Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

 ΑΦΙΕΡΩΜΑ 

 

 Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931. Φοίτησε στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το 1958 ως το 1965 εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης. Παράλληλα το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό "Διαγώνιος", που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις. Το 1962 δημιούργησε τις "Εκδόσεις της Διαγωνίου" και από το 1965 εργάστηκε ως διορθωτής και επιμελητής. Το 1974 ίδρυσε τη Μικρή Πινακοθήκη της Διαγωνίου που έχει ως στόχο την προβολή νέων καλλιτεχνών της συμπρωτεύουσας, με στενούς συνεργάτες του Κάρολο Τσίζεκ και Νίκο Νικολαΐδη. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1949 με τη δημοσίευση του ποιήματος "Βιογραφία" στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης "Μορφές". Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Εποχή των ισχνών αγελάδων". Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τοποθετείται ανάμεσα στους σημαντικότερους ποιητές της ομάδας που είναι γνωστή ως "Κύκλος της Διαγωνίου" και κινήθηκε στο πλαίσιο του ομώνυμου περιοδικού που ο ίδιος ίδρυσε (Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Τάσος Κόρφης, Βασίλης Καραβίτης, κ.α.). Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονα ερωτική διάθεση και επιρροές από το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ντίνου Χριστιανόπουλου βλ. Αλέξης Ζήρας, "Χριστιανόπουλος Ντίνος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 9β, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1988, και Δημήτρης Δασκαλόπουλος, "Χριστιανόπουλος Ντίνος", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα: Πατάκης, 2007, σελ. 2381-2. 


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: 

Ποίηση

  • Εποχή των ισχνών αγελάδων. Θεσσαλονίκη, Κοχλίας, 1950
  • Ξένα γόνατα· Ποιήματα 1950-1955. Θεσσαλονίκη, 1957
  • Ανυπεράσπιστος καϋμός· Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1960
  • Ποιήματα 1949-1960. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1962
  • Το κορμί και το σαράκι· Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1964
  • Ποιήματα 1949-1964. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1964
  • Προάστια· Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1969
  • Το κορμί και το μεράκι· Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1970 • Ποιήματα 1949-1970. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1974
  • Μικρά ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1975
  • Ιστορίες του γλυκού νερού . Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1980
  • Το αιώνιο παράπονο · Ποιήματα και τραγούδια. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1981
  • Νέα ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1981 (και σε δεύτερη έκδοση με τίτλο Νεκρή πιάτσα· Πεζά Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1984)
  • Δώδεκα τραγούδια εικονογραφημένα με ξυλογραφίες του Νίκου Νικολαΐδη. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1984
  • Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1986 (δεύτερη έκδοση 1992, τρίτη έκδοση 1998)
  • Νεκρή πιάτσα· Νεώτερα ποιήματα (1990-1996). Παιανία, Μπιλιέτο, 1997
  • Το κορμί και το σαράκι· Νεώτερα ποιήματα (1990-1996). Παιανία, Μπιλιέτο, 1997
  • Η πιο βαθιά πληγή. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1998
  • Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2004
  • Πεζά ποιήματα. Θεσσαλονική, Ιανός, 2004
  • Μικρά ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2004
  • Παράξενο, πού βρίσκει το κουράγιο κι ανθίζει. Λευκωσία, Αιγαίον, 2011 

 

 Πεζογραφία

• Πίσω απ' την Αγιά Σοφιά, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 1997

Η κάτω βόλτα· Διηγήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1963 (εμπλουτισμένη έκδοση: Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2004)

Οι ρεμπέτες του ντουνιά· Μικρά πεζά. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1986 (εμπλουτισμένη έκδοση: Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2004)

Θεσσαλονίκην οὖ μ'ἐθέσπισεν (αυτοβιογραφικά κείμενα) Θεσσαλονίκη, Ιανός, 1999 (β' έκδ. 2008) 

 

  Μεταφράσεις - Διασκευές (επιλογή)

Εντευκτήριο· Μεταφράσεις ποιημάτων. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1966

Τρία παραμύθια· Σπουδές λαϊκού λόγου (διασκευές). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1989

Το Άγιο Ευαγγέλιο κατά τον Ματθαίο. Αθήνα, Το Ροδακιό, 1997

Εντευκτήριο Ι· Μεταφράσεις ποιημάτων. Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2007

Εντευκτήριο ΙI· Μεταφράσεις ποιημάτων. Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2007

Το Άγιο και Ιερό Ευαγγέλιο κατά τον Ματθαίο· Μεταφράσεις, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2012 

 

 Ανθολόγια - Μουσική

Ανθολόγια Τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2009

• Τα τραγούδια του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Το αιώνιο παράπονο & Με τέχνη και με πάθος, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2012 

 

 

Παρακάτω παραθέτουμε ορισμένα ποιήματα:  

 

 

Αναστολή

Ό,τι ὀνειρεύτηκα τόσα και τόσα βράδια,
ό,τι πεθύμησα με τόση αλλοφροσύνη,
ό,τι σχεδίασα με τόσο πυρετό,
μόλις σε δω, γλυκιά μου εξουθένωση,
στα μάτια και τα χείλη το αναστέλλω,
για μία στιγμή πιο απελπισμένη το αναβάλλω,
γιατί μονάχα όταν τα χέρια μου σε χάνουν, 

η πονεμένη φαντασία μου σε κερδίζει. 


Εκείνοι που μας παίδεψαν

Εκείνοι που μας παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιο πολύ,
όμως η δική σου τρυφερότητα πόσο καιρό ακόμα θα βαστάξει;
Ό,τι μας γλύκανε, το ξέπλυνε ο χρόνος κι η συναλλαγή,
εκείνοι που μας χαμογέλασαν βουλιάξαν σε βαθιά πηγάδια
και μείναν μόνο κείνοι που μας πλήγωσαν,
εκείνοι που αρνήθηκαν να τους υποταχτούμε.
Εκείνοι που μας παίδεψαν βαραίνουν πιο πολύ... 

 

 

Ενὸς λεπτού σιγή

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν᾿ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μία φορά;
Είπατε να κρατήσετε ενὸς λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;


Το δάσος

Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες απὸ μέσα μας,
βλασταίνουν φύλλα και κλαδιά
κι έρχονται τα πουλιά του έρωτα και κελαηδούνε.

Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες απὸ μέσα μας,
οι σπόροι τους φυτρώνουν δάσος σκοτεινό,
στις λόχμες του ο φόβος ενεδρεύει.

Ζώα μικρά και ζώα άγρια το κατοικούν,
όχεντρες έρπουν και ρημάζουν τις φωλιές μας,
λιοντάρια ετοιμάζονται να μας ξεσκίσουν.

Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες απὸ μέσα μας,
έγιναν δάσος σκοτεινό και μας πλακώνουν.  


Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
ποτέ δε λένε την αλήθεια

ο κόσμος υποφέρει και πονά
κι εσείς τα ίδια παραμύθια.

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
είναι πολύ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μα δε ταιριάζουνε για μένα.  

 

 

Βρόχος

Τώρα που σ᾿ έχω διαγράψει απ᾿ την καρδιά μου,
ξαναγυρνάς όλο και πιο πολύ επίμονα,
όλο και πιο πολύ τυραννικά.
Δεν έχουν έλεος τα μάτια σου για μένα,
δεν έχουν τρυφερότητα τα λόγια σου,
τα δάχτυλά σου έγιναν τώρα πιο σκληρά,
έγιναν πιο κατάλληλα για το λαιμό μου.  


Με κατάνυξη

Έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά.
Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο,
να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος.
Να σου δώσω συντριβή, να μην είσαι μούτρο,
να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπαγιάσω.
Κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου,
για να μάθεις πια να μην κλωτσάς.

 

 

 Όταν σε περιμένω

Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
 ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,
σ᾿ αυτούς που ώρες στέκονται σε μία ουρά,
έξω από μία πόρτα ή μπροστά σ᾿ έναν υπάλληλο,
κι εκλιπαρούν με μία αίτηση στο χέρι
για μία υπογραφή, για μία ψευτοσύνταξη.
Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
γίνομαι ένα με τους τσαλακωμένους.  



Εγκαταλείπω την ποίηση

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία,
δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή.
Τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού.
Όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν,
να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν τη ζωή.
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.
Να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά,
πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα.
όμως είμαι άνθρωπος κι εγώ, επιτέλους κουράστηκα, πως το λένε,
κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.
Βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του.   



Η θάλασσα

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
 Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.  




Μικρά ποιήματα 


Αφαίρεσε τη νύχτα απ᾿ τα μάτια σου –
πως να παλέψω μόνος με τους δυο σας; 


Θυσίασα τον ύπνο μου κυρία
για να διαβάσω τα ποιήματά σας
κι εκείνα μ᾿ αποκοίμησαν. 


Τα πρόβατα απήργησαν
ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής. 


Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε
όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος. 


Μια γυναίκα στο δρόμο
μαλώνει το παιδάκι της
«Δε θα πάμε στο σπίτι;
θα σε κρεμάσω ανάποδα»
γύρισα κι είδα το μικρό:
ήτανε κιόλας κρεμασμένο. 



















































































ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

 ΑΦΙΕΡΩΜΑ 

 

 Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931. Φοίτησε στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το 1958 ως το 1965 εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης. Παράλληλα το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό "Διαγώνιος", που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις. Το 1962 δημιούργησε τις "Εκδόσεις της Διαγωνίου" και από το 1965 εργάστηκε ως διορθωτής και επιμελητής. Το 1974 ίδρυσε τη Μικρή Πινακοθήκη της Διαγωνίου που έχει ως στόχο την προβολή νέων καλλιτεχνών της συμπρωτεύουσας, με στενούς συνεργάτες του Κάρολο Τσίζεκ και Νίκο Νικολαΐδη. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1949 με τη δημοσίευση του ποιήματος "Βιογραφία" στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης "Μορφές". Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Εποχή των ισχνών αγελάδων". Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τοποθετείται ανάμεσα στους σημαντικότερους ποιητές της ομάδας που είναι γνωστή ως "Κύκλος της Διαγωνίου" και κινήθηκε στο πλαίσιο του ομώνυμου περιοδικού που ο ίδιος ίδρυσε (Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Τάσος Κόρφης, Βασίλης Καραβίτης, κ.α.). Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονα ερωτική διάθεση και επιρροές από το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ντίνου Χριστιανόπουλου βλ. Αλέξης Ζήρας, "Χριστιανόπουλος Ντίνος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 9β, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1988, και Δημήτρης Δασκαλόπουλος, "Χριστιανόπουλος Ντίνος", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα: Πατάκης, 2007, σελ. 2381-2. 


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: 

Ποίηση

  • Εποχή των ισχνών αγελάδων. Θεσσαλονίκη, Κοχλίας, 1950
  • Ξένα γόνατα· Ποιήματα 1950-1955. Θεσσαλονίκη, 1957
  • Ανυπεράσπιστος καϋμός· Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1960
  • Ποιήματα 1949-1960. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1962
  • Το κορμί και το σαράκι· Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1964
  • Ποιήματα 1949-1964. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1964
  • Προάστια· Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1969
  • Το κορμί και το μεράκι· Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1970 • Ποιήματα 1949-1970. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1974
  • Μικρά ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1975
  • Ιστορίες του γλυκού νερού . Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1980
  • Το αιώνιο παράπονο · Ποιήματα και τραγούδια. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1981
  • Νέα ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1981 (και σε δεύτερη έκδοση με τίτλο Νεκρή πιάτσα· Πεζά Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1984)
  • Δώδεκα τραγούδια εικονογραφημένα με ξυλογραφίες του Νίκου Νικολαΐδη. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1984
  • Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1986 (δεύτερη έκδοση 1992, τρίτη έκδοση 1998)
  • Νεκρή πιάτσα· Νεώτερα ποιήματα (1990-1996). Παιανία, Μπιλιέτο, 1997
  • Το κορμί και το σαράκι· Νεώτερα ποιήματα (1990-1996). Παιανία, Μπιλιέτο, 1997
  • Η πιο βαθιά πληγή. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1998
  • Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2004
  • Πεζά ποιήματα. Θεσσαλονική, Ιανός, 2004
  • Μικρά ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2004
  • Παράξενο, πού βρίσκει το κουράγιο κι ανθίζει. Λευκωσία, Αιγαίον, 2011 

 

 Πεζογραφία

• Πίσω απ' την Αγιά Σοφιά, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 1997

Η κάτω βόλτα· Διηγήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1963 (εμπλουτισμένη έκδοση: Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2004)

Οι ρεμπέτες του ντουνιά· Μικρά πεζά. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1986 (εμπλουτισμένη έκδοση: Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2004)

Θεσσαλονίκην οὖ μ'ἐθέσπισεν (αυτοβιογραφικά κείμενα) Θεσσαλονίκη, Ιανός, 1999 (β' έκδ. 2008) 

 

  Μεταφράσεις - Διασκευές (επιλογή)

Εντευκτήριο· Μεταφράσεις ποιημάτων. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1966

Τρία παραμύθια· Σπουδές λαϊκού λόγου (διασκευές). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1989

Το Άγιο Ευαγγέλιο κατά τον Ματθαίο. Αθήνα, Το Ροδακιό, 1997

Εντευκτήριο Ι· Μεταφράσεις ποιημάτων. Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2007

Εντευκτήριο ΙI· Μεταφράσεις ποιημάτων. Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2007

Το Άγιο και Ιερό Ευαγγέλιο κατά τον Ματθαίο· Μεταφράσεις, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2012 

 

 Ανθολόγια - Μουσική

Ανθολόγια Τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2009

• Τα τραγούδια του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Το αιώνιο παράπονο & Με τέχνη και με πάθος, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2012 

 

 

Παρακάτω παραθέτουμε ορισμένα ποιήματα:  

 

 

Αναστολή

Ό,τι ὀνειρεύτηκα τόσα και τόσα βράδια,
ό,τι πεθύμησα με τόση αλλοφροσύνη,
ό,τι σχεδίασα με τόσο πυρετό,
μόλις σε δω, γλυκιά μου εξουθένωση,
στα μάτια και τα χείλη το αναστέλλω,
για μία στιγμή πιο απελπισμένη το αναβάλλω,
γιατί μονάχα όταν τα χέρια μου σε χάνουν, 

η πονεμένη φαντασία μου σε κερδίζει. 


Εκείνοι που μας παίδεψαν

Εκείνοι που μας παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιο πολύ,
όμως η δική σου τρυφερότητα πόσο καιρό ακόμα θα βαστάξει;
Ό,τι μας γλύκανε, το ξέπλυνε ο χρόνος κι η συναλλαγή,
εκείνοι που μας χαμογέλασαν βουλιάξαν σε βαθιά πηγάδια
και μείναν μόνο κείνοι που μας πλήγωσαν,
εκείνοι που αρνήθηκαν να τους υποταχτούμε.
Εκείνοι που μας παίδεψαν βαραίνουν πιο πολύ... 

 

 

Ενὸς λεπτού σιγή

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν᾿ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μία φορά;
Είπατε να κρατήσετε ενὸς λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;


Το δάσος

Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες απὸ μέσα μας,
βλασταίνουν φύλλα και κλαδιά
κι έρχονται τα πουλιά του έρωτα και κελαηδούνε.

Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες απὸ μέσα μας,
οι σπόροι τους φυτρώνουν δάσος σκοτεινό,
στις λόχμες του ο φόβος ενεδρεύει.

Ζώα μικρά και ζώα άγρια το κατοικούν,
όχεντρες έρπουν και ρημάζουν τις φωλιές μας,
λιοντάρια ετοιμάζονται να μας ξεσκίσουν.

Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες απὸ μέσα μας,
έγιναν δάσος σκοτεινό και μας πλακώνουν.  


Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
ποτέ δε λένε την αλήθεια

ο κόσμος υποφέρει και πονά
κι εσείς τα ίδια παραμύθια.

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
είναι πολύ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μα δε ταιριάζουνε για μένα.  

 

 

Βρόχος

Τώρα που σ᾿ έχω διαγράψει απ᾿ την καρδιά μου,
ξαναγυρνάς όλο και πιο πολύ επίμονα,
όλο και πιο πολύ τυραννικά.
Δεν έχουν έλεος τα μάτια σου για μένα,
δεν έχουν τρυφερότητα τα λόγια σου,
τα δάχτυλά σου έγιναν τώρα πιο σκληρά,
έγιναν πιο κατάλληλα για το λαιμό μου.  


Με κατάνυξη

Έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά.
Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο,
να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος.
Να σου δώσω συντριβή, να μην είσαι μούτρο,
να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπαγιάσω.
Κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου,
για να μάθεις πια να μην κλωτσάς.

 

 

 Όταν σε περιμένω

Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
 ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,
σ᾿ αυτούς που ώρες στέκονται σε μία ουρά,
έξω από μία πόρτα ή μπροστά σ᾿ έναν υπάλληλο,
κι εκλιπαρούν με μία αίτηση στο χέρι
για μία υπογραφή, για μία ψευτοσύνταξη.
Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
γίνομαι ένα με τους τσαλακωμένους.  



Εγκαταλείπω την ποίηση

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία,
δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή.
Τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού.
Όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν,
να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν τη ζωή.
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.
Να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά,
πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα.
όμως είμαι άνθρωπος κι εγώ, επιτέλους κουράστηκα, πως το λένε,
κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.
Βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του.   



Η θάλασσα

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
 Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.  




Μικρά ποιήματα 


Αφαίρεσε τη νύχτα απ᾿ τα μάτια σου –
πως να παλέψω μόνος με τους δυο σας; 


Θυσίασα τον ύπνο μου κυρία
για να διαβάσω τα ποιήματά σας
κι εκείνα μ᾿ αποκοίμησαν. 


Τα πρόβατα απήργησαν
ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής. 


Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε
όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος. 


Μια γυναίκα στο δρόμο
μαλώνει το παιδάκι της
«Δε θα πάμε στο σπίτι;
θα σε κρεμάσω ανάποδα»
γύρισα κι είδα το μικρό:
ήτανε κιόλας κρεμασμένο. 



















































































Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ










Σχόλιο, επιλογή: Ειρηναίος Μαράκης 



       Η σύγχρονη ποιητική παραγωγή έχει να μας δώσει ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα δείγματα γραφής είτε οι ποιητές και οι ποιήτριες κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση, είτε έχουν ήδη εκδώσει μια σειρά ποιητικών συλλογών με εργασίες τους. Είναι πάντως δύσκολο για κάποιον που δεν είναι συστηματικός αναγνώστης της ποίησης να εντοπίσει και να αναγνωρίσει αυτές τις προσπάθειες που εύκολα μπορούν να “χαθούν” μέσα στο πλήθος των ποιητικών βιβλίων που εκδίδονται ετησίως. Γι’ αυτό ακριβώς, στη σημερινή δημοσίευση επιλέγουμε δημιουργίες από πρόσφατες ποιητικές εκδόσεις που αξίζουν, πιστεύω, της προσοχής και του ενδιαφέροντος μας. Τους επόμενους μήνες θα ακολουθήσουν και άλλα ανάλογα σημειώματα.

Σιλουάν Κ., Οι κανονιές του Νότου (εκδ. Μπολ Φυστίκια, 2019)

Απόσταση

Υπάρχει ένα φωτεινό κενό ανάμεσα σε σένα και τα πράματα
και ένα βαθύ κενό
ανάμεσα σε σένα και τις λέξεις. Είπα: μια σκιά στη μέση μιας άλλης σκιάς.
Είπες: κάμπιες, σαρανταποδαρούσες, αράχνες, ψαλίδες.

Ωστόσο ο δρόμος παραμένει χωρισμένος στα δυο
και ωστόσο
ο ήλιος πατάει ακόμα στα ματιά μας.
Είναι η άνοιξη που μας αλείφει με λάσπη
και που μας συνθέτει
με την τρυφερή απάθεια
κοιμισμένων κοριτσιών.

Στην άλλη πλευρά
ο γύψινος άνθρωπος
που τεντώνεται πάνω απ’ τα κεφάλια μας
αστράφτει τώρα
στις μύτες των περαστικών.

(σελ. 19)


Αφού έφυγες

Οι ηδονές
στάζουν
απ’ το κουφάρι
του σκοταδιού
λευκά
λουλούδια
βρεμένα
με αίμα
ραντίζουν
τους
τοίχους.

Το δωμάτιο μου στενεύει: παρέα με τον ήλιο-δολοφόνο
θα καρφώσω
αυτό το σώμα
στον τοίχο.


(σελ. 54)


Ντέμης Κωνσταντινίδης, Της μοναξιάς καλή συνέχεια (εκδ. Φαρφουλάς, 2019)

Τα μεσημέρια


Πόσο πια απλά ήταν τα πράματα
σαν καβάλαγες το ποδήλατό σου
τα μεσημέρια -όταν όλοι κοιμόντουσαν,
χωρίς να υπολογίζεις το κάμα
που ζάλιζε τις κότες και άφηνε ανάπηρη
τη θάλασσα.

Σε κατέβαζε μέχρι τα ηλεκτρονικά
ή, άλλοτε, πίσω απ’ τον λόφο
ως της αλάνας τ’ αναχώματα,
κι από εκεί ίσια-καρφί για το σπίτι της...
απλά και μόνο για να την πετύχεις
στο μπαλκόνι της.


(σελ. 10)


Γάτες

Γάτες τρυφερά
θανάτου στόματα

Γάτες αρχοντικές
πανάρχαιοι αίλουροι

Γάτες θεοτικές
όφεων κατάδεσμοι

Γάτες θηλές
γάτες κοινές
κεραμιδόγατες.


(σελ. 37)


Μιχάλης Κ. Βάκρινος, Ημιτελή και Διαολοσκορπίσματα (24 γράμματα εκδόσεις, 2019)


Κάθε Φρανκ

Σύρματα ξεφυτρώνουνε στη γη
και έχει κοπεί η θάλασσα στη μέση.
Θα περιμένω από το σύννεφο ο,τι πέσει
μήπως και πιω, γιατί μολύνθηκε η πηγή.

Κλείδωσε απότομα τα βλέφαρα, κοιμήσου
μήπως το αίμα που σε πνίγει όνειρο γίνει.
Για ποια να ψάξεις λογική, για ποια ευθύνη;
Θα είναι η κακή πλευρά αυτή, του παραδείσου.

Φωτιά και θάνατος στη θέση της αλάνας
που παίζαμε και στο σχολειό μας κρεμασμένες
οι λίστες του Ερυθρού Σταυρού με τους χαμένους

στα ερείπια. Ίχνη από μολύβια και επαίνους
παλιές σελίδες μοιάζουν σήμερα γραμμένες.
Θα ‘ναι από κάποιο ημερολόγιο μιας Άννας…


(σελ. 8)


Καλοκαίρι


Θα αρχίσουν πάλι να μιλάνε τα στενά,
για ακρογιαλιές και κύματα ατίθασα.

Για την αύρα
μιας πόλης κυνικής
που σκοτώνει με την ερημιά της, το μισό.
Τα χέρια του ήλιου
που ακουμπάν γλυκά την άσφαλτο.
Τη στυγνή υγρασία τρυπά
τα κόκαλα τόσων απελπισμένων.

Μα
εν τέλει
όλοι θα μιλούν για αναχώρηση.

Μόνο εγώ, εδώ, να επιστρέφω
σε χαρτιά ιδρωμένα και ανίκανα.
Και είναι τόσο στενή
ετούτη η νύχτα του καλοκαιριού,
που δεν χωράω ούτε στις ίδιες μου τις λέξεις.

Και είναι τέτοια θηλιά ο ουρανός
που πνίγει αργά, αν τον κοιτάζω μοναχός
και ούτε ένα αστέρι δεν μπορώ να σου εξηγήσω.

(Ούτε απόψε ο ένας, δεν έχει τον άλλον).


(σελ. 54-55)


Δημήτριος Δημητριάδης, Όταν ο ψίθυρος (εκδ. Μελάνι, 2019)


I.

Απόψε ας μην μαλώσουμε για την πλευρά του κρεβατιού
ή της σχέσης
για το μισό σεντόνι που μας χωρίζει στον ύπνο
ας συναντηθούμε μυστικά στον τόπο της αφοσίωσης
στην αμήχανη πρώτη μέθη
εκεί που τα δάχτυλα συμφωνούν
απαλλαγμένα από την παραπλάνηση του χρόνου
από τις ήττες
ή τις νίκες δεν έχει σημασία
άσε με να σου μιλήσω για επιθυμίες
και άλλα επικίνδυνα
για τη φωνή σου εκείνη τη νύχτα
που οι νύχτες χόρευαν
και η αφή έγερνε στην άκρη του ώμου
απλωμένο νούφαρο
στο εύφορο σώμα του ιδρώτα
και ξόδευε τον χυμό της η αγάπη φυτεύοντας.

Δεν θυμάμαι τίποτα μετά την έκρηξη
μόνο τη γύμνια και τις σκόρπιες άκρες του ρούχου.


(Από την ενότητα 1/4, σελ. 10)


III.


Είμαστε τρεις στο δωμάτιο
οι δύο ψιθυρίζουν στη γωνία
ιστορίες για ξένους που ζουν στο υπόγειο
χωρίς να πληρώνουν νοίκι.

Οι φωνές πλέουν άφωνες μέσα στις γλώσσες
θυμάμαι την αγωνία της μάνας μου
όταν της γνώριζα τους νέους μου φίλους.

Μαζεύτηκαν σωτήρες στο κεφάλι
την άνοιξη παύουν οι επισκέψεις
κι εγώ φυτεύω αμυγδαλιές στο κρανίο
σχίζω τις σκέψεις με γυαλί από παλιά βιτρό
να βλέπω πιο θαμπή την απομόνωση
που καίει έξω από την εκκλησιά.

Η μάνα μου έγινε δέντρο στην αυλή.

Αφήστε μου το χώμα τουλάχιστον
κρυώνω τις νύχτες.


(Από την ενότητα 4/4, σελ. 33)


Αγγελική Δημουλή, Θέναρ (εκδ. Βακχικόν, 2019)


[Οι συλλαβές]


Οι συλλαβές
γίνανε λόγια
χείμαρροι
εξατμίστηκε η σιωπή
Το δεξί σου χέρι
το δεξί σου πόδι
κουπιά που σαλαγάνε
τη βάρκα των οκτώ μηνών
τη λέμε γέλιο
τη λέμε περίπου όνειρο.


(σελ. 16)


Τα παιδιά στις γωνίες των δρόμων


Τα παιδιά στις γωνίες των δρόμων
συζητάνε.
Παιδιά του '90
με την τσάντα στην πλάτη
ψηλαφίζουνε
ηχηρά μελλούμενα.

Τα παιδιά στις γωνίες των δρόμων
δε στρίψανε.
Σ ένα παγωμένο ενσταντανέ
περιμένουνε όσα τους υποσχέθηκαν
τα μεταφρασμένα βιβλία
και οι ταινίες σε ξαναγραμμένη κόπια.

Έχουν και τ’ αρνητικά τους οι γωνίες
Σ’ εγκλωβίζουν στην πιο στενή τους μοίρα
Σε καρφώνουν σαν σαΐτα ποιητή που δείλιασε.

Τα παιδιά στις γωνίες των δρόμων
βοήθησαν τους άστεγους
μάζεψαν τα παλιά τους ρούχα
και πλυμένα, καθαρά και σιδερωμένα τα χαρίσαν
στα κοινωνικά παντοπωλεία
Γιατί έτσι τους είπαν.

Τα παιδιά στις γωνίες των δρόμων
φτιάχνουν φωτιές σε μπουκάλια
και θυμούνται
με ακρίβεια
τις ημερομηνίες
που θα τις ανάψουν.

Ταξίδεψαν στην Ευρώπη
Περπάτησαν τη Δεξιά Όχθη,
ερωτεύτηκαν μια πόλη
Ήπιαν χλιαρή μπύρα στα βόρεια.
Μίλησαν σε γλώσσες μαθημένες.
Γύρισαν γρήγορα όμως στη γωνία τους.

Τα παιδιά στις γωνίες των δρόμων
Περιμένουμε
με ζαρωμένα βλέμματα.
Σαν γερασμένα βασιλικά
γέρνουμε  δεξιά και αριστερά.
Χαμογελάμε αδέξια στους περαστικούς
Βέβαιοι πια 
Για την υπεροχή της γωνίας μας.


(σελ. 37-38)



Χαρά Κυριακοπούλου. και τώρα παύση* (εκδ. Βακχικόν, 2019)


Ακαδημία-Βούλα


Όλος ο κόσμος ατσάλινα στόματα.
Ώρες τώρα κοιτάζω.
Μα μάτια πουθενά.
Ο ήλιος μαύρισε
με ένα απότομο τίναγμα του δρόμου.
Πλαστικά δάχτυλα και
αστραφτερά δόντια συνωστίζονται
με βία στο λεωφορείο,
και η επιγραφή έλεγε

ΠΩΣ ΝΑ ΞΕΝΥΧΤΑΤΕ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ.


(σελ. 53)


Δεκαπενταύγουστος


Ημέρες λήθης.
Πράσινος Αύγουστος στην Αθήνα.
Μα τι απάνθρωπη ησυχία.
Πώς να την αντέξει κανείς;
Όταν έχει ησυχία
ξεχασμένες φωνές στο κεφάλι
νικούν τις ψυχραιμίες.

Έπρεπε να ‘ναι ωραία.
Έτσι δεν είναι;
Όμως η νιότη είναι ανίκανη πια.
Μου πήρανε όλα τα όπλα
και έχει τόση ησυχία εδώ.

Και που πήγαν όλα;
Οι επισκέπτες έρωτες;
Οι μουσικές και τα ανθοφόρα γέλια;
Τα κίτρινα φώτα που τρεμοπαίζουν
αγρίως μεθυσμένα τις νεαρές μου νύχτες;

Σίγουρα κάτι θα ‘κανα
και πρέπει να πληρώσω.


(σελ. 61)



Νικόλας Κακατσάκης, Συνθλιπτήρες (εκδ. Σμίλη, 2020)


Λουΐζα


Φεύγουμε κάθε τέταρτη μέρα για τις βόλτες μου και κάθε Πέμπτη και Κυριακή στα αφιερώματα
του κινηματογράφου
στην Λέσχη των Φίλων των Γραμμάτων, της Τέχνης
και του Φεστιβάλ
της πόλης – απειλητικά μηνύματα για το επόμενο
δημοτικό συμβούλιο
που έχει εκλεγεί σε συνδυασμό μειοψηφίας
και θέατρο σε παραστάσεις που δεν πήγαν καλά οικονομικά
το κόστος μιας κράτησης θέσεων στο τηλέφωνο
του φουαγιέ
νικητές διπλής πρόσκλησης από τη σελίδα
ραδιοφωνικού σταθμού,
τώρα αλλάζουν όλα, εκπομπές μεταγλωττισμένες
εδώ και καιρό
και είμαστε παραγωγοί on demand, που κάνουν
διακρίσεις ανάμεσα στις παρουσιάστριες
των δελτίων ειδήσεων και των πρωινών εκπομπών
Αναστασία – Μαίρη – Σία – Νίκη – Εύα,
σε ιερόδουλες και αποκλειστικές.
Πόσο λείπουν πια οι φωνές της παράλληλης
αφήγησης
τα ντοκιμαντέρ τριακονταετίας σε επαρχιακό
κανάλι τηλεόρασης
και η επένδυση μουσική μιας σχέσης που άρχισε
μπροστά στην οθόνη
φορητού υπολογιστή μαζί με την ρώσικη ταινία
με τους αγγλικούς υπότιτλους
«Να βγαίνεις έξω να περπατάς, να περνάς
από τα στέκια μου,
και σ' εκείνο το νεοκλασικό – το ανακαινισμένο
από τον Δήμο
συναντιούνται οι ομάδες αυτοβοήθειας» ―
σ' το είπαν όλοι όταν μαζεύτηκαν να μιλήσουν
καθένας για ένα κατοικίδιο που μοιράστηκε
τη ζωή του
και έπειτα τι είναι ο θάνατος
«Ο γιατρός σου δεν μπορεί να είναι φίλος σου».

Αυτή αργεί πάντα να ξεκινήσει, εγώ βιάζομαι
να επιστρέψω
καπνίζουμε και οι δύο – δεν πίνω αλκοόλ
τσάι με τζίντζερ και βότανα σε βάζα για φλιτζάνια
τσιγάρα αγορασμένα τα δύο είκοσι και είκοσι λεπτά
με σπασμένα φίλτρα και το αμάξι γεμάτο
σημειώματα
απελπισίας σε δεκαψήφια νούμερα και αποφάγια
για τ' αδέσποτα.
Η μνήμη απατά, το είναι δεν βρίσκει την απόσταση
μεταξύ
προσφορών συμπόνιας και ευκαιριών μοναδικών
συχνών συναντήσεων.


(σελ. 9-10)


Παρέλαση


Την παρέλαση των ηρώων της ηδονής
αν γενναία δεν ακολουθήσεις
σε στράτα θ’ αλλάξει
που εσένα ετοιμοθάνατο
ν’ αποβγάλει θα θελήσει
με κύμβαλα και φωνές
την τελευταία μετάληψη θα λάβεις
στερημένος των απολαύσεων και χωρίς συγκινήσεις
ζωντανός ακόμα θα παραχωθείς]
με τους πολλούς
σε ρηχά σκαμμένο λάκκο.


(σελ. 54)