Καλή ανάγνωση.


                                                                                                                   Θεοχάρης Παπαδόπουλος 





Απερίγραπτη λένε

Απερίγραπτη λένε, η φτώχεια της Ισταμπούλ
Η πείνα θερίζει τους ανθρώπους
Βουλιάζουν λένε στο χτικιό
Κι οι κοπελίτσες, έτσι λένε,
Στα θεωρεία του σινεμά και στα χαλάσματα
Άσχημα τα νέα για την μακρινή μου πολιτεία
Την πολιτεία των τίμιων τω εργατικών
Και των πτωχών ανθρώπων
Για την αληθινή μου Ισταμπούλ
Την πολιτεία που μένεις πολυαγαπημένη μου
Την πολιτεία που κουβαλάω
Πάνω στους ώμους μου
Μες στο σακί μου
Από εξορία σε εξορία
Από φυλακή σε φυλακή
Την πολιτεία που’χω στην καρδιά μου
Σαν ένα μαχαίρι σαν την εικόνα σου
Μέσα στα μάτια μου

Ναζίμ Χικμέτ

Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος




Για τα παιδιά που πέθαναν στην επιδημία ευλογιάς 



Όταν θα ‘ρθει η άνοιξη
στα κλαδιά των δέντρων
θ’ ανθίσουν λουλούδια.
Μα τα παιδιά
που πέσαν με τα φύλλα το φθινόπωρο
ποτέ δεν θα  γυρίσουν.




Ριόκαν Τάιγκου 
Μετάφραση: Γιώργος Τσακνιάς 



Οι μοιραίοι

Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

– Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
– Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
– Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
– Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα.

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας εύρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Κώστας Βάρναλης 


Η τρελή 

Αγνάντια. Νά το περιβόλι

και οι λεύκες κι οι πορτοκαλιές, 
και των κλαδιών πλεχτών οι θόλοι 
και σαν βωμοί οι φωλιές. 
Κι ανάμεσ' απ' τα δέντρα και όλοι, 
γυναίκες, άντρες, μισεροί, 
σα να γιορτάζουνε μια σκόλη, 
τί γιορταστές φαρμακεροί! 
Στους ίσκιους μέσα, ίσκιοι κι εκείνοι, 
σωμένοι σαν από χτικιό, 
μες στης αρρώστιας το καμίνι, 
συναπαντιένται, συντυχαίνουν, 
και λησμονιένται και διαβαίνουν, 
παιδιά, γυναίκες, άντρες όλοι, 
σκέλεθρα μες στο περιβόλι, 
στο περιβόλι το χλωρό. 
Και πέρα ξεμοναχιασμένη, 
στρίγλα όψη, μια φωτοκαμένη 
που ήταν γυναίκα μια φορά, 
και τώρα νά! η τρελή, η τρελή, 
πάντα γυρνά, πάντα γυρνά, 
πάντα βουβή, πάντα βουβή, 
γύρω τριγύρω απ' τη μουριά, 
κι η μέρα δεν την εμποδίζει 
και η νύχτα δε τη σταματά, 
και τριγυρίζει, όλο γυρίζει, 
και ο μόρτης την πετροβολά, 
κι αυτή παράπονο δε βγάζει, 
και δεν τηράει και δεν αλλάζει, 
και δε μιλεί, και δε μιλεί, 
και νά η τρελή και νά η τρελή, 
και τριγυρίζει, όλο γυρίζει. 
Κανείς, κανείς δε τη φροντίζει, 
κανείς, κανείς δεν το γνωρίζει, 
κάποτε μούγκρισε σεισμός, 
η Αγάπη! Πάει το μετερίζι, 
και πάει και πάει κι ο λογισμός... 

Κωστής Παλαμάς


Ποίηση που γράφτηκε κατά την επιδημία της πανούκλας το 1800



Και οι άνθρωποι έμειναν σπίτι
και διάβαζαν βιβλία και άκουγαν μουσική
και ξεκουράστηκαν και ασκήθηκαν
και έκαναν τέχνη και έπαιξαν
και έμαθαν νέους τρόπους ύπαρξης
και σταμάτησαν
και άκουγαν βαθύτερα
κάποιος διαλογίστηκε
κάποιος προσευχήθηκε
κάποιος χόρεψε
κάποιος συνάντησε τη δική του σκιά
και οι άνθρωποι άρχισαν να σκέφτονται διαφορετικά
και οι άνθρωποι θεραπεύτηκαν.
Ακόμα και η γη άρχισε να θεραπεύεται
και όταν τελείωσε ο κίνδυνος
και οι άνθρωποι βρήκαν τον εαυτό τους
θρηνούσαν για τους νεκρούς
και έκαναν νέες επιλογές
και ονειρεύτηκαν νέα οράματα
και δημιούργησαν νέους τρόπους ζωής
και θεράπευσαν εντελώς τη γη
ακριβώς όπως θεραπεύτηκαν οι ίδιοι.


Kitty O'Meary




Εγκλεισμός

Στο κλειστό δωμάτιοδε μπορείς να ονειρευτείς- μήτε και να γνωρίσεις-Αυτό πονάει περισσότερο,όχι το καθηλωμένο σώμα.Ξεχάστηκα παρατηρώνταςτην τροχιά μιας μπίλιαςαπ' άκρη σε άκρη στο ξύλινο πάτωμα,και μια περίεργη σκιά στο ταβάνι ξεμάκραινεπετώντας από μπροστά μου.
Μη με ενοχλείς.
Θυμάμαι την πλατεία
και τα παιδιά που τρέχαν να σωθούν.

Άραγε, θα προφτάσω
να ζωγραφίσω το κορμί σου
με χρώμα νερουλό!
Δαγκώνω το χέρι μου
μα δε βγάζει αίμα.
Δεν έμεινε σταγόνα ελπίδας στις μέρες μας. 




Monika Monique  
 
 
Ημερολόγια καραντίνας

V

Το χέρι της γάτας
Στην κοιλιά μου
Ορίζεται ως ικανοποιητική επαφή
Δεν ξέρω αν είναι ύποπτη
Ή αν με καθιστά
Κοινωνικά συνωστισμένη
Αυτό που ξέρω
Είναι πως προσπαθώ
Εδώ και ώρα
Ν’ απλώσω πάνω της
Και το δικό μου χέρι
Ν’ απλουστευτεί για λίγο η μοναξιά
Ο θάνατος να πικραθεί
Και να φύγει.

VII
Στ’ αεροδρόμια – είπανε –
Χιλιάδες άνθρωποι εγκλωβισμένοι
Κι άλλοι τόσοι σε εμπύρετη κατάσταση
Άλλοι τόσοι απελπισμένοι
Κι άλλοι πολλοί
Με τον φόβο παντού πάνω τους
Και μέσα τους
Κι άλλοι τόσοι κουρασμένοι
Τι ειρωνεία!
Στ’ αεροδρόμια που νόμιζα
Πως κάποτε θα πετάξουμε.

Κατερίνα Μαρδακιούπη
 


Μικρή πελώρια σιωπή 



Ήρθε και η στιγμή που κλειστήκαμε στα σπίτια μας
κι έξω, στην φύση, συνεχίστηκε η παρέλαση εικόνων
που κανείς μας, έτσι κι αλλιώς, δεν είχε ποτέ προσέξει,
με τους άπειρους ήχους που δεν είχαμε αφουγκραστεί
και τις αμέτρητες μυρωδιές που μας άφηναν αδιάφορους

Κάπως έτσι
μας προσπέρασε
άλλη μια άνοιξη
δίχως άνοιξης όψη
άλλο ένα Πάσχα
δίχως ανάστασης ήχους
και μια ολάκερη ζωή
χωρίς ουσιαστική
ανάσα
Μην σας κουράζω.
Ήθελα μοναχά να σας πω
όταν κλειστήκαμε οι άνθρωποι στα σπίτια μας
τους δρόμους έπρεπε
να κατακλύζουν οι αναμνήσεις
μα
οι πολλές μας
μικρές παύσεις
στο τέλος σχηματίσανε
μια πελώρια σιωπή 


Νίκος Δανέζης  




Κάτω από τη μάσκα
στη Ν.Κ.
που πολύ αγάπησε
τη Λίνα Βερτμίλερ
Όλοι μαζί αλλά μόνοι μας
κι εγώ με μαλλί και μουστάκι
όπως του Αναστόπουλου
όταν σάρωνε στα γήπεδα της Ιταλίας
σαν έτοιμος από καιρό
σα θαρραλέος
βάζω τα μαύρα ρούχα μου
σετάκι να πηγαίνουν
με τον καιρό και την εποχή
κι οπλισμένος με την άδεια κυκλοφορίας
στο σούπερ μάρκετ κατευθύνομαι.
Κάτω από τη μάσκα
βρίζω θεούς και δαίμονες
και δύσκολα ανασαίνω
ενώ τα χνώτα μου
που ουίσκι μυρίζουν και τσιγάρο
θολώνουν τα γυαλιά της μυωπίας
την όρασή μου δυσκολεύοντας.
Όλοι μαζί αλλά μόνοι μας
κι εγώ με το μυαλό
μες στο κεφάλι μου
τη μοίρα μας ξορκίζω
τραγουδώντας
Νίνο Ρότα και το Canzone Arrabiata
μέχρι που συναντώ το βλέμμα της.
Κι αυτό το βλέμμα της
μοιράζει υποσχέσεις
πως μοιραία από κάθε καταστροφή
μια νέα αρχή γεννιέται
το φως να φέρει στο σκοτάδι
το πολύχρωμο φως
στο κάθε σπίτι τον έρωτα.

Ειρηναίος Μαράκης 




Έπαρση συνείδησης 


Μας ξεκλειδώνουν τάχα.
Σαν τα αερικά των πύργων.
Ποιος αντέχει για παρέα,
το στοιχείο του σπιτιού;
Μα πως γέννησε Ο Μάης,
μελαγχολία φθινοπώρου;
Κέλευσμα πρώτο.
Η άδεια θέση στην καρδιά.
Επιστροφή από μικρό θανατικό,
αναστολή στο κίνητρο της ζωής.
Πρωινή ευωδία,
φαρμακείου μουσούδα άπνοιας.
Στο βάθος του τούνελ,
ανάμνηση της γης των λωτών.
Τραυματίες της γυμνής απομόνωσης.
Κινητές συσκευές ασφαλείας.
Στους ισολογισμούς των καλύτερων ημερών.
Εμπιστοσύνη στους ζουρλομανδύες,
των μελλοντικών γενεών.
Δευτέρα με αιματηρούς θριάμβους.
Στις παγκόσμιες κρεαταγορές,
του ελεύθερου εμπορίου σφαχταριών.











Αθανασία Δρακοπούλου







Σκέψεις, ο μόνος φόβος! 


Φοβάσαι τον ιό;
Πλάκα μου κάνεις!
Ξέρεις τι έχω περάσει
Ξέρεις τι ζω; 
Ξέρεις τι είναι να πέφτεις, 
και να αρχίζεις από το μηδέν;
Δεν φοβάμαι, τον ιό! 
Φοβάμαι τις σκέψεις! 
Κοιτάζω, 
το χθες και βάζω με επιείκεια, 
μηδέν! 
Μηδέν στην ζωή! 
Μηδέν στην αγάπη! 
Μηδέν στην ύπαρξη! 
Όχι δεν θα μηδενίσω το αύριο, 
μπορεί να πάρει ένα, 
ίσως και δύο! 
Δύο, αν κάπου συναντηθούμε. 
Ποιός ξέρει και ένα να πάρει, 
δεν με νοιάζει. 
Ξέρω τι είναι η μοναξιά. 
Τι να φοβηθώ από τον ιό;
Τον θάνατο, 
τον έχω μέσα μου! 
Η ζωή, 
αυτή μόνο μου έχει λείψει. 
Ζωή, 
που να κατοικεί άραγε;
Πόσο βάζω στο σήμερα;
Στο σήμερα βάζω θαυμαστικό, 
και ανάβω ένα τσιγάρο ακόμα!


Ανδριάνα Μπιρμπίλη
 



Το μπλουζ της πανδημίας

Κάποτε ήταν σκλάβοι
σε φυτείες βαμβακιού
Ύστερα πολίτες
δεύτερης κατηγορίας,εξιλαστήρια θύματα, κινούμενοι στόχοιγια αστυνομικές σφαίρες

Τώρα, ελεύθεροι πια
και ίσοι με τους άλλους φτωχούς
πεθαίνουν αβοήθητοι
και στοιβάζονται
σε ομαδικούς τάφους
στα πάρκα


Χωρίς μεσίστιες σημαίες
και επικήδειους,
χωρίς τιμητικές εκδηλώσεις
και μνημεία


Το μόνο που τους ανήκει
είναι μια γωνιά
στο όνειρο
του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ


Νίκος Σουβατζής