Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 








ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: 

Η Βικτωρία Θεοδώρου (1926-2019) γεννήθηκε στα Χανιά Κρήτης το 1926, κόρη πλανόδιου αγιογράφου από τη Σερβία. O πρόωρος θάνατος του πατέρα της -ήταν μόλις οχτώ χρονών- και η φτώχεια της Xανιώτισσας μητέρας την υποχρέωσαν να μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο στο Hράκλειο. Στα δεκάπεντε της χρόνια διέκοψε τις σπουδές της για να πάρει μέρος στην Εθνική Aντίσταση. Mε την απελευθέρωση (1944) ήρθε στην Aθήνα, τέλειωσε το Γυμνάσιο και γράφτηκε στη Φιλοσοφική σχολή (φιλολογικό τμήμα). Tον Mάιο του 1948, ξεκίνησε για τη Βικτωρία Θεοδώρου ο κύκλος των φυλακών και των εξοριών (Xίος, Tρίκερι, Mακρόνησος), μέχρι το 1952, οπότε επέστρεψε στην Aθήνα ως αδειούχος εξόριστη. Παρουσιάστηκε στα γράμματα από το περιοδικό "Επιθεώρηση Τέχνης".
Το πρώτο της βιβλίο εκδόθηκε το 1957. Έκτοτε καλλιεργούσε την ποίηση, αλλά κυρίως συνεργαζόταν με πολλά περιοδικά. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: "Ποιήματα", "Eγκώμιο", "Kατώφλι και παράθυρο", "Bορεινό προάστιο", "Tο λαγούτο", "H εκδρομή", "Oυρανία", " Άρειος ύπνος", "H νυχτωδία των συνόρων", "Mειλίγματα", "Xρονικό", "Eυνοημένοι"· τα πεζογραφήματα "Στρατόπεδα γυναικών" και "Γυναίκες εξόριστες στα στρατόπεδα του εμφυλίου"· το αφήγημα "O Tράικο"· τη νουβέλα "Γαμήλιο δώρο" και το μυθιστόρημα "Oι δεσποινίδες της οδού Λαμψάκου". Έχει μεταφράσει ποιήματα και πεζά από από τα γαλλικά και από σλαβικές γλώσσες. Ένα μέρος του έργου της παραμένει ανέκδοτο, ενώ την επιμέλεια του αρχείου της έχει αναλάβει ο Θάνος Φωσκαρίνης. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Αγγέλα Καστρινάκη, "Βικτωρία Θεοδώρου, Ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα: στο μεταίχμιο ελευθερίας και δέσμευσης", κ.ά. κείμενα, στο αφιέρωμα του περιοδικού "Μανδραγόρας" στην ποιήτρια. 


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: 

Ποίηση: 

Εγκώμιο, 1957  
Κατώφλι και παράθυρο (1962) 
Βορεινό Προάστειο (1966) 
Το λαγούτο (1971) 
Η εκδρομή (1973) 
Ουρανία (1978) 
Άρειος Ύπνος (1983) 
Η νυχτωδία των συνόρων (1986) 
Μειλίγματα (1990) 
Χρονικό (1994) 
Ευνοημένοι (1998) 
Καταλόγι για τον μάστορα (2008) 
Βικτώρια Θεοδώρου, Ποιήματα (2010) , συγκεντρωτική έκδοση των 12 ποιητικών συλλογών (Γαβριηλίδης)



Πεζογραφία: 

Στρατόπεδα γυναικών (1975) 
Ο Τράϊκο (1982) 
Γαμήλιο δώρο (1995) 
Οι δεσποινίδες της οδού Λαμψάκου (2005) 
Πελαγινή (2010) 
Δραπέτις (2011)



Μεταφράσεις: 


Το μεταφραστικό έργο της Βικτωρίας Θεοδώρου περιλαμβάνει ανθολογίες γαλλόφωνηςκαι σλαβόφωνης ποίησης, όπως: 
- Εκλογή από τα δημο­τικά τραγούδια της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας του Τόμε Σάζντωφ (Δί­φρος, 1979), 
-Τα άλογα τηςνεράιδας του Ντούσκο Νανέφσκι (Κέδρος,1981), Ποιητές της γαλλόφωνης Ελβετίας (Νεφέλη, 1999), 
- Ανθολογία του Αίμου (έκδοση Φίλων του περιοδικού ΑΝΤΙ, 2007) κ.ά. 


Παρακάτω παραθέτουμε ορισμένα ποιήματά της: 


Στο τάγμα της μνήμης υπηρετώντας... 

Σ΄είδα απ΄τ΄αμπέλια ν΄ανεβαίνεις
τα κλήματα περίπαθα μπλεγμένα στις ακτίνες σου -
σ΄είδα από τα νερά τα κύματα να σε φθονούνε,
από της φυλακής το παραθύρι σου φώναξα το χαίρε,
από τους ώμους του έρωτα κι ανάμεσα από τα φιλιά,
πάνω από τους καπνούς της μάχης.

Στ΄αλήθεια ευτύχησα γιατί δεν έγινα
δούλος κι αφέντης κανενός,
σ΄απόκτησα ξέροντας πως ανήκεις
σ΄όλα τα μάτια που σε βλέπουν.



 Πεπρωμένο

Οι γονείς μου σαν από κάποια επιταγή
κατέβηκαν από ορεινά χωριά για να με γεννήσουν στ΄ακρογιάλι.
Εκεί, πίστευαν, ο σπόρος τους θ΄αναπτυχθεί καλός
και θ΄αρτυθεί με το αλάτι και με το ρυθμό.

Πουλιά της θάλασσας νηπιαγωγοί μου, ψάρια αθώα
- Άργησα πολύ να μιλήσω δεν ήθελα να πω τ΄όνομά μου –
και δάκρυα της μητέρας μου πολλά στις Δρίμες για να μου δώσουνε φωνή.

Ωστόσο, μέσα από δύσβατα όνειρα
κατόρθωσα ν΄απαλλαγώ από το κατσικίσιο πόδι μου
και να πάω με τους ανθρώπους.

Αλλά είμαι καταδικασμένη ν΄ακούω τον αυλό τους
και να ιστορώ τη φυγή και την προσφυγή εκείνων των κυνηγημένων.

Στο τάγμα της Μνήμης υπηρετώντας. 



Τσακίζω τις λιανές ελιές

Τσακίζω τις λιανές ελιές και συλλογίζομαι
όσά ΄τανε να γίνουν κι απομείναν
σύννεφα, όπου δεν ρίξαν τη βροχή
παρά τα σκόρπισεν ενάντιος άνεμος.

Θα τις γλυκάνω με το βρυσικό νερό
με τ΄άλλαγμα η πικράδα τους θα φύγει
μάραθο και λεμόνι θα τους βάλλω να ευωδιάσουνε

Μα η πίκρα η δικιά μου πως γλυκαίνει;

Ωσάν την πράσινην ελιά να με τσακίζανε
δεν θα ΄φευγα με τους προσκυνημένους.



 Βασιλική Κ.

Ας ήμουν άξια να ΄στηνα τραγούδι
μεγάλο, ωσάν καράβι αρματωμένο
άφοβο του καιρού.
Τραγούδι για την ομορφιά σου, για τα νειάτα σου
και για τη μοναξιά σου,
και να ειπώ :
Το πώς εδέχτης ν΄αποθάνεις και δεν έρριξες
βλέμμα για τον Απρίλη πικραμένο
το πώς σηκώθηκες μονάχη σου
και στάθηκες μ΄ολάνοιχτα τα μάτια.

Μπροστά σου εφτά τουφέκια
πίσω σου το χάραμα
με τα τριαντάφυλλα και με τους κρόκους,
τι σούδινε κουράγιο, τι σε φτέρωνε
τι κύταζαν τα μάτια σου πέρα-μακριά
κι ήτανε τόσο ξάστερο το μέτωπό σου
ποιαν Ευτυχία, ποιαν Άνοιξη είδες να ξημερώνει
πίσω από τα τειχιά κι από τα σίδερα.
Γίνε οδηγός μου πνέμα ηρωϊκό!
Κάνε ν΄αστράψει και για μένα αναλαμπή
από τη φλόγα που σε συνεπήρε. 




Όλγα Καμπανιέρη 

Ένα όνειρο, μια παιδιακίσια σκανταλιά
με τις μικρές εργάτισσες μπροστά στις μηχανές
ξεχάστηκε …
Γύρισε η λουρίδα ξαναγύρισε λεπίδα και τσεκούρι αλύπητο
της χώρισε το μπράτσο.
Δεξιά της τώρα ένα μανίκι αδειανό ανεμίζει
απ΄ τα ζερβά το χέρι της το μοναχό·
με τούτο μόνο πέρασε στ΄αντάρτικο κι εβάσταξε τουφέκι
με τούτο πάλεψε τα βάσανα της φυλακής
μ΄αυτό κεντούσε τα προικιά που δεν εχάρηκε
ποτέ της …



 Και χωρίς εμάς

Ας έχουμε επίγνωση της ανεπάρκειάς μας
Ας μην ταυτίζουμε το γήρας μας μ΄αυτό
του Κόσμου
Μην όλα τα μετράμε με τα μέτρα μας

Γεγονός πως φεύγουμε αδικαίωτοι
Όμως οι δρόμοι καθόλου δεν τελειώνουν
Τα οράματα θα συνεχίσουν την τροχιά τους
κι οι εξεγέρσεις αλλεπάλληλες
σαν τις εκρήξεις του άστρου της ημέρας
αέναα θα ξεσπούν

Όλα θα οικοδομούνται και χωρίς εμάς
Όλα θα βαίνουν στην αρχή τους και
στο τέλος τους
Χωρίς εμάς 



Τοπίο Β΄  
Είδα το Βέλες
από τα χιόνια του να φέγγει
στους γυμνούς λόφους κρατημένο
όπως παιδί στης μάνας του το στήθος
ώρα πολέμου, ώρα αποκλεισμού.

Στάζουν οι στέγες του και κρύσταλλα
ματώνουν το μουντό πρωί
στις ράγες στο σταθμό χειμώνας
στους ώμους του Άγγελου το χιόνι.

Τον Κόστα Ράτσιν
είδα να ταλαντεύεται να πέφτει
καθώς πουλί, την τουφεκιά ν΄αντιλαλεί
να τον θρηνούν του Λόπουσνικ οι οξιές
όχι στον ύπνο μου – ύπνο δεν έχω.

Το Βέλες σκέφτομαι
κι αυτόν τον μοιρασμένο ποταμό του
που παρασύρει ατάραχος τους ρύπους
περιφρονά τις έριδες, τις βίζες.
Ενωτικός, αγαθοδαίμων.



 
Σ΄αυτούς που δόθηκε "το χάρισμα κι η μοίρα"


Σαν βρεις στο δρόμο σου το γόρδιο δεσμό,
δε γίνεται να στρίψεις πια
δεξιά, αριστερά ή και πίσω ακόμα,
προσποιούμενος άλλο ταξίδι.
Δεν σου μένει άλλη επιλογή από τη λύση
των μπερδεμάτων του πανάρχαιου κόμπου.
Οσαδήποτε μάγια ή ξεραμένα δάκρυα
κι αν κρύβει στους κύκλους του.
Οσηδήποτε ζωή ή θάνατο
κι αν χρειαστείς στο σταθμό του.



Παλιό τραγούδι  

Επάνω σε μια τάβλα την έχουν ξαπλωμένη
τ΄άσπρα της χέρια σέρνουνται στο χώμα, στα χαλίκια
σέρνεται κι η πλεξούδα της στη σκόνη
κι η φούντα της σαν σκούπα ολόχρυση το δρόμο καθαρίζει
και σκουπισμένο τον αφήνει απ΄ τ΄ αγκαθόξυλα
για να περνούν ξυπόλητοι και ποδεμένοι,
όσοι την παν νεκροί να την πομπέψουνε
στου Κλαδισού την ποταμιά.
Θανάτου αέρας σήκωσε τα σωθικά της
ξωπίσω της πολλοί, κι αδέλφια ακόμα, τηνε περιγελούν
και την πρησμένη της κοιλιά κεντούν μ΄ ένα καλάμι …
Τ΄ αχείλι της σκισμένο δεν σαλεύει
να δώσει πάλι δίκια απόκριση στα όσα της λέγαν
σε μας παράδωσε το μετερίζι της τιμής της.
Ήταν εκεί κι η μάνα μου κι άλλες μανάδες
όπου πρωί-πρωί τις σύρανε να δούνε την ντροπή
να δούνε τι μας καρτερεί και μας που ανταρτέψαμε
μα κείνες τήνε κλάψανε και τη μοιρολογήσανε
την τρυφερή της παρθενιά σπαραχτικά εμαρτύρησαν
στις λυγαριές και στα πουλιά του ποταμού,
για θυγατέρα τους την ελογάριασαν·
με τ΄ ακριβό σταμνί του δρόμου της επλύναν
το κέρινό της πρόσωπο το παιδιακίσιο με τα δυο
γεφυρωτά της φρύδια απ΄ όπου εδιάβηκεν
η Λευτεριά με την Αγάπη για να παν αντίπερα
σ΄ άλλους καιρούς καλύτερους κι ειρηνεμένους.
Μα εκείνοι μανιασμένοι κι άσπλαχνοι
παίρνουν σπαθί και κόβουν το κεφάλι της
και σε κοντάρι το καρφώνουνε με την πλεξούδα
να σειέται στον αέρα και να γνέφει αδιάκοπα
κι φούντα της ολόχρυση να διώχνει τα πουλιά της φρίκης.

Περαστικός ας ήταν να τη δει τραγουδιστής
για να της πει τ΄ αξέχαστο τραγούδι,
εγώ είμαι ένα μικρό πουλί μέσα στην καλαμιά
δε τραγουδώ, δεν κλαίω, μόνο θυμίζω
σημάδι έχω τη φωλιά μου εδώ, δε φεύγω
μαζί με τ΄ άλλα τα πουλιά για να ξεχειμωνιάσω …



 
Πρέπει να προφυλάξω τη μητέρα
 

Πρέπει να προφυλάξω τη μητέρα
να την προετοιμάσω για τα γηρατειά.
Την πείρα μου δεν έχει, βιάστηκε
ν΄αποδημήσει πριν ασπρίσουν
τα ωραία της μαλλιά.

Στον ύπνο μου τη βλέπω νέα
στις αρρώστιες, στις θλίψεις μου να με παρηγορεί
στους φόβους μου να με καθησυχάζει :
δεν είναι αλήθεια να με βεβαιώνει
γι αυτά που ακούς να λένε.
Θάνατος, κάτω κόσμος δεν υπάρχει
ποτέ δε συναντήσαμε το μαύρο καβαλάρη.

Αύρες είμαστε, αγέρας
στα φύλλα κατοικούμε
γι αυτό φθινόπωρο να΄σαι προσεκτική ...



Εκδρομή (απόσπασμα)


Τόσα γκρεμνά, με κρεμαστά νερά
για τέλος σίγουρο, αλλά δεν έπεσε καμιά
ο Λαοκράτης μόνο, εφτά χρονώ παιδί
παρμένος από κοχύλι που γυαλοκοπούσε
μέσʼ στο βυθό, ζαλίστηκε και χάθηκε.
Σμήνος μαύρο, τρέξαν οι μάνες να τον αναρπάσουν
μα κείνος πάει για του βυθού τα θαύματα.
Εδώ, μέσα στʼ αρμυρολούλουδα κοιμάται.

Αχ, πώς φυσάει μαγιάτικος ο μπάτης
λες θα τον ξυπνήσει κάθε χρόνο όπως φυσάει
με μια αναστάσιμη πνοή του
κι όπως το δικαιούται, τόσο άγουρος επέθανε
κι ανάβαθα τον έθαψαν στο κοκκινόχωμα. 



Δος μου όνομα

Ποια είμαι; Ποια είμαι; μα την αλήθεια, δε θυμάμαι. Μάργωσε η μνήμη μου, έρχεται χιόνι τ’ ακούω, απ’ τα βουνά που κατεβαίνει ριγούν οι ευκάλυπτοι. Ποιο τ’ όνομά μου;
Δος μου εσύ όνομα που’ σαι άγγιχτος και νέος.
Η μέλλει της να φύγει και να ξεχαστεί, η αχόρταγη είμαι των ήχων και των λόγων, η ώριμη πριν να μεστώσει, η άγουρη στην ωριμότητά της, η αμφίβια όπου πατάει κι όπου πετάει μαζί.
Η μέλλει της να ξεχαστεί.












 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου