Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

ΘΩΜΑΣ ΜΑΡΑΣ 

       Ο Θωμάς Μάρας ήταν ένας σημαντικός πνευματικός δημιουργός και ένας αριστερός διανοούμενος, κριτικά τοποθετημένος απέναντι στην επίσημη αριστερά κι ίσως γι' αυτό το λόγο παραμένει αγνοημένος, ενώ κάτι τέτοιο δεν είναι δικαιολογημένο, αν σκεφτεί κανείς ότι κάποια από τα βιβλία, που είχε εκδόσει, όπως λογουχάρη το πολύκροτο "Αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης", για το οποίο ασκήθηκαν διώξεις σε βάρος του και υπήρξαν και σχετικές αναφορές στον ημερήσιο τύπο και βολές από ακροδεξιούς χώρους και από φονταμενταμελιστικές θέσεις, ενάντια στις απόψεις του. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου, έχοντας εκδόσει τα παρακάτω βιβλία:

Αφιέρωση στο μέλλον (διηγήματα), Αθήνα 1963
Απαντήσεις (ποιήματα), Αθήνα 1965
1966 (ποιήματα), Αθήνα 1966
Τα Παράδοξα (διηγήματα), Αθήνα 1972
Μεταπτώσεις (ποιήματα), Αθήνα 1973
Σταγόνες από κόκκινο μολύβι (ποιήματα), Αθήνα 1974
Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς-Ν. Λένιν (Ανθολογία απ' τα έργα τους), Αθήνα 1974
Ονόματα και Διευθύνσεις (ποιήματα), Αθήνα 1975
Ο Μοναδικός (διηγήματα), Αθήνα 1976
Ελ. Βενιζέλος, Γιατί έκανε τις εκλογές το Νοέμβρη του 1920, (ιστορική μελέτη), Αθήνα 1976 
Οι Αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης (μελέτη), Αθήνα 1979
Παράλληλα και Παράταιρα (διηγήματα), Αθήνα 1980
Σουρή 4 (ποιήματα), Αθήνα 1981
Με απόφαση της Κεντρ. Επιτροπής (διηγήματα), Αθήνα 1983
Αυτόχειρες και Ονειροπόλοι (ποιήματα), Αθήνα 1989

Παραθέτουμε μερικά χαρακτηριστικά ποιήματα:

         1
Αυτοκτόνησε
πέφτοντας απ' το ίδιο, ακριβώς, μπαλκόνι,
που με μια κόκκινη σημαία
στα χέρια
και μια σφιγμένη γροθιά
στη φωνή,
απείλησε τους εκμεταλλευτές.
Σήμερα,
τόσα χρόνια από τότε,
τίμησε την επέτειο,
προσφέροντας το γερασμένο του πρόσωπο
στην αποτυχία
εκείνης της απειλής.

          2
Ύστερα από χρόνια
διαπίστωσε
ότι ο δρόμος που είχε πάρει
ήταν λάθος.
Αυτοκτόνησε
συνεχίζοντας.

          3
Μην αυτοκτονείς
είναι μεγάλη αμαρτία,
διδάσκει ο ιερός λόγος.
Τη ζωή
που ο Θεός σου χάρισε,
μην αφαιρείς με τη βία.
Αν θέλεις
οπωσδήποτε να εκτονωθείς,
σκότωσε το πλησίον σου.
Θα μετανοήσεις αργότερα
και θα συγχωρεθείς.

            4
Όσο κι αν προσπάθησε,
δεν κατόρθωσε να πάει
απ' τη μια μεριά του δρόμου
στην άλλη.
Αυτοκτόνησε
αφήνοντας ένα γράμμα,
που όσοι το διάβασαν
κούνησαν το κεφάλι ειρωνικά,
για το ανόητο της προσπάθειας.
Κανείς τους
δε μπορούσε να φανταστεί
πόσο του ήταν απαραίτητο
να φτάσει οπωσδήποτε,
κάπου.

ΑΣ ΥΠΟΘΕΣΟΥΜΕ

Ας υποθέσουμε
πως δεν αυτοκτονήσαμε
κι η Πρέβεζα
είναι ανύπαρκτη πόλη.
Ας υποθέσουμε
πως η Ελευθερία δεν είναι άγαλμα,
που οι εχθροί,
και οι φίλοι,
λογαριάζουν την ανταλλακτική
αξίας της.
Ας υποθέσουμε
ότι ο Μιχαλιός
δεν πήγε στρατιώτης
κι οι πόλεμοι
αποτελούν μακρυνό παρελθόν.
Ας υποθέσουμε
πως δεν κάναμε λάθος,
που ονειρευτήκαμε την Ιερουσαλήμ
κι ότι εκείνοι,
που πορευτήκαμε αντάμα,
δεν χρησιμοποίησαν χίλιους τρόπους
για να μας εξοντώσουν.
Ας υποθέσουμε...


 
ΘΩΜΑΣ ΜΑΡΑΣ 

       Ο Θωμάς Μάρας ήταν ένας σημαντικός πνευματικός δημιουργός και ένας αριστερός διανοούμενος, κριτικά τοποθετημένος απέναντι στην επίσημη αριστερά κι ίσως γι' αυτό το λόγο παραμένει αγνοημένος, ενώ κάτι τέτοιο δεν είναι δικαιολογημένο, αν σκεφτεί κανείς ότι κάποια από τα βιβλία, που είχε εκδόσει, όπως λογουχάρη το πολύκροτο "Αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης", για το οποίο ασκήθηκαν διώξεις σε βάρος του και υπήρξαν και σχετικές αναφορές στον ημερήσιο τύπο και βολές από ακροδεξιούς χώρους και από φονταμενταμελιστικές θέσεις, ενάντια στις απόψεις του. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου, έχοντας εκδόσει τα παρακάτω βιβλία:

Αφιέρωση στο μέλλον (διηγήματα), Αθήνα 1963
Απαντήσεις (ποιήματα), Αθήνα 1965
1966 (ποιήματα), Αθήνα 1966
Τα Παράδοξα (διηγήματα), Αθήνα 1972
Μεταπτώσεις (ποιήματα), Αθήνα 1973
Σταγόνες από κόκκινο μολύβι (ποιήματα), Αθήνα 1974
Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς-Ν. Λένιν (Ανθολογία απ' τα έργα τους), Αθήνα 1974
Ονόματα και Διευθύνσεις (ποιήματα), Αθήνα 1975
Ο Μοναδικός (διηγήματα), Αθήνα 1976
Ελ. Βενιζέλος, Γιατί έκανε τις εκλογές το Νοέμβρη του 1920, (ιστορική μελέτη), Αθήνα 1976 
Οι Αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης (μελέτη), Αθήνα 1979
Παράλληλα και Παράταιρα (διηγήματα), Αθήνα 1980
Σουρή 4 (ποιήματα), Αθήνα 1981
Με απόφαση της Κεντρ. Επιτροπής (διηγήματα), Αθήνα 1983
Αυτόχειρες και Ονειροπόλοι (ποιήματα), Αθήνα 1989

Παραθέτουμε μερικά χαρακτηριστικά ποιήματα:

         1
Αυτοκτόνησε
πέφτοντας απ' το ίδιο, ακριβώς, μπαλκόνι,
που με μια κόκκινη σημαία
στα χέρια
και μια σφιγμένη γροθιά
στη φωνή,
απείλησε τους εκμεταλλευτές.
Σήμερα,
τόσα χρόνια από τότε,
τίμησε την επέτειο,
προσφέροντας το γερασμένο του πρόσωπο
στην αποτυχία
εκείνης της απειλής.

          2
Ύστερα από χρόνια
διαπίστωσε
ότι ο δρόμος που είχε πάρει
ήταν λάθος.
Αυτοκτόνησε
συνεχίζοντας.

          3
Μην αυτοκτονείς
είναι μεγάλη αμαρτία,
διδάσκει ο ιερός λόγος.
Τη ζωή
που ο Θεός σου χάρισε,
μην αφαιρείς με τη βία.
Αν θέλεις
οπωσδήποτε να εκτονωθείς,
σκότωσε το πλησίον σου.
Θα μετανοήσεις αργότερα
και θα συγχωρεθείς.

            4
Όσο κι αν προσπάθησε,
δεν κατόρθωσε να πάει
απ' τη μια μεριά του δρόμου
στην άλλη.
Αυτοκτόνησε
αφήνοντας ένα γράμμα,
που όσοι το διάβασαν
κούνησαν το κεφάλι ειρωνικά,
για το ανόητο της προσπάθειας.
Κανείς τους
δε μπορούσε να φανταστεί
πόσο του ήταν απαραίτητο
να φτάσει οπωσδήποτε,
κάπου.

ΑΣ ΥΠΟΘΕΣΟΥΜΕ

Ας υποθέσουμε
πως δεν αυτοκτονήσαμε
κι η Πρέβεζα
είναι ανύπαρκτη πόλη.
Ας υποθέσουμε
πως η Ελευθερία δεν είναι άγαλμα,
που οι εχθροί,
και οι φίλοι,
λογαριάζουν την ανταλλακτική
αξίας της.
Ας υποθέσουμε
ότι ο Μιχαλιός
δεν πήγε στρατιώτης
κι οι πόλεμοι
αποτελούν μακρυνό παρελθόν.
Ας υποθέσουμε
πως δεν κάναμε λάθος,
που ονειρευτήκαμε την Ιερουσαλήμ
κι ότι εκείνοι,
που πορευτήκαμε αντάμα,
δεν χρησιμοποίησαν χίλιους τρόπους
για να μας εξοντώσουν.
Ας υποθέσουμε...


 

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ



      Ο Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος γεννήθηκε στα 1945 στη Νίκαια Πειραιά και κατάγεται από τον Πλάτανο του Αιγίου. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στην Αθήνα.  Με την ποίηση ασχολείται από πολύ μικρός. Στίχους του πρωτοδημοσίευσε στη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας «Η Βραδυνή», που την επιμέλειά της είχε ο αξέχαστος Μπάμπης Κλάρας. Η πρώτη ποιητική συλλογή του εκδόθηκε όταν ήταν 21 χρονών και είχε τίτλο «Προβολή στον ΄Ηλιο».
         Από τα φοιτητικά του χρόνια πήρε μέρος στην έκδοση περιοδικών κοινωνικού προβληματισμού και έχει δημοσιεύσει πάνω από εφτακόσια κείμενα σε διάφορα έντυπα.
         ΄Εχει λάβει μέρος με εισηγήσεις και ομιλίες του σε πολλά συνέδρια, συμπόσια και ημερίδες λογοτεχνικού και ευρύτερα κοινωνικού χαρακτήρα και έχει παρουσιάσει το έργο πολλών ομοτέχνων του.
         Είναι μέλος της Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών και για πολλά χρόνια μέλος του Δ.Σ. της, Ιδρυτικό μέλος του Νέου Πνευματικού Κύκλου Καλλιθέας και αντιπρόεδρος στο πρώτο Δ.Σ. του, καθώς και συντάκτης  των καταστατικών και νομικός παραστάτης γνωστών λογοτεχνικών σωματείων.
         Για την παρουσίαση του ποιητικού του έργου έχουν οργανωθεί εκδηλώσεις  από τον Επιμορφωτικό Σύλλογο Παιανίας (19-5-1990), από την εφημερίδα «Φρυκτωρία» (23-11-1990), από τη «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Ηλιούπολης» (20-11-1994), από τη Διεθνή Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών (25-4-1996),  από το περιοδικό «Νέα Σκέψη» (13-12-2000), από το περιοδικό «Αλεξίσφαιρο» (10-6-2010), από τη λογοτεχνική συντροφιά του βιβλιοπωλείου «Ρήγας» (6-11-2010) και πολλές άλλες από σημαντικούς πολιτιστικούς φορείς, ενώ ποιήματά του έχουν περιληφθεί στις Ανθολογίες : «Νέα Γενιά» των εκδόσεων «Κέδρος» (1971), Δικηγόρων Ποιητών του Παν. Παναγιωτούνη (εκδ. «Πιτσιλός»), κ.ά. Επίσης                                                            έχουν γίνει αρκετές ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές                   εκπομπές. Από το 1997 - με μικρές διακοπές - γράφει κριτικά σημειώματα στο   περιοδικό «Αιολικά
Γράμματα».
          ΄Αλλα βιβλία που έχει εκδώσει είναι :
-         «Εισαγωγή στην ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη» (μελέτη 1979).
-         «Υπόγεια Διαδρομή» (ποιήματα, 1986).
-         «Αντιδογματισμός και ιδεολογική καθαρότητα» (δοκίμια, 1987).
-         «Καθημερινή Λεηλασία» (ποιήματα, «Διογένης», Αθήνα, 1989).
-         «Εκτός Προγράμματος» (ποιήματα, «Διογένης», Αθήνα, 1991).
-         «Πληγές Χωρίς Αίμα» (ποιήματα, «Διογένης», Αθήνα, 1992).
-         «Ο Τυφλός με το Μπαστούνι» (ποιήματα, 1994).
-         «Τα Άλλα Εμπόδια» (ποιήματα, 1997).
-         «Καλή Κρυψώνα» (ποιήματα, 2007).
-         «Δοκίμια» (Αθήνα, 2010).
          Καθώς και αρκετές μπροσούρες πολιτικοκοινωνικού περιεχομένου, ενώ έχει συμμετάσχει σε κριτικές επιτροπές λογοτεχνικών διαγωνισμών.

ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ:

Ευγενία Γερολυμάτου: Ο ποιητής Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος, "Νέα Σκέψη", 1995
Στάθης Γ. Αρμενιάκος: Ο ποιητής Αντώνης Παπαδόπουλος, "Έκφραση", 1995
Κατερίνα Ν. Θεοφίλη: Κριτική προσέγγιση στην ποίηση του Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου, ΡΕΩ 2010
Νίκη Πολίτου: Γνωριμία με το έργο του ποιητή Αντώνη Παπαδόπουλου, περ. "Μοριάς", τευχ. 42, Απρίλιος-Ιούνιος 1997, σελ. 437.
Κώστας Καρούσος: Αντώνης Παπαδόπουλος-Ο ποιητής της σύντομης, της αυτούσιας και της φωτογραφικής καταγραφής, περ. "Μοριάς", τευχ. 62, Απρίλιος-Ιούνιος 2002, σελ. 179.
Αντώνης Χ. Κούρος: Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος, Εφήμ. "Δικηγορικός κόσμος", αρ. φυλ. 359, Ιούλιος 2005, σελ. 2.
Κωνσταντίνος Θ. Γκέκας: Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος "Ο τυφλός με το μπαστούνι", περ. "Δευκαλίων ο Θεσσαλός", τευχ. 33, Ιούνιος-Αύγουστος 2011, σελ. 103.

ΑΣΗΚΩΤΟ ΒΑΡΟΣ 

Σκληρές οι μέρες 
εκδικούνται τον ποιητή, 
για τους στίχους που γράφει τις νύχτες. 
Το φως κουράζει. 
Θαμπώνει το μάτι κι αυτό δακρύζει 
για ν' αμυνθεί. 
Συχνά γυρίζει την πλάτη, 
μα όλο και κάτι θα δει να ξεχωρίζει 
σκούρο μέσα στο φως. 
Όταν τα δάχτυλα δείχνουν 
σίγουρα είναι ένοχος ή θα γίνει 
κι όταν ανοίξει το βήμα μπροστά 
η φωνή που θ' ακούσει πίσω του, 
σίγουρα θα φωνάζει: Πιάστε τον. 
Οι στίχοι πάνω στο χαρτί 
δένονται κόμπος στο λαιμό και τον πνίγουν. 
Αν σβήσει το φως, 
δε θα χαθούν στο σκοτάδι. 
Ακόμα κι αν κάψει τα χαρτιά, 
πάλι οι στίχοι δε θα χαθούν. 
Θα μένουν για πάντα μέσα του ασήκωτο βάρος. 

ΚΙΝΟΥΜΕΝΗ ΑΜΜΟΣ 

Τα πρόλαβε όλα ν' ανεβαίνουν. 
Είδε το σπίτι του ψηλά, 
το βαθμό και το μισθό του να ψηλώνουν, 
όπως κι εκείνο τον κόμπο στο στομάχι 
ν' ανεβαίνει ψηλά στο λαιμό. 
Κάποια νύχτα δε μπόρεσε να γυρίσει. 
Χάθηκε με τ' αυτοκίνητο βουλιάζοντας. 
Γιατί παντού μπορούμε να βουλιάξουμε. 
Κινούμενη άμμος κι εδώ το τσιμέντο και η άσφαλτος. 

ΑΔΕΙΟ ΣΠΙΤΙ 

Φοβόσουν να βλέπεις το σπίτι ν' αδειάζει. 
Άκουγες τη φωνή του παλιατζή 
κι έκρυβες τα κλειδιά της αποθήκης 
με το μαγκάλι της γιαγιάς και την πινακωτή. 
Σ' άρεσε να κλείνεσαι με τις ώρες στα δωμάτια, 
μελετώντας τα πράγματα που μοιράστηκαν τη ζωή μας. 
Έπιανες το πανί κι εγώ δεν ήξερα 
αν ήταν για να τα ξεσκονίσεις 
ή για να τα χαϊδέψεις, 
προσπαθώντας μάταια κι εσύ να κρατηθείς, 
αν και μπορούσες να το βλέπεις καθαρά: 
Πριν από τα σπίτια 
είμαστε εμείς που αδειάζουμε. 

ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ 

Εμβρόντητος κρατούσε τα χειρόγραφα που του 'δειξα 
κι όχι για λάθη, κάποια πεζότητα των στίχων ίσως. 
Πρόσεχε μόνο τα κόκκινα γράμματα, 
συστήνοντάς μου αμήχανα κανονικό μελάνι. 

Στάθηκε λίγο στην υγεία των ματιών, 
στον κίνδυνο των κόκκινων γραμμάτων, 
αν και το βλέπαμε κι οι δυο 
πόσο κενά ηχούσαν τέτοια λόγια, 
καθώς κρατούσε με δέος τα χειρόγραφα 
και δάκρυζαν τα μάτια του θωρώντας με ωχρό, 
σάμπως να το 'χε καταλάβει ξαφνικά 
πως γράφεται η ποίηση. 

ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ 

Ζήσαμε σε μιαν άλλη εποχή 
ψιθυρίζοντας στίχους τ' ουρανού και της θάλασσας. 
Καθόμαστε στην πλατεία με τα χαμόσπιτα, 
χαζεύοντας τις γελαστές πόρτες 
που ανοιγόκλειναν δειλά. 
Τώρα οι τοίχοι έχουν ψηλώσει. 
Η πλατεία βάθυνε σιγά-σιγά 
λιγοστεύοντας πάνω μας τον ουρανό. 
Κάποιος θα μίλαγε για πηγάδι. 
Για ένα πηγάδι 
ξερό. 

ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ 

Μου 'λεγες πως οι τοίχοι έχουν αυτιά 
κι εγώ χαιρόμουνα που κάποιος 
θα μπορούσε να μ' ακούσει. 
Από τότε έμαθα να κλείνομαι σπίτι νωρίς. 
Ξεκρέμασα τα κάδρα 
για να μην υπάρχουν εμπόδια 
κι αφήνω τα λόγια ν' απλωθούν 
στις λευκές επιφάνιες 
έτσι που όταν παίρνει να νυχτώνει 
οι τοίχοι φωταγωγούν την αγρύπνια μου. 
Τώρα μπορώ να σας το πω: 
Τους πιο καλούς μου στίχους δεν τους έγραψα. 
Πάνω σ' αυτούς εδώ τους τοίχους 
τους έχω ακουμπήσει. 

ΠΡΩΙΜΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 

Τόνε θυμάμαι τόσο δα καμαρωτό 
με τ' άλλα τα παιδόπουλα να τρέχει 
παίζοντας μπάλα, πόλεμο, κρυφτό 
κι ιδρώτα τη μπλουζίτσα του να βρέχει. 

Χαρούμενες φωνές, ξεφωνητά 
στης γειτονιάς τους δρόμους αντηχούσαν. 
Χαιρότανε κανείς να τα κοιτά 
στου παιχνιδιού τον οίστρο πως μεθούσαν. 

Μα εκείνο τ' ομορφούλι το μικρό 
έρημο κι ορφανό πια έχει μείνει, 
γιατί ήρθαν δίσεχτοι καιροί και το πικρό 
ποτήρι ολάκερη τη ζήση του θα πίνει. 

Κι ως ανεξίτηλα πικράθηκε η καρδιά 
με φρίκη μπόρεσε συμπέρασμα να βγάλει 
τι ήταν ο πόλεμος που παίζανε παιδιά 
και τι ο πόλεμος που κάνουν οι μεγάλοι. 

ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ



      Ο Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος γεννήθηκε στα 1945 στη Νίκαια Πειραιά και κατάγεται από τον Πλάτανο του Αιγίου. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στην Αθήνα.  Με την ποίηση ασχολείται από πολύ μικρός. Στίχους του πρωτοδημοσίευσε στη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας «Η Βραδυνή», που την επιμέλειά της είχε ο αξέχαστος Μπάμπης Κλάρας. Η πρώτη ποιητική συλλογή του εκδόθηκε όταν ήταν 21 χρονών και είχε τίτλο «Προβολή στον ΄Ηλιο».
         Από τα φοιτητικά του χρόνια πήρε μέρος στην έκδοση περιοδικών κοινωνικού προβληματισμού και έχει δημοσιεύσει πάνω από εφτακόσια κείμενα σε διάφορα έντυπα.
         ΄Εχει λάβει μέρος με εισηγήσεις και ομιλίες του σε πολλά συνέδρια, συμπόσια και ημερίδες λογοτεχνικού και ευρύτερα κοινωνικού χαρακτήρα και έχει παρουσιάσει το έργο πολλών ομοτέχνων του.
         Είναι μέλος της Πανελλήνιας ΄Ενωσης Λογοτεχνών και για πολλά χρόνια μέλος του Δ.Σ. της, Ιδρυτικό μέλος του Νέου Πνευματικού Κύκλου Καλλιθέας και αντιπρόεδρος στο πρώτο Δ.Σ. του, καθώς και συντάκτης  των καταστατικών και νομικός παραστάτης γνωστών λογοτεχνικών σωματείων.
         Για την παρουσίαση του ποιητικού του έργου έχουν οργανωθεί εκδηλώσεις  από τον Επιμορφωτικό Σύλλογο Παιανίας (19-5-1990), από την εφημερίδα «Φρυκτωρία» (23-11-1990), από τη «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Ηλιούπολης» (20-11-1994), από τη Διεθνή Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών (25-4-1996),  από το περιοδικό «Νέα Σκέψη» (13-12-2000), από το περιοδικό «Αλεξίσφαιρο» (10-6-2010), από τη λογοτεχνική συντροφιά του βιβλιοπωλείου «Ρήγας» (6-11-2010) και πολλές άλλες από σημαντικούς πολιτιστικούς φορείς, ενώ ποιήματά του έχουν περιληφθεί στις Ανθολογίες : «Νέα Γενιά» των εκδόσεων «Κέδρος» (1971), Δικηγόρων Ποιητών του Παν. Παναγιωτούνη (εκδ. «Πιτσιλός»), κ.ά. Επίσης                                                            έχουν γίνει αρκετές ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές                   εκπομπές. Από το 1997 - με μικρές διακοπές - γράφει κριτικά σημειώματα στο   περιοδικό «Αιολικά
Γράμματα».
          ΄Αλλα βιβλία που έχει εκδώσει είναι :
-         «Εισαγωγή στην ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη» (μελέτη 1979).
-         «Υπόγεια Διαδρομή» (ποιήματα, 1986).
-         «Αντιδογματισμός και ιδεολογική καθαρότητα» (δοκίμια, 1987).
-         «Καθημερινή Λεηλασία» (ποιήματα, «Διογένης», Αθήνα, 1989).
-         «Εκτός Προγράμματος» (ποιήματα, «Διογένης», Αθήνα, 1991).
-         «Πληγές Χωρίς Αίμα» (ποιήματα, «Διογένης», Αθήνα, 1992).
-         «Ο Τυφλός με το Μπαστούνι» (ποιήματα, 1994).
-         «Τα Άλλα Εμπόδια» (ποιήματα, 1997).
-         «Καλή Κρυψώνα» (ποιήματα, 2007).
-         «Δοκίμια» (Αθήνα, 2010).
          Καθώς και αρκετές μπροσούρες πολιτικοκοινωνικού περιεχομένου, ενώ έχει συμμετάσχει σε κριτικές επιτροπές λογοτεχνικών διαγωνισμών.

ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ:

Ευγενία Γερολυμάτου: Ο ποιητής Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος, "Νέα Σκέψη", 1995
Στάθης Γ. Αρμενιάκος: Ο ποιητής Αντώνης Παπαδόπουλος, "Έκφραση", 1995
Κατερίνα Ν. Θεοφίλη: Κριτική προσέγγιση στην ποίηση του Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου, ΡΕΩ 2010
Νίκη Πολίτου: Γνωριμία με το έργο του ποιητή Αντώνη Παπαδόπουλου, περ. "Μοριάς", τευχ. 42, Απρίλιος-Ιούνιος 1997, σελ. 437.
Κώστας Καρούσος: Αντώνης Παπαδόπουλος-Ο ποιητής της σύντομης, της αυτούσιας και της φωτογραφικής καταγραφής, περ. "Μοριάς", τευχ. 62, Απρίλιος-Ιούνιος 2002, σελ. 179.
Αντώνης Χ. Κούρος: Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος, Εφήμ. "Δικηγορικός κόσμος", αρ. φυλ. 359, Ιούλιος 2005, σελ. 2.
Κωνσταντίνος Θ. Γκέκας: Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος "Ο τυφλός με το μπαστούνι", περ. "Δευκαλίων ο Θεσσαλός", τευχ. 33, Ιούνιος-Αύγουστος 2011, σελ. 103.

ΑΣΗΚΩΤΟ ΒΑΡΟΣ 

Σκληρές οι μέρες 
εκδικούνται τον ποιητή, 
για τους στίχους που γράφει τις νύχτες. 
Το φως κουράζει. 
Θαμπώνει το μάτι κι αυτό δακρύζει 
για ν' αμυνθεί. 
Συχνά γυρίζει την πλάτη, 
μα όλο και κάτι θα δει να ξεχωρίζει 
σκούρο μέσα στο φως. 
Όταν τα δάχτυλα δείχνουν 
σίγουρα είναι ένοχος ή θα γίνει 
κι όταν ανοίξει το βήμα μπροστά 
η φωνή που θ' ακούσει πίσω του, 
σίγουρα θα φωνάζει: Πιάστε τον. 
Οι στίχοι πάνω στο χαρτί 
δένονται κόμπος στο λαιμό και τον πνίγουν. 
Αν σβήσει το φως, 
δε θα χαθούν στο σκοτάδι. 
Ακόμα κι αν κάψει τα χαρτιά, 
πάλι οι στίχοι δε θα χαθούν. 
Θα μένουν για πάντα μέσα του ασήκωτο βάρος. 

ΚΙΝΟΥΜΕΝΗ ΑΜΜΟΣ 

Τα πρόλαβε όλα ν' ανεβαίνουν. 
Είδε το σπίτι του ψηλά, 
το βαθμό και το μισθό του να ψηλώνουν, 
όπως κι εκείνο τον κόμπο στο στομάχι 
ν' ανεβαίνει ψηλά στο λαιμό. 
Κάποια νύχτα δε μπόρεσε να γυρίσει. 
Χάθηκε με τ' αυτοκίνητο βουλιάζοντας. 
Γιατί παντού μπορούμε να βουλιάξουμε. 
Κινούμενη άμμος κι εδώ το τσιμέντο και η άσφαλτος. 

ΑΔΕΙΟ ΣΠΙΤΙ 

Φοβόσουν να βλέπεις το σπίτι ν' αδειάζει. 
Άκουγες τη φωνή του παλιατζή 
κι έκρυβες τα κλειδιά της αποθήκης 
με το μαγκάλι της γιαγιάς και την πινακωτή. 
Σ' άρεσε να κλείνεσαι με τις ώρες στα δωμάτια, 
μελετώντας τα πράγματα που μοιράστηκαν τη ζωή μας. 
Έπιανες το πανί κι εγώ δεν ήξερα 
αν ήταν για να τα ξεσκονίσεις 
ή για να τα χαϊδέψεις, 
προσπαθώντας μάταια κι εσύ να κρατηθείς, 
αν και μπορούσες να το βλέπεις καθαρά: 
Πριν από τα σπίτια 
είμαστε εμείς που αδειάζουμε. 

ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ 

Εμβρόντητος κρατούσε τα χειρόγραφα που του 'δειξα 
κι όχι για λάθη, κάποια πεζότητα των στίχων ίσως. 
Πρόσεχε μόνο τα κόκκινα γράμματα, 
συστήνοντάς μου αμήχανα κανονικό μελάνι. 

Στάθηκε λίγο στην υγεία των ματιών, 
στον κίνδυνο των κόκκινων γραμμάτων, 
αν και το βλέπαμε κι οι δυο 
πόσο κενά ηχούσαν τέτοια λόγια, 
καθώς κρατούσε με δέος τα χειρόγραφα 
και δάκρυζαν τα μάτια του θωρώντας με ωχρό, 
σάμπως να το 'χε καταλάβει ξαφνικά 
πως γράφεται η ποίηση. 

ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ 

Ζήσαμε σε μιαν άλλη εποχή 
ψιθυρίζοντας στίχους τ' ουρανού και της θάλασσας. 
Καθόμαστε στην πλατεία με τα χαμόσπιτα, 
χαζεύοντας τις γελαστές πόρτες 
που ανοιγόκλειναν δειλά. 
Τώρα οι τοίχοι έχουν ψηλώσει. 
Η πλατεία βάθυνε σιγά-σιγά 
λιγοστεύοντας πάνω μας τον ουρανό. 
Κάποιος θα μίλαγε για πηγάδι. 
Για ένα πηγάδι 
ξερό. 

ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ 

Μου 'λεγες πως οι τοίχοι έχουν αυτιά 
κι εγώ χαιρόμουνα που κάποιος 
θα μπορούσε να μ' ακούσει. 
Από τότε έμαθα να κλείνομαι σπίτι νωρίς. 
Ξεκρέμασα τα κάδρα 
για να μην υπάρχουν εμπόδια 
κι αφήνω τα λόγια ν' απλωθούν 
στις λευκές επιφάνιες 
έτσι που όταν παίρνει να νυχτώνει 
οι τοίχοι φωταγωγούν την αγρύπνια μου. 
Τώρα μπορώ να σας το πω: 
Τους πιο καλούς μου στίχους δεν τους έγραψα. 
Πάνω σ' αυτούς εδώ τους τοίχους 
τους έχω ακουμπήσει. 

ΠΡΩΙΜΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 

Τόνε θυμάμαι τόσο δα καμαρωτό 
με τ' άλλα τα παιδόπουλα να τρέχει 
παίζοντας μπάλα, πόλεμο, κρυφτό 
κι ιδρώτα τη μπλουζίτσα του να βρέχει. 

Χαρούμενες φωνές, ξεφωνητά 
στης γειτονιάς τους δρόμους αντηχούσαν. 
Χαιρότανε κανείς να τα κοιτά 
στου παιχνιδιού τον οίστρο πως μεθούσαν. 

Μα εκείνο τ' ομορφούλι το μικρό 
έρημο κι ορφανό πια έχει μείνει, 
γιατί ήρθαν δίσεχτοι καιροί και το πικρό 
ποτήρι ολάκερη τη ζήση του θα πίνει. 

Κι ως ανεξίτηλα πικράθηκε η καρδιά 
με φρίκη μπόρεσε συμπέρασμα να βγάλει 
τι ήταν ο πόλεμος που παίζανε παιδιά 
και τι ο πόλεμος που κάνουν οι μεγάλοι. 

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Θωμάς Γκόρπας γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1935 στο Μεσολόγγι και απεβίωσε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2003.
Από το 1975 έως το 1980 έζησε στο Παρίσι. Υπήρξε συντάκτης στις εφημερίδες Ημερήσιος Τύπος, Μεσημβρινή, Εξπρές, Νέα Πολιτεία. Ήταν σύμβουλος έκδοσης της Ποιητικής Αντι-Ανθολογίας του Δημήτρη Ιατρόπουλου.
Πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής στο έκτο τεύχος του περιοδικού "Ο Λογοτέχνης" τον Ιανουάριο του 1957 με το ποίημα "Αθήνα 1956, οδός Αθηνάς". Πρώτη ποιητική συλλογή του ήταν η "πλακέτα" "Σπασμένος καιρός" του 1957. Συνολικά συνέγραψε εννέα ποιητικές συλλογές και μια δεκάτη, το 1995, συγκεντρωτική, σύμφωνα και με το "σχεδίασμα εργοβιβλιογραφίας" της Μ. Θεοδωρίδου [1]. Τελευταίο βιβλίο του ήταν το 1995 το "Ισιδώρα! Ισιδώρα! Ο τραγικός έρωτας της Ντάνκαν με τον ποιητή Γεσένιν".

ΠΗΓΗ: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ



Τσιγάρα
μνήμη Μάριου Χάκκα
Μάταια κυνήγησα τα μάτια που ονειρεύονται στους άλλους τόπους.
Πολλές φορές βρήκα την άκρη μα όσες τη βρήκα χάθηκα μαζί της.
Είχαμε μια παρέα κάποτε τα πάντα είχαμε και τίποτα δεν είχαμε
ανάμεσα στα πλούσια δάχτυλά μας είχαμε φτωχά τσιγάρα
Τέλειον Ξάνθης Κιρέτσιλερ και Έθνος χύμα …
Χίλιες φορές κοιμήθηκα με το τσιγάρο αναμμένο
απ’ άλλα κάηκα κάηκα έγινα στάχτη μέσα από τη στάχτη μου
ξαναγεννήθηκα ο ίδιος κι απαράλλαχτος
μόνο λιγάκι πιο προσεκτικός με τους χαφιέδες …
Τελευταία τσιγάρα τελευταία λεφτά και τελευταίο μπάνιο
θλίψη μαύρη δροσιά και θλίψη προκαταβολή της ευτυχίας
παντέρημη πλαγιά βελανιδότοπος και ένας βράχος
θαυματουργός που έγινε γυναίκα σιωπηλή γυναίκα
μια απαρηγόρητη γυναίκα που έγινε βράχος
θαυματουργός βράχος πατρίδα χαμένη κερδισμένη πού πατρίδα
πού βράχος γυναίκα και γυναίκα βράχος και βράχος βράχος
πάει
τρελάθηκε η ποίηση
τρελάθηκα τρελάθηκες τρελάθηκε
τα ρήματα τα σύρματα τα σήματα τα σήμαντρα
ένα κελάηδισμα το ίδιο πάντα
άαααα …
πόσο μεγάλο είναι το ρεμπέτικο …


Πώς μας κέρδισε μια κοπέλα
Ήρθε μια κοπέλα στο γραφείο μας το πρωί
Χωρίς μπογιές στο πρόσωπο
Χωρίς κακόν άνεμο στα μάτια.
Ο προϊστάμενος της έδειξε την εξουσία του
Η συνάδελφος την ομορφιά της που δεν είχε
Ο συνάδελφος μια ηλιθιότητα
Που της συννέφιασε το πρόσωπο […]
Όμως ήταν κοπέλα που δεν ξέρει την εξουσία
Που ξέρει να κυβερνάει την ομορφιά της…
Μα προπαντός
Ήταν κοπέλα που έμαθε με πολύ κόπο
Να ξανακερδίζει την καρδιά της
Ήταν απλώς μια εργαζόμενη κοπέλα
Κ’ έσερνε πίσω της το μέλλον δύσκολο μα βέβαιο.

 Περιστατικό στην οδό Σταδίου

Ένα παιδί σωριάστηκε μες στη γιορτή του δρόμου.

Ήταν τα μάτια του άγρια ξένα και βυθισμένα.

Το κεφάλι του στην πέτρα βρόντηξε ξεβρόντηξε

το κορμί του σαν το ελάφι και σαν τ' άλογο.

Απ' το στόμα του πετάχτηκαν αφροί

κι έπαιξαν στα μάτια σας

απ' το στόμα κι απ' τη μύτη τίναξε το αίμα του

που έκατσε στα μάτια σας κι άρχισε να κλαίει.

– - Από πείνα. Είπατε.

Τα πόδια σας πώς είναι ακόμα ανάλαφρα για τον περίπατό σας;

- Από πείνα. Είπατε.

Τα χέρια σας πώς ξεριζώθηκαν ωραίοι μου από τους ώμους σας;

- Από πείνα. Είπατε.

Τα μάτια σας πώς σκοτεινιάσαν μπρος σε τόσα χρώματα και φώτα;

- Από πείνα. Είπατε.

Σηκώστε το λοιπόν να μη βουλιάξει ο δρόμος...

(Περιστατικό στην οδό Σταδίου, 1957)

Απόφοιτοι Γυμνασίου
 Μνήμη Γιώργη Ζάρκου
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Εσύ που στο σχολείο σήκωνες το χέρι για να πεις
Όχι το μάθημα μα την αλήθεια
Σήκωνε πάντα αυτό το χέρι που το γέννησε
Της δικαιοσύνης ο καημός κ’ η σιγουριά του αύριο.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνάσιου
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε τραπέζια καφενείων
Καταχνιασμένων από την τσιγαρίλα
Και τις ανάσες πεινασμένων
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε μεγάλες πόρτες
Που Δε θ’ ανοίξουν ποτέ από μέσα.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Είσαι η φωτιά που ετοιμάζει η απελπισία
Και θα κάψει τις σημαίες των αρχόντων.
Και αν το ψωμί κ’ η γνώση ανταλλάσσονται
Με τ’ άλλο χαρτί που εσύ δεν έχεις
Μην αρνηθείς γι’ αυτό το ρόλο που σου ανάθεσε ο καιρός.
Οι μέρες μας κυλούν σαν χειμωνιάτικα ποτάμια
Στους δρόμους φέγγουν φαναράκια μίσους
Στους δρόμους αλαφιάζονται οι μικρές παρέες
Καθώς απ’ τις γωνιές οι μισθοφόροι
Με στιλέτα ξεμπουκάρουν και παγίδες.
Όμως τα δαγκωμένα λόγια ακολουθούν τραγούδια.



ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Θωμάς Γκόρπας γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1935 στο Μεσολόγγι και απεβίωσε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2003.
Από το 1975 έως το 1980 έζησε στο Παρίσι. Υπήρξε συντάκτης στις εφημερίδες Ημερήσιος Τύπος, Μεσημβρινή, Εξπρές, Νέα Πολιτεία. Ήταν σύμβουλος έκδοσης της Ποιητικής Αντι-Ανθολογίας του Δημήτρη Ιατρόπουλου.
Πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής στο έκτο τεύχος του περιοδικού "Ο Λογοτέχνης" τον Ιανουάριο του 1957 με το ποίημα "Αθήνα 1956, οδός Αθηνάς". Πρώτη ποιητική συλλογή του ήταν η "πλακέτα" "Σπασμένος καιρός" του 1957. Συνολικά συνέγραψε εννέα ποιητικές συλλογές και μια δεκάτη, το 1995, συγκεντρωτική, σύμφωνα και με το "σχεδίασμα εργοβιβλιογραφίας" της Μ. Θεοδωρίδου [1]. Τελευταίο βιβλίο του ήταν το 1995 το "Ισιδώρα! Ισιδώρα! Ο τραγικός έρωτας της Ντάνκαν με τον ποιητή Γεσένιν".

ΠΗΓΗ: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ



Τσιγάρα
μνήμη Μάριου Χάκκα
Μάταια κυνήγησα τα μάτια που ονειρεύονται στους άλλους τόπους.
Πολλές φορές βρήκα την άκρη μα όσες τη βρήκα χάθηκα μαζί της.
Είχαμε μια παρέα κάποτε τα πάντα είχαμε και τίποτα δεν είχαμε
ανάμεσα στα πλούσια δάχτυλά μας είχαμε φτωχά τσιγάρα
Τέλειον Ξάνθης Κιρέτσιλερ και Έθνος χύμα …
Χίλιες φορές κοιμήθηκα με το τσιγάρο αναμμένο
απ’ άλλα κάηκα κάηκα έγινα στάχτη μέσα από τη στάχτη μου
ξαναγεννήθηκα ο ίδιος κι απαράλλαχτος
μόνο λιγάκι πιο προσεκτικός με τους χαφιέδες …
Τελευταία τσιγάρα τελευταία λεφτά και τελευταίο μπάνιο
θλίψη μαύρη δροσιά και θλίψη προκαταβολή της ευτυχίας
παντέρημη πλαγιά βελανιδότοπος και ένας βράχος
θαυματουργός που έγινε γυναίκα σιωπηλή γυναίκα
μια απαρηγόρητη γυναίκα που έγινε βράχος
θαυματουργός βράχος πατρίδα χαμένη κερδισμένη πού πατρίδα
πού βράχος γυναίκα και γυναίκα βράχος και βράχος βράχος
πάει
τρελάθηκε η ποίηση
τρελάθηκα τρελάθηκες τρελάθηκε
τα ρήματα τα σύρματα τα σήματα τα σήμαντρα
ένα κελάηδισμα το ίδιο πάντα
άαααα …
πόσο μεγάλο είναι το ρεμπέτικο …


Πώς μας κέρδισε μια κοπέλα
Ήρθε μια κοπέλα στο γραφείο μας το πρωί
Χωρίς μπογιές στο πρόσωπο
Χωρίς κακόν άνεμο στα μάτια.
Ο προϊστάμενος της έδειξε την εξουσία του
Η συνάδελφος την ομορφιά της που δεν είχε
Ο συνάδελφος μια ηλιθιότητα
Που της συννέφιασε το πρόσωπο […]
Όμως ήταν κοπέλα που δεν ξέρει την εξουσία
Που ξέρει να κυβερνάει την ομορφιά της…
Μα προπαντός
Ήταν κοπέλα που έμαθε με πολύ κόπο
Να ξανακερδίζει την καρδιά της
Ήταν απλώς μια εργαζόμενη κοπέλα
Κ’ έσερνε πίσω της το μέλλον δύσκολο μα βέβαιο.

 Περιστατικό στην οδό Σταδίου

Ένα παιδί σωριάστηκε μες στη γιορτή του δρόμου.

Ήταν τα μάτια του άγρια ξένα και βυθισμένα.

Το κεφάλι του στην πέτρα βρόντηξε ξεβρόντηξε

το κορμί του σαν το ελάφι και σαν τ' άλογο.

Απ' το στόμα του πετάχτηκαν αφροί

κι έπαιξαν στα μάτια σας

απ' το στόμα κι απ' τη μύτη τίναξε το αίμα του

που έκατσε στα μάτια σας κι άρχισε να κλαίει.

– - Από πείνα. Είπατε.

Τα πόδια σας πώς είναι ακόμα ανάλαφρα για τον περίπατό σας;

- Από πείνα. Είπατε.

Τα χέρια σας πώς ξεριζώθηκαν ωραίοι μου από τους ώμους σας;

- Από πείνα. Είπατε.

Τα μάτια σας πώς σκοτεινιάσαν μπρος σε τόσα χρώματα και φώτα;

- Από πείνα. Είπατε.

Σηκώστε το λοιπόν να μη βουλιάξει ο δρόμος...

(Περιστατικό στην οδό Σταδίου, 1957)

Απόφοιτοι Γυμνασίου
 Μνήμη Γιώργη Ζάρκου
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Εσύ που στο σχολείο σήκωνες το χέρι για να πεις
Όχι το μάθημα μα την αλήθεια
Σήκωνε πάντα αυτό το χέρι που το γέννησε
Της δικαιοσύνης ο καημός κ’ η σιγουριά του αύριο.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνάσιου
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε τραπέζια καφενείων
Καταχνιασμένων από την τσιγαρίλα
Και τις ανάσες πεινασμένων
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε μεγάλες πόρτες
Που Δε θ’ ανοίξουν ποτέ από μέσα.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Είσαι η φωτιά που ετοιμάζει η απελπισία
Και θα κάψει τις σημαίες των αρχόντων.
Και αν το ψωμί κ’ η γνώση ανταλλάσσονται
Με τ’ άλλο χαρτί που εσύ δεν έχεις
Μην αρνηθείς γι’ αυτό το ρόλο που σου ανάθεσε ο καιρός.
Οι μέρες μας κυλούν σαν χειμωνιάτικα ποτάμια
Στους δρόμους φέγγουν φαναράκια μίσους
Στους δρόμους αλαφιάζονται οι μικρές παρέες
Καθώς απ’ τις γωνιές οι μισθοφόροι
Με στιλέτα ξεμπουκάρουν και παγίδες.
Όμως τα δαγκωμένα λόγια ακολουθούν τραγούδια.



Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

Βιογραφία

Γεννήθηκε το 1933 στα Χανιά. Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-41 η οικογένεια τού Γιώργη Μανουσάκη μετοίκησε στο Βαρύπετρο, το χωριό του πατέρα του, όπου έμεινε και στο μεγαλύτερο μέρος της κατοχής. Εκεί έζησε την εισβολή των Γερμανών και το φόβο από τις εκτελέσεις στα γύρω χωριά, που ακολούθησαν την κατάληψη της Κρήτης. Συνάμα γνώρισε από κοντά τον αγροτικό κόσμο της κρητικής υπαίθρου.
Ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του το 1948, μπροστά του, και το οικογενειακό πένθος, κατά τα κρητικά έθιμα της εποχής, άφησαν βαθιά ίχνη στην ψυχή του.
Τελειώνοντας το Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων στα Χανιά, φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, ξαναγύρισε στη γενέτειρά του, όπου υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής επί 26 χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση. Παραιτήθηκε το 1986 με το βαθμό του γυμνασιάρχη. Το 1974 παντρεύτηκε τη φιλόλογο Αγγελική Καραθανάση κι απέκτησαν τρία παιδιά. Επέλεξε να ζήσει για όλη τη ζωή του στα Χανιά, όπου και άφησε την τελευταία πνοή του στις 9 Φεβρουαρίου 2008, στο νοσοκομείο της πόλης, ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο.

Έργα

Πρωτοδημοσίευσε κείμενά του στο μαθητικό περιοδικό του Α΄ Γυμνασίου Αρρένων Χανίων «Κλασσική Πνοή» το 1950, αλλά επίσημα πρωτοπαρουσιάστηκε στη λογοτεχνία το 1952, μ’ ένα διήγημά του στο αθηναϊκό περιοδικό «Πνευματική Ζωή». Από τότε δημοσίευσε διηγήματα, ποιήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, μελετήματα και δοκίμια σε περιοδικά κι εφημερίδες των Χανιών και των Αθηνών. Υπήρξε τακτικός συνεργάτης της χανιώτικης εφημερίδας «Κήρυξ», όπου δημοσίευε επιφυλλίδες από το 1961 ώς το 1965.
Έχει εκδώσει τα ποιητικά βιβλία: «Μονόλογοι» (Χανιά, 1967), «Το σώμα της σιωπής» (Χανιά, 1970), «Τρίγλυφο» (Ολκός, 1976), «Ταριχευτήριο πουλιών» (Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1978), «Χώροι αναπνοής» (Πρόσπερος, 1988), «Άνθρωποι και σκιές» (Αστρολάβος/Ευθύνη, 1995), «Στ’ Ακρωτήρια της ύπαρξης» (Γαβριηλίδης, 2003), «Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα» (Γαβριηλίδης, 2005).
Εξέδωσε επίσης το δοκίμιο «Η Κρήτη στο λογοτεχνικό έργο του Πρεβελάκη» (1968), τό «Οδοιπορικό των Σφακιών» (Κέδρος, 1980 και Μίτος 2002), που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ταξιδιωτικών Εντυπώσεων (1981), τη συλλογή 32 μικρών πεζών «Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα»( Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1999), το εκτενές πεζογράφημα - χρονικό «Όταν το πέλμα μας εταίριαζε με το χώμα» (Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», Χανιά, 2000), που αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια κατά τον πόλεμο και την κατοχή και το επίσης εκτενές μυθιστόρημα «Ο εθελοντής» (Κίχλη, 2008).
Ποιήματά του μεταφράστηκαν και δημοσιεύτηκαν σε ανθολογίες, περιοδικά και εφημερίδες στη Δυτική Γερμανία, Ολλανδία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Πολωνία, Ρωσία, Γαλλία, Ισπανία και Τουρκία. Επίσης, μια μελέτη του για τον Νίκο Καζαντζάκη ("The characters in freedom or death: A Kazantzakean anthropological scale") έχει μεταφραστεί και δημοσιευθεί στα αγγλικά στο περιοδικό 'The Charioteer: An annual of modern greek culture' (Νέα Υόρκη, 1980-1981). Έχει ανέκδοτο ποιητικό έργο, διηγήματα, ταξιδιωτικά, μελέτες και δοκίμια σχετικά με τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία.
Το 1977 του απονεμήθηκε το Βραβείο Καζαντζάκη για το ώς τότε έργο του.
Το 1996 ο Δήμος Χανίων οργάνωσε τιμητική εκδήλωση για την προσφορά του στην εκπαίδευση και στη λογοτεχνία. Τον ίδιο χρόνο το περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» παρουσίασε στην Αθήνα το ποιητικό έργο του. Παρόμοια παρουσίαση έγινε και από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας στους Βαρβάρους (Μυρτιά) Ηρακλείου το 1999 και το Μάρτη του 2004 από το Σύνδεσμο Φιλογόγων και την ενορία του Αγίου Κωνσταντίνου στη Νέα Χώρα Χανίων. Το Νοέμβρη του 2007 το Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου (ΚΑΜ) οργάνωσε τιμητική εκδήλωση προς τιμή του σε συνεργασία με την Εταιρεία Θεάτρου «Μνήμη» (θέατρο Κυδωνία) στα Χανιά.
Το θέατρο Κυδωνία ανέβασε στα Χανιά, με επιτυχία, θεατρική παράσταση (Ιούνιος και Νοέμβρης 2007), βασισμένη κυρίως στο βιβλίο του «Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα», σε σκηνοθεσία Μιχάλη Βιρβιδάκη.
Ήταν μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

ΠΗΓΗ: Βικιπαίδεια

1945, 23 του Μάη*

Οι στρατιώτες με τα σιδερένια κράνη
με τις βαθιά κρυμμένες κρύες λάμψεις
των ματιών, στοιχισμένοι
στις άψογες τετράδες τους,
βροντώντας τις μαύρες τους μπότες
στις πλάκες του δρόμου, τραγουδώντας
τα τραγούδια της νίκης οι ηττημένοι
διασχίζουν για στερνή φορά την πολιτεία.

Οι κάτοικοι κοιτάζουν απ' τα πεζοδρόμια.
Πολλά μάτια γυαλίζουνε χαρούμενα.
Άλλοι σχολιάζουν μεγαλόφωνα. Μαυροντυμένες
γυναίκες καταριούνται. Δυο τρία παιδιά
απλώνουνε τα πέντε δάχτυλα ξεθαρρεμένα.

Όμως κανένας δεν πλησιάζει πιο κοντά
κανένας βέβαια δεν τολμά ν' απλώσει χέρι
στο πολυκέφαλο, στο πολυπόδαρο θεριό
που κατεβαίνει κατά το λιμάνι
για να μπαρκαριστεί σε πλοία ιγγλέζικα.
Φόβοι τεσσάρων χρόνων μας μουδιάζουν.

Γιώργης Μανουσάκης (Χανιά 1933 - 2008)

*ανέκδοτο ποίημα που βρέθηκε στο αρχείο του ποιητή.

~ αναδημοσίευση από το περιοδικό "Κεδρισός - ποταμός Λόγου & Τέχνης από την Κρήτη" [τεύχος 1, Χανιά, Ιανουάριος - Απρίλιος 2011]
ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

Βιογραφία

Γεννήθηκε το 1933 στα Χανιά. Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-41 η οικογένεια τού Γιώργη Μανουσάκη μετοίκησε στο Βαρύπετρο, το χωριό του πατέρα του, όπου έμεινε και στο μεγαλύτερο μέρος της κατοχής. Εκεί έζησε την εισβολή των Γερμανών και το φόβο από τις εκτελέσεις στα γύρω χωριά, που ακολούθησαν την κατάληψη της Κρήτης. Συνάμα γνώρισε από κοντά τον αγροτικό κόσμο της κρητικής υπαίθρου.
Ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του το 1948, μπροστά του, και το οικογενειακό πένθος, κατά τα κρητικά έθιμα της εποχής, άφησαν βαθιά ίχνη στην ψυχή του.
Τελειώνοντας το Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων στα Χανιά, φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, ξαναγύρισε στη γενέτειρά του, όπου υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής επί 26 χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση. Παραιτήθηκε το 1986 με το βαθμό του γυμνασιάρχη. Το 1974 παντρεύτηκε τη φιλόλογο Αγγελική Καραθανάση κι απέκτησαν τρία παιδιά. Επέλεξε να ζήσει για όλη τη ζωή του στα Χανιά, όπου και άφησε την τελευταία πνοή του στις 9 Φεβρουαρίου 2008, στο νοσοκομείο της πόλης, ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο.

Έργα

Πρωτοδημοσίευσε κείμενά του στο μαθητικό περιοδικό του Α΄ Γυμνασίου Αρρένων Χανίων «Κλασσική Πνοή» το 1950, αλλά επίσημα πρωτοπαρουσιάστηκε στη λογοτεχνία το 1952, μ’ ένα διήγημά του στο αθηναϊκό περιοδικό «Πνευματική Ζωή». Από τότε δημοσίευσε διηγήματα, ποιήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, μελετήματα και δοκίμια σε περιοδικά κι εφημερίδες των Χανιών και των Αθηνών. Υπήρξε τακτικός συνεργάτης της χανιώτικης εφημερίδας «Κήρυξ», όπου δημοσίευε επιφυλλίδες από το 1961 ώς το 1965.
Έχει εκδώσει τα ποιητικά βιβλία: «Μονόλογοι» (Χανιά, 1967), «Το σώμα της σιωπής» (Χανιά, 1970), «Τρίγλυφο» (Ολκός, 1976), «Ταριχευτήριο πουλιών» (Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1978), «Χώροι αναπνοής» (Πρόσπερος, 1988), «Άνθρωποι και σκιές» (Αστρολάβος/Ευθύνη, 1995), «Στ’ Ακρωτήρια της ύπαρξης» (Γαβριηλίδης, 2003), «Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα» (Γαβριηλίδης, 2005).
Εξέδωσε επίσης το δοκίμιο «Η Κρήτη στο λογοτεχνικό έργο του Πρεβελάκη» (1968), τό «Οδοιπορικό των Σφακιών» (Κέδρος, 1980 και Μίτος 2002), που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ταξιδιωτικών Εντυπώσεων (1981), τη συλλογή 32 μικρών πεζών «Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα»( Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1999), το εκτενές πεζογράφημα - χρονικό «Όταν το πέλμα μας εταίριαζε με το χώμα» (Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», Χανιά, 2000), που αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια κατά τον πόλεμο και την κατοχή και το επίσης εκτενές μυθιστόρημα «Ο εθελοντής» (Κίχλη, 2008).
Ποιήματά του μεταφράστηκαν και δημοσιεύτηκαν σε ανθολογίες, περιοδικά και εφημερίδες στη Δυτική Γερμανία, Ολλανδία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Πολωνία, Ρωσία, Γαλλία, Ισπανία και Τουρκία. Επίσης, μια μελέτη του για τον Νίκο Καζαντζάκη ("The characters in freedom or death: A Kazantzakean anthropological scale") έχει μεταφραστεί και δημοσιευθεί στα αγγλικά στο περιοδικό 'The Charioteer: An annual of modern greek culture' (Νέα Υόρκη, 1980-1981). Έχει ανέκδοτο ποιητικό έργο, διηγήματα, ταξιδιωτικά, μελέτες και δοκίμια σχετικά με τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία.
Το 1977 του απονεμήθηκε το Βραβείο Καζαντζάκη για το ώς τότε έργο του.
Το 1996 ο Δήμος Χανίων οργάνωσε τιμητική εκδήλωση για την προσφορά του στην εκπαίδευση και στη λογοτεχνία. Τον ίδιο χρόνο το περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» παρουσίασε στην Αθήνα το ποιητικό έργο του. Παρόμοια παρουσίαση έγινε και από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας στους Βαρβάρους (Μυρτιά) Ηρακλείου το 1999 και το Μάρτη του 2004 από το Σύνδεσμο Φιλογόγων και την ενορία του Αγίου Κωνσταντίνου στη Νέα Χώρα Χανίων. Το Νοέμβρη του 2007 το Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου (ΚΑΜ) οργάνωσε τιμητική εκδήλωση προς τιμή του σε συνεργασία με την Εταιρεία Θεάτρου «Μνήμη» (θέατρο Κυδωνία) στα Χανιά.
Το θέατρο Κυδωνία ανέβασε στα Χανιά, με επιτυχία, θεατρική παράσταση (Ιούνιος και Νοέμβρης 2007), βασισμένη κυρίως στο βιβλίο του «Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα», σε σκηνοθεσία Μιχάλη Βιρβιδάκη.
Ήταν μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

ΠΗΓΗ: Βικιπαίδεια

1945, 23 του Μάη*

Οι στρατιώτες με τα σιδερένια κράνη
με τις βαθιά κρυμμένες κρύες λάμψεις
των ματιών, στοιχισμένοι
στις άψογες τετράδες τους,
βροντώντας τις μαύρες τους μπότες
στις πλάκες του δρόμου, τραγουδώντας
τα τραγούδια της νίκης οι ηττημένοι
διασχίζουν για στερνή φορά την πολιτεία.

Οι κάτοικοι κοιτάζουν απ' τα πεζοδρόμια.
Πολλά μάτια γυαλίζουνε χαρούμενα.
Άλλοι σχολιάζουν μεγαλόφωνα. Μαυροντυμένες
γυναίκες καταριούνται. Δυο τρία παιδιά
απλώνουνε τα πέντε δάχτυλα ξεθαρρεμένα.

Όμως κανένας δεν πλησιάζει πιο κοντά
κανένας βέβαια δεν τολμά ν' απλώσει χέρι
στο πολυκέφαλο, στο πολυπόδαρο θεριό
που κατεβαίνει κατά το λιμάνι
για να μπαρκαριστεί σε πλοία ιγγλέζικα.
Φόβοι τεσσάρων χρόνων μας μουδιάζουν.

Γιώργης Μανουσάκης (Χανιά 1933 - 2008)

*ανέκδοτο ποίημα που βρέθηκε στο αρχείο του ποιητή.

~ αναδημοσίευση από το περιοδικό "Κεδρισός - ποταμός Λόγου & Τέχνης από την Κρήτη" [τεύχος 1, Χανιά, Ιανουάριος - Απρίλιος 2011]

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΒΑΝΗΣ
  Βιογραφικό 

Ο Κώστας Κοβάνης γεννήθηκε στη Θήβα το 1930. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Χαλκίδα. Από το 1943 ζει στην Αθήνα. Είναι πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών και εργάζεται ως λογιστής-φοροτεχνικός.
Τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύθηκαν στον αριστερό τύπο της Αθήνας στα 1950-53 (“Δημοκρατικός”-“Δημοκρατική”-“Φρουροί της Ειρήνης”-“Δημοκρατικός Τύπος”).
Από το 1960 είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Πολλές συνεργασίες του (ποιήματα-διηγήματα-άρθρα-σχόλια δοκίμια) έχουν δημοσιευθεί στον ημερήσιο τύπο (“Αυγή”-“Τα Νέα”-“Κυρ. Ελευθεροτυπία”) καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά (“Νέα Εστία”-“Επιθεώρηση Τέχνης”-“Μαρτυρίες”-“Εφημερίδα των Ποιητών”-“Διανοούμενος” κ.α)
Το 1979 γίνεται τακτικός συνεργάτης σε θέματα λογοτεχνίας στην εβδομαδιαία επιθεώρηση “Πολιτικά Θέματα”.
 ΠΗΓΗ: ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ
 ΠΟΙΟΙ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΠΛΗΘΗ

Απόψε έλα να δεις ποιοι φοβούνται τα πλήθη.
Κανείς δεν είπε πως θα βγει ν' απειλήσει,
κι όμως από νωρίς τις γωνιές δεν τις έχουν αφήσει.
Μηχανοκίνητες φάλαγγες πηγαινοέρχονται,
μ' αυτές δε φτάνουν να κυκλώσουν το φόβο τους.
Διαταγές, διαταγές και σήματα που λένε πως σ' όλη
την πόλη, όσο βραδιάζει, την καταχτά η σιωπή.
Σήματα που θέλουν να πουν πως μόνο η σελήνη
έριξε τ' ασήμι της στη λεωφόρο
και τους πλημμύρισε με καημούς.

Απόψε έλα να μάθεις ποιοι φοβούνται τα πλήθη.
Των λαών τα παράπονα δεν είν' παραμύθι...

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΒΑΝΗΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΒΑΝΗΣ
  Βιογραφικό 

Ο Κώστας Κοβάνης γεννήθηκε στη Θήβα το 1930. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Χαλκίδα. Από το 1943 ζει στην Αθήνα. Είναι πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών και εργάζεται ως λογιστής-φοροτεχνικός.
Τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύθηκαν στον αριστερό τύπο της Αθήνας στα 1950-53 (“Δημοκρατικός”-“Δημοκρατική”-“Φρουροί της Ειρήνης”-“Δημοκρατικός Τύπος”).
Από το 1960 είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Πολλές συνεργασίες του (ποιήματα-διηγήματα-άρθρα-σχόλια δοκίμια) έχουν δημοσιευθεί στον ημερήσιο τύπο (“Αυγή”-“Τα Νέα”-“Κυρ. Ελευθεροτυπία”) καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά (“Νέα Εστία”-“Επιθεώρηση Τέχνης”-“Μαρτυρίες”-“Εφημερίδα των Ποιητών”-“Διανοούμενος” κ.α)
Το 1979 γίνεται τακτικός συνεργάτης σε θέματα λογοτεχνίας στην εβδομαδιαία επιθεώρηση “Πολιτικά Θέματα”.
 ΠΗΓΗ: ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ
 ΠΟΙΟΙ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΠΛΗΘΗ

Απόψε έλα να δεις ποιοι φοβούνται τα πλήθη.
Κανείς δεν είπε πως θα βγει ν' απειλήσει,
κι όμως από νωρίς τις γωνιές δεν τις έχουν αφήσει.
Μηχανοκίνητες φάλαγγες πηγαινοέρχονται,
μ' αυτές δε φτάνουν να κυκλώσουν το φόβο τους.
Διαταγές, διαταγές και σήματα που λένε πως σ' όλη
την πόλη, όσο βραδιάζει, την καταχτά η σιωπή.
Σήματα που θέλουν να πουν πως μόνο η σελήνη
έριξε τ' ασήμι της στη λεωφόρο
και τους πλημμύρισε με καημούς.

Απόψε έλα να μάθεις ποιοι φοβούνται τα πλήθη.
Των λαών τα παράπονα δεν είν' παραμύθι...

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΒΑΝΗΣ