Γράφει ο Νίκος Σουβατζής
Κάποτε,
έχοντας συσσωρεύσει για μεγάλο διάστημα μέσα μου πολλή θλίψη και πολλή οργή,
έγραψα ένα άρθρο για να βγάλω επιτέλους από μέσα μου όσα με έπνιγαν τόσο καιρό.
Όπως είναι φυσικό το άρθρο ήταν προσωπικό, γραμμένο σε πρώτο ενικό, και
συναισθηματικά φορτισμένο. Ακόμα και τώρα, πάνω από δέκα χρόνια μετά, το θεωρώ
ένα απ' τα καλύτερα κείμενά μου. Δεν ήταν έκκληση για βοήθεια ή κραυγή
απόγνωσης. Ήταν απλώς ένα κείμενο που εξέφραζε κάποια έντονα συναισθήματα. Όταν
ζήτησα την άποψη φίλων και οικείων για αυτό το άρθρο, διαπίστωσα με έκπληξη ότι
το εξέλαβαν σαν εξομολόγηση και όχι σαν δημοσιογραφικό κείμενο. Αντί να μου
πουν αν τους άρεσε ή όχι σαν άρθρο, μού έλεγαν ότι στεναχωρήθηκαν όταν το
διάβασαν και προσφέρθηκαν να με βοηθήσουν. Μετά από αρκετούς μήνες, σε ένα από
τα πρώτα μου διηγήματα, εξιστορούσα την
εφιαλτική ζωή και το τραγικό τέλος ενός ανθρώπου. Όταν ζήτησα τη γνώμη δικών
μου ανθρώπων που το είχα στείλει να το διαβάσουν, είχα το άγχος ότι θα το
εκλάβουν πάλι σαν έκφραση απελπισίας και φοβήθηκα ότι θα ανησυχήσουν για μένα.
Ευτυχώς κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Το έκριναν σαν αυτό που ήταν, δηλαδή σαν
λογοτεχνικό κείμενο. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι έχω πολύ μεγαλύτερη ελευθερία
έκφρασης σαν λογοτέχνης απ' ότι σαν συντάκτης. Στη λογοτεχνία μπορούμε να
γράψουμε χωρίς να μας παρεξηγήσουν και χωρίς να χρειάζεται να δίνουμε
εξηγήσεις, πράγματα που σε ένα άρθρο θα αναγκαζόμασταν να αποσιωπήσουμε ή να
αλλάξουμε σε μεγάλο βαθμό. Αυτό συμβαίνει και στην ποίηση και στην πεζογραφία.
Σε αυτό το άρθρο θα αναφερθώ στην ποίηση.
Η
ποίηση, όπως έχω ξαναγράψει, εκφράζει συναισθήματα και απευθύνεται στο
συναίσθημα. Δεν μπορεί να κριθεί όπως ένα δοκίμιο ή ένα επιστημονικό κείμενο.
Ακριβώς επειδή εκφράζει συναισθήματα, είναι λογικό σε κάποια ποιήματα να
υπάρχουν υπερβολές ή «ακρότητες». Σε αυτό το σημείο θα αναφέρω δυο παραδείγματα
για να γίνει σαφέστερο αυτό που θέλω να πω. Κάποτε, στον απόηχο μιας μεγάλης
διαδήλωσης και των συγκρούσεων που ακολούθησαν, έγραψα ένα πολύ οργισμένο
ποίημα. Ένας φίλος διαβάζοντάς το με συμβούλευσε, για να μην το παρερμηνεύσουν,
να γράψω από κάτω κάποιες διευκρινήσεις. Του απάντησα ότι κάτι τέτοιο θα το
κατέστρεφε. Στο δεύτερο παράδειγμα, ένας άλλος φίλος μού αφηγήθηκε ότι κάποια
στιγμή βρέθηκε σε μια δύσκολη κατάσταση γιατί ακολούθησε την προτροπή κάποιου
ποιήματος. Η απάντησή μου ήταν ότι δεν πρέπει να παίρνουμε την ποίηση τοις
μετρητοίς. Η ποίηση, ακόμα και όταν εμπνέεται απ' τη σύγχρονη καθημερινότητα,
δεν είναι ένας διάλογος που πρέπει να εξηγούμε ό,τι λέμε, ούτε οδηγός ζωής. Απ'
την άλλη ένα πολύ οργισμένο ή πολύ θλιμμένο ποίημα εκφράζει τα συναισθήματα που
είχε ένας άνθρωπος τη στιγμή που το έγραψε. Δεν σημαίνει ότι είναι συνεχώς
οργισμένος και θλιμμένος. Επίσης πρέπει να κατανοήσουμε ότι κάποιες εκφράσεις
που δείχνουν μια υπερβολή, οφείλονται στη συναισθηματική φόρτιση της στιγμής.
Πολύ συχνά όταν διαβάζουν κάποια ποιήματά μου με ρωτούν: «Γιατί τόση
απαισιοδοξία;». Αυτό συμβαίνει γιατί κατά κύριο λόγο ο πόνος είναι αυτός που
μας εμπνέει να γράψουμε ποίηση.
Πολλές
φορές η ποίηση γράφεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Αυτό συμβαίνει για δύο
λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε συλλογικά οράματα
και συλλογικούς αγώνες, αυτό είναι το κατάλληλο πρόσωπο. Ο δεύτερος λόγος είναι
γιατί το πρώτο πληθυντικό ταιριάζει καλύτερα στην ποίηση. Προσπαθήστε να
σκεφτείτε τους στίχους της Κατερίνας Γώγου «Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε/
Μονάχα όταν βρέχει/ βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε.» σε πρώτο
ενικό. Ενώ στον καθημερινό λόγο με ενοχλεί το πρώτο πληθυντικό, γιατί σε πολλές
περιπτώσεις απηχεί τη λογική της συλλογικής ευθύνης και των αυθαίρετων
γενικεύσεων, στα ποιήματά μου το χρησιμοποιώ κατά κόρον. Όπως επίσης
χρησιμοποιώ λέξεις που στον καθημερινό μου λόγο δεν έχω πει ποτέ. Και αυτό
είναι που διαφοροποιεί τον ποιητικό λόγο απ' τον πεζό, τον καθημερινό και τον
επιστημονικό. Ότι έχει δηλαδή τη δική του γλώσσα.
Ένα
ποίημα δεν χρειάζεται να εξηγήσει, να αποδείξει, να τεκμηριώσει το οτιδήποτε.
Μπορεί να καταργήσει τη λογική και τις καθημερινές συμβάσεις. Δεν προσπαθεί να
πείσει. Δεν επιχειρηματολογεί. Τα όποια μηνύματα τα μεταδίδει μέσω άλλης οδού.
Ο ποιητικός λόγος είναι πυκνός. Λίγες λέξεις αρκούν για να μεταδώσουν αυτό που
ένα άλλο είδος λόγου θα χρειαζόταν ολόκληρες παραγράφους. Λόγω αυτής της πυκνότητας
αλλά και των άλλων ιδιαιτεροτήτων του, ο ποιητικός λόγος χρειάζεται διαφορετική
αντιμετώπιση. Δεν χρειάζεται, ως αναγνώστες, να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε την
ποίηση με τα εργαλεία της λογικής. Απευθύνεται σε άλλες, πιο ευαίσθητες χορδές.
Σε μια εποχή που μέσω διαδικτύου βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από χιλιάδες
κείμενα, αυτό που χρειάζεται για να κατανοήσουμε την ποίηση είναι να της
δώσουμε χρόνο. Τον χρόνο που χρειάζεται για να κατασταλάξει μέσα μας και να μας
αγγίξει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου