Στις 4/12/2016 με το ξεκίνημα του χειμώνα, ανάψαμε το τζάκι της ποίησης στον Επικοινωνία 94 FM. Παρακάτω, παραθέτουμε τα ποιήματα, που ακούστηκαν στην εκπομπή "Χειμωνιάτικη ποίηση στην εποχή της εκποίησης". Καλή ανάγνωση:
Αγάπη
Ας μη γυρίζει ο
λογισμός στα χρόνια εκείνα πίσω,
κάλιο μια τέτοια
θύμηση για πάντα να χαθεί.
Ποιός ξέρει, τώρα
θάτανε γραφτό να σ’αγαπήσω,
και τόσο που καμιά
ποτέ δεν έχει αγαπηθεί.
Κι άν έφυγεν η νιότη
σου, που θλίβεσαι για δαύτη,
ως για πουλί που
πέταξε μ’άλλα μαζί πουλιά,
περσότερο από
μι’άνοιξη τον έρωτα μου ανάφτει
του χινοπώρου
τάγγιγμα στα ωραία σου μαλλιά.
Κι ακόμη φτάνω
ν’αγαπώ σ’εσέ μιάν άλλη εικόνα,
τορκίζομαι στα μάτια
σου που τόσο λαχταρώ,
τον ήρεμο κι ανέφελο
και το γλυκό χειμώνα,
που στο χλωμό σου
πρόσωπο μια μέρα θα θωρώ.
Και μάθε το, τις
μελιχρές λαμπράδες του Δεκέμβρη,
και τις
φεγγαροσκέπαστες του Γενναριού ομορφιές,
μήτε στις τρέλλες του
Απριλιού κανένας θα τις εύρει
και μήτε στις
μονότονες του Μάη καλοκαιριές.
Μιλτιάδης Μαλακάσης
"χαρούμενα
χριστούγεννα", μας είπε ο παντοπώλης.
"Ήρθανε τα χαρούμενα χριστούγεννα των ποιητών.
Κανείς δε θα 'ναι πλέον δυσσαρεστημένος.
Κοιταχτήκαμε έκπληκτοι, ποιος να το πίστευε,
όλοι από δω και πέρα θα χαμογελούσαμε.
Βγήκαμε έξω πρόθυμοι, κάναμε τα θελήματα
προσφέραμε τη θέση μας στα λεωφορεία, στα τρένα
διαλαλώντας, σωστοί άγγελοι,
τα καλά νέα:
έφθασαν, έφθασαν τα φωτεινά χριστούγεννα,
οι μέρες της λαμπρής χαράς!
Το βράδυ, καταφτάσανε
οι μάγοι με τα δώρα:
μία διπλή κουβέρτα, δυο χαρτόκουτα
και ένα πρόχειρο μαγκάλι.
"Ήρθανε τα χαρούμενα χριστούγεννα των ποιητών.
Κανείς δε θα 'ναι πλέον δυσσαρεστημένος.
Κοιταχτήκαμε έκπληκτοι, ποιος να το πίστευε,
όλοι από δω και πέρα θα χαμογελούσαμε.
Βγήκαμε έξω πρόθυμοι, κάναμε τα θελήματα
προσφέραμε τη θέση μας στα λεωφορεία, στα τρένα
διαλαλώντας, σωστοί άγγελοι,
τα καλά νέα:
έφθασαν, έφθασαν τα φωτεινά χριστούγεννα,
οι μέρες της λαμπρής χαράς!
Το βράδυ, καταφτάσανε
οι μάγοι με τα δώρα:
μία διπλή κουβέρτα, δυο χαρτόκουτα
και ένα πρόχειρο μαγκάλι.
Έλενα Πολυγένη
Βροχή δωματίου
Η βροχή κρύωνε έξω, στο δρόμο. Χτυπούσε το
τζάμι και φώναζε,
κρυώνω.
Ήτανε, πράγματι, χειμώνας. Το τζάμι τη λυπήθηκε,
της άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο.
Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών. Είσαι τρελό, του φώναξε, που ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.
Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τί ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου;
Είναι βροχή δωματίου...
Αργύρης Χιόνης
κρυώνω.
Ήτανε, πράγματι, χειμώνας. Το τζάμι τη λυπήθηκε,
της άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο.
Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών. Είσαι τρελό, του φώναξε, που ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.
Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τί ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου;
Είναι βροχή δωματίου...
Αργύρης Χιόνης
Δεκέμβρης
Δεκέμβρης, συννεφιά κι αιθαλομίχλη
ψάχνω
αιτίες που τα μάτια μου θαμπώνουν
το κρύο
σαν μανδύας με τυλίγει
όνειρα
μαύρα κάθε βράδυ με κυκλώνουν.
Κλείνω τα μάτια, μη φανεί που κλαίω
χιλιάδες
μάτια με τρυπούν σαν με κοιτάνε
νύχτες
λευκές με στήσουνε στον τοίχο
δύσκολες
μνήμες επικίνδυνα ρωτάνε.
Ζαλίζομαι, παραπατώ και πέφτω
μέσα στου
λήθαργου το μαύρο το μπουντρούμι
σαν
πειρατής σε μπάρκο που βουλιάζει
πνίγω την
έλλειψη σ’ ένα μπουκάλι ρούμι.
Θεοχάρης Παπαδόπουλος
Ζεϊμπέκικο
στην Ιωάννα Γεωργακοπούλου (1920 – 2007)
Οι Κυριακές του χειμώνα θυμίζουν μοναξιά
πρόσωπα σκυθρωπά με τα χέρια στις τσέπες
να κλαίνε, να οργίζονται, που δίνουν τη ζωή τους
για την δημοκρατία, την αγάπη, τον έρωτα
καλή αντάμωση στα γουναράδικα, αναφωνούν
και πιάνουν το τραγούδι, βρέχει
Γράμμος, Βίτσι, Αθήνα κι ένας Δεκέμβρης τραγικός
συνοδεύουν την πορεία τους στη μάχη
κουράγιο, ψυχή βαθειά
κι εγώ αναρωτιέμαι τι μ’ έπιασε βραδιάτικα
έξω Αύγουστος, ζέστη, το σώμα σου γυμνό
παγωτό κεράσι, μουσική στο ραδιόφωνο, μελαγχολία
το ζεϊμπέκικο χορεύεται από αριστερά, είπες.
πρόσωπα σκυθρωπά με τα χέρια στις τσέπες
να κλαίνε, να οργίζονται, που δίνουν τη ζωή τους
για την δημοκρατία, την αγάπη, τον έρωτα
καλή αντάμωση στα γουναράδικα, αναφωνούν
και πιάνουν το τραγούδι, βρέχει
Γράμμος, Βίτσι, Αθήνα κι ένας Δεκέμβρης τραγικός
συνοδεύουν την πορεία τους στη μάχη
κουράγιο, ψυχή βαθειά
κι εγώ αναρωτιέμαι τι μ’ έπιασε βραδιάτικα
έξω Αύγουστος, ζέστη, το σώμα σου γυμνό
παγωτό κεράσι, μουσική στο ραδιόφωνο, μελαγχολία
το ζεϊμπέκικο χορεύεται από αριστερά, είπες.
Ειρηναίος Μαράκης
Ρόδου μοσκοβόλημα
Eφέτος άγρια μ'
έδειρεν η βαρυχειμωνιά
που μ' έπιασε χωρίς
φωτιά και μ' ηύρε χωρίς νιάτα,
κι ώρα την ώρα
πρόσμενα να σωριαστώ βαριά
στη χιονισμένη
στράτα.
Mα χτες καθώς με
θάρρεψε το γέλιο του Mαρτιού
και τράβηξα να
ξαναβρώ τ' αρχαία τα μονοπάτια,
στο πρώτο μοσκοβόλημα
ενός ρόδου μακρινού
μού δάκρισαν τα
μάτια.
Κωστής Παλαμάς
Στη νύχτα που έρχεται...
Ξεκινάμε ανάλαφροι καθώς η γύρη
που ταξιδεύει στον άνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανό
κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ’ τη γη
Μας βρίσκουν τ’ ατέλειωτα καλοκαίρια
τα μεγάλα κάματα.
Οι άνεμοι, τα νερά
παίρνουν τα φύλλα μας.
που ταξιδεύει στον άνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανό
κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ’ τη γη
Μας βρίσκουν τ’ ατέλειωτα καλοκαίρια
τα μεγάλα κάματα.
Οι άνεμοι, τα νερά
παίρνουν τα φύλλα μας.
Αργότερα
πλακώνουν οι βαριές συννεφιές
μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες
Μα πάντα αντιστεκόμαστε,
ορθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα
Ωσότου, φτάνει ένας άνεμος παράξενος
-κανείς δε ξέρει πότε κι από που ξεκινά-
μας ρίχνει κάτω
μ’ όλες μας τις ρίζες στον αέρα.
Για λίγο ακόμα μες στη φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο
-να πει μία τρίλια του στη νύχτα που έρχεται-
ένα πουλί.
πλακώνουν οι βαριές συννεφιές
μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες
Μα πάντα αντιστεκόμαστε,
ορθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα
Ωσότου, φτάνει ένας άνεμος παράξενος
-κανείς δε ξέρει πότε κι από που ξεκινά-
μας ρίχνει κάτω
μ’ όλες μας τις ρίζες στον αέρα.
Για λίγο ακόμα μες στη φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο
-να πει μία τρίλια του στη νύχτα που έρχεται-
ένα πουλί.
Μελισσάνθη
Της αγάπης
Να ‘ξερες πως λαχτάριζα τον ερχομό
σου, Αγάπη
που ίσαμε τα σήμερα δε σ’ έχω νιώσει ακόμα,
μα που ένστικτα το είναι μου σ’ αναζητούσεν, όπως
τη γόνιμη άξαφνη βροχή το στεγνωμένο χώμα!
που ίσαμε τα σήμερα δε σ’ έχω νιώσει ακόμα,
μα που ένστικτα το είναι μου σ’ αναζητούσεν, όπως
τη γόνιμη άξαφνη βροχή το στεγνωμένο χώμα!
Πόσες φορές αλίμονο! δε γιόρτασα,
θαρρώντας
πως επιτέλους έφτασες, Εσύ πού ‘χες αργήσει:
Σα μυγδαλιά, που ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα
τη ξεγελάνε, βιάζονταν κι εμέ η ψυχή ν’ ανθίσει.
πως επιτέλους έφτασες, Εσύ πού ‘χες αργήσει:
Σα μυγδαλιά, που ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα
τη ξεγελάνε, βιάζονταν κι εμέ η ψυχή ν’ ανθίσει.
Μα δεν ερχόσουνα ποτές και μέρα με
τη μέρα,
τ’ άνθια σωριάζονταν στη γης από τον κρύο αγέρα
κι είναι η ψυχή μου πιο γυμνή παρά προτού ν’ ανθίσει
τ’ άνθια σωριάζονταν στη γης από τον κρύο αγέρα
κι είναι η ψυχή μου πιο γυμνή παρά προτού ν’ ανθίσει
και σήμερα, που η Νιότη μου γέρνει
αργά στη δύση,
του ερχομού σου σβήνεται κι η τελευταία ελπίδα:
-Φοβάμαι πως επέρασες, Αγάπη και δεν σ’ είδα!...
-Φοβάμαι πως επέρασες, Αγάπη και δεν σ’ είδα!...
Κώστας Ουράνης
που χτυπούσε το τζάμι μες στο χειμώνα
κανείς δεν έμαθε
το κοιτούσαμε όλοι
ν' ανοιγοκλείνει το στόμα
να χτυπιέται - χτυπάει τα φτεράκια του
όλο χρώματα
όταν τα έκλεινε φαίνονταν σκούρα
κι όλοι χαιρόμασταν
που εκείνο το μικρό πουλί
ήρθε παρέα μας χειμώνα καιρό
ύστερα το ξεχάσαμε
με το ζεστό το κρασί και τα γέλια
μόνο πού και πού
κάποιος γυρνούσε κι έλεγε
"κοιτάχτε είναι ακόμα εκεί" και
"πόσο μας αγάπησε δε φεύγει"
πέσαμε για ύπνο
ονειρευτήκαμε πουλιά
τι ωραία
την άλλη μέρα το πουλάκι
βρέθηκε ψόφιο
κάτω από το παράθυρο
πάνω στο χιόνι που σκέπαζε το χώμα
το πετάξαμε μη λυπηθούν τα παιδιά
ήταν μια όμορφη
καινούρια μέρα
Κατερίνα Ζησάκη
Χειμερινό
τοπίο
Σφυρίζει ο άνεμος – αγρίεψε ο
καιρός,
λυσσά η βροχή, το τζάμι
μαστιγώνει…
Σε μια γωνιά απόμεινα σκυφτός
και την καρδιά μου ο φόβος
την παγώνει.
Δε με φοβίζει η αγριάδα του
καιρού,
ούτε το σφύριγμα του ανέμου,
που σαρώνει…
Εικόνα κλείνω μέσα μου
τοπίου παγερού,
που ρίζωσε και πια δεν
ξαστερώνει.
Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος
Χειμώνας 1942
Ξημέρωσεν o δείχτης πάλι Κυριακή.
Εφτά μέρες
η μία πάνω απ’ την άλλη
δεμένες
ολόιδιες
σα χάντρες κατάμαυρες
κομπολογιών του Σεμιναρίου.
η μία πάνω απ’ την άλλη
δεμένες
ολόιδιες
σα χάντρες κατάμαυρες
κομπολογιών του Σεμιναρίου.
Μία, τέσσερις, πενηνταδυό.
Έξι μέρες όλες για μία
έξι μέρες αναμονή
έξι μέρες σκέψη
για μία μέρα
μόνο για μία μέρα
μόνο για μίαν ώρα
απόγευμα κι ήλιος.
Έξι μέρες όλες για μία
έξι μέρες αναμονή
έξι μέρες σκέψη
για μία μέρα
μόνο για μία μέρα
μόνο για μίαν ώρα
απόγευμα κι ήλιος.
Ώρες
ταυτισμένες
χωρίς συνείδηση
προσπαθώντας μία λάμψη
σε φόντο σελίδων
με πένθιμο χρώμα.
ταυτισμένες
χωρίς συνείδηση
προσπαθώντας μία λάμψη
σε φόντο σελίδων
με πένθιμο χρώμα.
Μια μέρα αμφίβολης χαράς
ίσως μόνο μίαν ώρα
λίγες στιγμές
το βράδυ αρχίζει πάλι η αναμονή
πάλι μίαν εβδομάδα, τέσσερις, πενηνταδυό.
ίσως μόνο μίαν ώρα
λίγες στιγμές
το βράδυ αρχίζει πάλι η αναμονή
πάλι μίαν εβδομάδα, τέσσερις, πενηνταδυό.
Σήμερα βρέχει απ’ το πρωί.
ένα κίτρινο χιονόνερο.
ένα κίτρινο χιονόνερο.
Μανόλης Αναγνωστάκης
Χειμώνας
Νάτος και πάλι που έφτασεν ο θλιβερός χειμώνας,
μου ψαχουλεύει την ψυχή το παγερό του χέρι... Χλώμιασ' η μέρα κι η νυχτιά θα γίνει τώρα αιώνας. Ώρες θα στέκω ν' αγρικώ το μανιασμένο αγέρι.
Απόψε, όσοι μου πέθαναν, ξανά θε να πεθάνουν,
τη συνοδεία τη νεκρική θ' ακολουθήσω πάλι
κι όταν ακόμη μια φορά κάτω απ' τη γη τους βάνουν,
θα κρύψω μες στα χέρια μου τ' αλλόφρονο κεφάλι.
Ω! Πόσο μόνη θα αιστανθώ στην άδεια κάμαρά μου,
όταν κι ο ίσκιος των νεκρών π' αγάπησα, μ' αφήσει...
Με τι λαχτάρα θα το Ιδώ το φως Σου ολόγυρά μου,
σα θα 'ρτει, Θε μου, τη ζωή γλυκά να μου θυμίσει!
Μυρτιώτισσα
|
Χειμωνιάτικα δέντρα
Tα σκοτεινά φυλλώματα
στα πεύκα αργοσαλεύουν,
σα ρασοφόροι στο
βουνό που μάχονται ν' ανέβουν,
κι ο θλιβερός τους ο
ψαλμός στ' άδεια βογγάει λαγκάδια
σα μουσικός αντίλαλος
από βαθιά πηγάδια.
Mαζί τους κάτι
ολόγυμνα κλαριά δεν αποσταίνουν
τρελλά μια
χειμωνιάτικη καμπάνα να σημαίνουν,
όπου τα γέρνει ο
άνεμος γέρνουν, σημαίνουν, δίχως
απ' το βουβό τους
σήμαντρο ποτέ να βγαίνει ο ήχος.
Kαι στον καθρέφτη του
νερού, που σαν την καταχνιά,
κάποτε -τ'
ανοιξιάτικο το λέει το παραμύθι-
τον κήπο της Nεράιδας
εστρώναν τα κλωνιά
τίποτε τώρα στα θολά
δεν απομένει βύθη.
Σε ραγισμένους γύρω
αυλούς οι καλαμιές φυσούνε
τα νυφικά μαλλάκια
τους μαδούν μαδούν οι ιτιές,
τον κήπο της Nεράιδας
σβημένο νοσταλγούνε
και κλαιν τις
ανοιξιάτικες εφήμερες σκιές,
Ω! κι όλο σκύβουν στα
νεκρά νερά τα βουρκωμένα,
ω! κι όλο σειούνται
κι έχουνε μες στον πικρό βοριά
τα ίδια τα κινήματα,
τ' αργά κι απελπισμένα,
που 'χομε μες στη
λύπη μας κι εμείς την πιο βαριά.
Λάμπρος Πορφύρας
Χειμωνιάτικα πρωινά
Χειμωνιάτικα πρωινά
με αγάπες και όρκους
να κοιτάς τα ξύλα στη φωτιά να κροταλίζουν
χειμωνιάτικα πρωινα
κι εσυ σε διαδήλωση με ενα καροτσίδιο
να φωνάζεις για μια επανάσταση που σου ζεσταίνει την
καρδιά
χειμωνιάτικα πρωινά
και τα πουλιά κελαηδούν ακόμη
τα παιδιά φορουν τα παλτά
η μάνα τρέχει ξωπίσω τους
να προσέχεις Λευτέρη
είναι βαρύς ο χειμώνας
στα ελεύθερα βουνά.
Εύα Πετροπούλου-Λιανού
Χιόνι
Τί καλά που ’ναι στο σπίτι μας
τώρα που όξω πέφτει χιόνι!
Το μπερντέ παραμερίζοντας,
τ’ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι
να σκεπάζει όλα τα πράματα:
δρόμους, σπίτια, δένδρα, φύλλα.
Πόσο βλέπω μ’ ευχαρίστηση
μαζεμένη τόση ασπρίλα!
Όμως κάτου, τουρτουρίζοντας
το κορίτσι εκείνο τρέχει.
Τώρα στάθηκε στην πόρτα μας.
Ψωμί λέγει πως δεν έχει,
πως κρυώνει, πως επάγωσε…
«Έλα μέσα, κοριτσάκι.
Το τραπέζι μας εστρώθηκε
κι αναμμένο είναι το τζάκι.»
Κώστας
Καρυωτάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου