Τρίτη 14 Μαΐου 2019

4 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ





Γράφει και επιμελείται ο Ειρηναίος Μαράκης
 


       Δέκα μόλις χρόνια χρειάστηκαν για να αφήσει ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης το προσωπικό
του αποτύπωμα στην ελληνική ποίηση και στις νεότερες γενιές των φίλων της ποίησης, κόντρα
σε κάθε αντιξοότητα ιδιαίτερα εάν συνυπολογίσουμε ότι το έργο του, δεν γνώρισε άμεση
ανταπόκριση. Πολυπράγμονας, από νεανική ηλικία στράφηκε στη λογοτεχνία και τη μελέτη της
φιλοσοφίας, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τις ξένες γλώσσες. Σπούδασε νομικά στα
πανεπιστήμια της Μπολώνια και της Ματσεράτα, και πήρε διδακτορικό δίπλωμα. Στην Ιταλία
έγραψε τους πρώτους στίχους του, στα ιταλικά και στα ελληνικά και δημοσίευσε ποιήματα
στην ιταλική και γαλλική γλώσσα. Το 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και μπήκε στους
λογοτεχνικούς κύκλους.
       Η πρώτη του εμφάνιση πραηματοποιήθηκε το 1933 μέσα απ’ τις σελίδες του περιοδικού Νέα Ζωή με το διήγημα Μάρθας βίος, με το οποίο εισήγαγε στον ελληνικό χώρο το είδος
του γαλλικού αντι-μυθιστορήματος (antiroman) ενώ τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε και την πρώτη
του ποιητική συλλογή Οι αγάπες του χρόνου. Μπορούμε να δούμε δηλαδή ότι η αυτή
καθεαυτή συγγραφική του παρουσία, εκδοτικά μιλώντας πάντα, κράτησε λιγότερο από δέκα
χρόνια! Το τέλος, ήρθε κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1940, όπου στρατεύτηκε στην
Αλβανία και αρρώστησε από κοιλιακό τύφο. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου πέθανε λίγους
μήνες αργότερα, το 1941.
       Ο βραβευμένος με Νόμπελ Οδυσσέας Ελύτης, κι ο οποίος έχει επηρεαστεί από την
συμβολική χρήση της θάλασσας, του ουρανού, της γυναίκας και άλλων στοιχείων που
αξιοποιεί ο Σαραντάρης, έχει αφιερώσει και ποίημα στον πρόωρα χαμένο δημιουργό με ειδική
μνεία, στο έργο του Ανοιχτά Χαρτιά (Ίκαρος 1974) όπου αναφέρει για τον θάνατο του ποιητή
καθώς και για την σχέση του με τα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής ότι: Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια [...] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό
σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα
γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και
να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραστο
διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο
πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της.
       Στα ποιήματα που ακολουθούν -από τον Γ Τόμο της Ποιητικής Ανθολογίας των εκδόσεων
Μαλλιάρη (Θεσσαλονίκη, 1980) που αφορά τις ποιητικές γενιές από το 1920 μέχρι το 1980 σε
εποπτεία του Γ.Κ. Ζωγραφάκη και σε επιμέλεια του Δημήτρη Σταμούλη- προσπαθήσαμε να
αναδείξουμε μέσα στον περιορισμένο χώρο της παρούσας δημοσίευσης τόσο την αισθαντική
δύναμη της ποίησης του Γιώργου Σαραντάρη και την αγάπη του για τη γυναίκα και τη φύση,
ίσως να μην είναι τυχαίο που κι οι δύο αυτές ιδιότητες είναι γένους θηλυκού, όσο και την
πλέρια φιλοσοφική και φιλοσοφημένη θέση του, αποτυπωμένη μέσα από μια απλή, καθαρή εικονοποιία και η οποία αντανακλά ξεκάθαρα την διάθεση και το ταλέντο ενός ποιητή που θα
είχε να δώσει πολλά ακόμα.



ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

Η άνοιξη σαν έκλεισε τα μάτια 

Η άνοιξη σαν έκλεισε τα μάτια

είταν γιομάτη θόρυβο

Είχε το πρόσωπο ξανθό

απ' το μεθύσι

Τα μαλλιά

της σκέπαζαν τον ύπνο

Είχε τρέξει στο δάσος

και ονειρεύονταν τον ουρανό

Γιατί λυπότανε

που δεν της έμειναν λουλούδια

Να χαρίσει

στον ουρανό

Τα είχε χαρίσει όλα

στην καρδιά μας

Και είχε φύγει

να μην την ξαναδούμε

Να μη ζητάμε πια

να μη θέλουμε πια

Δικό της δώρο.

 

Έχω δει τον ουρανό 

 

Έχω δει τον ουρανό με τα μάτια μου
με τα μάτια μου άνοιξα τα μάτια του
με τη γλώσσα μου μίλησε
γίναμε αδελφοί και κουβεντιάσαμε
στρώσαμε τραπέζι και δειπνήσαμε
σα να είταν ο καιρός όλος μπροστά μας

Και θυμάμαι τον ήλιο που γελούσε

Που γελούσε και δάκρυζε θυμάμαι.

 

Της ομορφιάς 

 

Η πιο γλυκειά παρθένα
στολίζει το δωμάτιο
ευφραίνει την περισυλλογή

Ας πούμε πως είμαστε ευτυχείς

Κι είναι η σειρά μας

να βρεθούμε αθάνατοι
να φιλήσουμε την ομορφιά
στα χείλη
και στο λεπτό της φόρεμα.

 

Κύκνειον άσμα 

 

Ο θάνατος, μονάχα αυτός 
λέρωσε την ψυχή μας
που είχε τα μάγουλα λευκά
σαν της αυγής τα δώρα

Η λάσπη επλήγωσε τ' αβρά χέρια

που φέρανε αγάπη να πονούν
στο ρόδινο πρόσωπο και σώμα 
μιας εύπιστης ευρύχωρης ημέρας.

(Με στοιχεία από το διαδίκτυο)






 

4 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ





Γράφει και επιμελείται ο Ειρηναίος Μαράκης
 


       Δέκα μόλις χρόνια χρειάστηκαν για να αφήσει ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης το προσωπικό
του αποτύπωμα στην ελληνική ποίηση και στις νεότερες γενιές των φίλων της ποίησης, κόντρα
σε κάθε αντιξοότητα ιδιαίτερα εάν συνυπολογίσουμε ότι το έργο του, δεν γνώρισε άμεση
ανταπόκριση. Πολυπράγμονας, από νεανική ηλικία στράφηκε στη λογοτεχνία και τη μελέτη της
φιλοσοφίας, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τις ξένες γλώσσες. Σπούδασε νομικά στα
πανεπιστήμια της Μπολώνια και της Ματσεράτα, και πήρε διδακτορικό δίπλωμα. Στην Ιταλία
έγραψε τους πρώτους στίχους του, στα ιταλικά και στα ελληνικά και δημοσίευσε ποιήματα
στην ιταλική και γαλλική γλώσσα. Το 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και μπήκε στους
λογοτεχνικούς κύκλους.
       Η πρώτη του εμφάνιση πραηματοποιήθηκε το 1933 μέσα απ’ τις σελίδες του περιοδικού Νέα Ζωή με το διήγημα Μάρθας βίος, με το οποίο εισήγαγε στον ελληνικό χώρο το είδος
του γαλλικού αντι-μυθιστορήματος (antiroman) ενώ τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε και την πρώτη
του ποιητική συλλογή Οι αγάπες του χρόνου. Μπορούμε να δούμε δηλαδή ότι η αυτή
καθεαυτή συγγραφική του παρουσία, εκδοτικά μιλώντας πάντα, κράτησε λιγότερο από δέκα
χρόνια! Το τέλος, ήρθε κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1940, όπου στρατεύτηκε στην
Αλβανία και αρρώστησε από κοιλιακό τύφο. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου πέθανε λίγους
μήνες αργότερα, το 1941.
       Ο βραβευμένος με Νόμπελ Οδυσσέας Ελύτης, κι ο οποίος έχει επηρεαστεί από την
συμβολική χρήση της θάλασσας, του ουρανού, της γυναίκας και άλλων στοιχείων που
αξιοποιεί ο Σαραντάρης, έχει αφιερώσει και ποίημα στον πρόωρα χαμένο δημιουργό με ειδική
μνεία, στο έργο του Ανοιχτά Χαρτιά (Ίκαρος 1974) όπου αναφέρει για τον θάνατο του ποιητή
καθώς και για την σχέση του με τα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής ότι: Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια [...] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό
σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα
γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και
να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραστο
διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο
πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της.
       Στα ποιήματα που ακολουθούν -από τον Γ Τόμο της Ποιητικής Ανθολογίας των εκδόσεων
Μαλλιάρη (Θεσσαλονίκη, 1980) που αφορά τις ποιητικές γενιές από το 1920 μέχρι το 1980 σε
εποπτεία του Γ.Κ. Ζωγραφάκη και σε επιμέλεια του Δημήτρη Σταμούλη- προσπαθήσαμε να
αναδείξουμε μέσα στον περιορισμένο χώρο της παρούσας δημοσίευσης τόσο την αισθαντική
δύναμη της ποίησης του Γιώργου Σαραντάρη και την αγάπη του για τη γυναίκα και τη φύση,
ίσως να μην είναι τυχαίο που κι οι δύο αυτές ιδιότητες είναι γένους θηλυκού, όσο και την
πλέρια φιλοσοφική και φιλοσοφημένη θέση του, αποτυπωμένη μέσα από μια απλή, καθαρή εικονοποιία και η οποία αντανακλά ξεκάθαρα την διάθεση και το ταλέντο ενός ποιητή που θα
είχε να δώσει πολλά ακόμα.



ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

Η άνοιξη σαν έκλεισε τα μάτια 

Η άνοιξη σαν έκλεισε τα μάτια

είταν γιομάτη θόρυβο

Είχε το πρόσωπο ξανθό

απ' το μεθύσι

Τα μαλλιά

της σκέπαζαν τον ύπνο

Είχε τρέξει στο δάσος

και ονειρεύονταν τον ουρανό

Γιατί λυπότανε

που δεν της έμειναν λουλούδια

Να χαρίσει

στον ουρανό

Τα είχε χαρίσει όλα

στην καρδιά μας

Και είχε φύγει

να μην την ξαναδούμε

Να μη ζητάμε πια

να μη θέλουμε πια

Δικό της δώρο.

 

Έχω δει τον ουρανό 

 

Έχω δει τον ουρανό με τα μάτια μου
με τα μάτια μου άνοιξα τα μάτια του
με τη γλώσσα μου μίλησε
γίναμε αδελφοί και κουβεντιάσαμε
στρώσαμε τραπέζι και δειπνήσαμε
σα να είταν ο καιρός όλος μπροστά μας

Και θυμάμαι τον ήλιο που γελούσε

Που γελούσε και δάκρυζε θυμάμαι.

 

Της ομορφιάς 

 

Η πιο γλυκειά παρθένα
στολίζει το δωμάτιο
ευφραίνει την περισυλλογή

Ας πούμε πως είμαστε ευτυχείς

Κι είναι η σειρά μας

να βρεθούμε αθάνατοι
να φιλήσουμε την ομορφιά
στα χείλη
και στο λεπτό της φόρεμα.

 

Κύκνειον άσμα 

 

Ο θάνατος, μονάχα αυτός 
λέρωσε την ψυχή μας
που είχε τα μάγουλα λευκά
σαν της αυγής τα δώρα

Η λάσπη επλήγωσε τ' αβρά χέρια

που φέρανε αγάπη να πονούν
στο ρόδινο πρόσωπο και σώμα 
μιας εύπιστης ευρύχωρης ημέρας.

(Με στοιχεία από το διαδίκτυο)