Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης
Στο σημερινό μας αφιέρωμα παραθέτουμε τέσσερα ποιήματα του γνωστού αλλά λησμονημένου πλέον ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ο οποίος υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα. Είναι γνωστό ότι μη βρίσκοντας διέξοδο στο υπαρξιακό του πρόβλημα ο ποιητής επέλεξε την αυτοκτονία τη νύχτα της 7ης προς 8η Ιανουαρίου του 1944, φτωχός και καταπονημένος από τα ναρκωτικά.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε σε αυτό το σημείο ότι ο ποιητής ήταν ομοφυλόφιλος. Όπως ο ίδιος άλλωστε σημειώνει:
«Αν ποτέ μου δοθεί η ευκαιρία να γράψω την αυτοβιογραφία μου, εκείνο που πρέπει να τονίσω, πρώτο-πρώτο, είναι το εξής: ότι ποτέ, σε καμία στιγμή της ζωής μου, δεν θεώρησα ελάττωμα την υλικήν αποστροφή μου στη γυναίκα, και την έλξη μου από το ίδιο μου το φύλο. Αλλ' απεναντίας, αυτή την ιδιότητά μου, τη θεώρησα πάντα όχι σαν αδυναμία, αλλά σαν μια ωραία και καινούργια δύναμη, μια προηγμένη και ανώτερη τάση, για την οποία ήμουν πάντα περήφανος! Κ' άλλοι ας νομίζουν ό,τι θέλουν!» (1)
Όμως αυτή η «προηγμένη κι ανώτερη τάση» του δεν αποδείχτηκε αρκετή για να τον γλιτώσει από το μοιραίο. Κι αυτό συνέβη γιατί δεν αρκούσε στον ποιητή να έχει προσωπική επίγνωση της ταυτότητας του αλλά γιατί ήταν περισσότερο αναγκαίο και για τον ίδιο να αναγνωριστεί αυτό του το χαρακτηριστικό ως φυσιολογικό κι όχι ως διαστροφή ή ελάττωμα. Από αυτή την άποψη η εκτίμηση του Άρη Δικταίου ότι «...αυτό που κυρίως στάθηκε σαν ο μέγιστος συντελεστής της καταστροφής του ήταν τ' ότι δεν τον απασχολούσαν οι βιοτικές μέριμνες. Ελεύθερος να ζήσει τη ζωή του όπως ήθελε, άρχισε να κυκλοφορεί μόνο τη νύχτα, εγκαταλειπόμενος με ηδονή στις οποιεσδήποτε, φανερές ή μύχιες τάσεις του, χωρίς την παραμικρή αυτοπειθαρχία» (2) είναι λανθασμένη. Και γεμάτη με στερεότυπα που δημιουργούν αρνητικές εντυπώσεις για τον ποιητή, αξίζει να δείτε γιατί στην σχετική παραπομπή. Βλέπετε, η… ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών κάποιου περιλαμβάνει και την ικανοποίηση των αναγκών που προέρχονται και από τη σεξουαλική του ταυτότητα.
Όπως και να έχει ούτε η αυτοπεποίθηση που τον διακατείχε σχετικά με την σεξουαλική του ταυτότητα, ούτε η καταφυγή στα ναρκωτικά, ούτε καν η αλληλεγγύη και η παρηγοριά που έβρισκε στον κόσμο της νύχτας -και ο οποίος αποδείκνυε την υποκρισία του καλού κόσμου που ότι δεν χωράει στα καλούπια του το αντιμετωπίζει ως πρόβλημα- δεν ήταν ικανά να αποτρέψουν το μοιραίο.
Αριστερή αναζήτηση και στράτευση
Από την δεκαετία του '20 και μετά ο Λαπαθιώτης ήρθε σε επαφή με το κομμουνιστικό κίνημα και στη συνέχεια ενστερνίστηκε τον κομμουνισμό ενώ το 1932 και μετά αρθρογραφούσε στο αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι» όπου δημοσιεύτηκε το πεζό τραγούδι «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου». Το 1943 συνδέθηκε στενά με τους αντάρτες του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, σύμφωνα με καταθέσεις του Τάσου Βουρνά. (3)
Αυτό μας δείχνει ότι αν στα πρώτα του ποιήματα ο ποιητής είναι επηρεασμένος από τον αισθητισμό και τον αισθησιασμό που κυριαρχεί στις αρχές του εικοστού αιώνα, και τους Ουώλτερ Χορέισο Πέιτερ και Όσκαρ Ουάιλντ κι αν στα τελευταία του καταλήγει σε «τόνους απελπισμένους και μελαγχολικούς, όπου κυριαρχεί το αίσθημα του χαμένου ιδανικού και της νοσταλγίας» (4), υπήρξε και μια περίοδος στην ζωή και το έργο του που σαφώς δεν περιορίστηκε στην ατομική έκφραση αλλά αναζήτησε και συνδέθηκε με δρόμους εναλλακτικούς και συλλογικούς οι οποίοι θα μπορούσαν -και μπορούν- να δώσουν πραγματική διέξοδο τόσο στα ζητήματα που απασχολούσαν/ουν τόσο το κοινωνικό σύνολο, όσο και τον ίδιο το ποιητή.
Άλλωστε το 1916 θα δημοσιευτεί στο Ριζοσπάστη το ποίημά του «Κραυγή» ενώ το 1927 ο Λαπαθιώτης δημοσιοποιεί ότι ασπάστηκε την κομμουνιστική ιδεολογία, ενώ με γράμμα του προς τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών θα ζητήσει τον αφορισμό του(!), αφού, όπως γράφει: «η χριστιανική θρησκεία όπως επίσης και κάθε άλλη θρησκεία μου έχει αποβή τελείως περιττή» (το γράμμα δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη). Ακόμα, εξέφρασε την αντίθεσή του στη δικτατορία του Μεταξά και στη ναζιστική κατοχή μέχρι του σημείου να τρέφει σοβαρές συμπάθειες στο ΕΑΜ. Μάλιστα λίγο πριν από την αυτοκτονία του, το 1943, ο Λαπαθιώτης συνδέθηκε με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ Εξαρχείων και τους χάρισε τα όπλα τού πεθαμένου πια στρατιωτικού πατέρα του.
Μπορούμε να πούμε μάλιστα ότι η αριστερή αναζήτηση και τελική στράτευση του ποιητή σήμανε και μια ποιητική ανανέωση που όμως δεν ολοκληρώθηκε. Παρόλαυτα, ότι και να συνέβη, νομίζουμε πως αξίζει να ανακαλύψουμε ξανά τον ποιητή και το έργο του.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ:
LANGUEUR D' AMOUR
Αχ! να φιλούσα τα δυο χείλη σου,
τόσο τρελά και τόσο αχόρταγα,
που απ’ τα φιλιά να τα ματώσω…
Να τα ματώσω τα δυο χείλη σου!
Τα χέρια να σου πλέξω γύρω
και μεσ' στα βάθη τα ολοσκότεινα
των μαύρων ίσκιων να σε σύρω…
Και να μου λες: «Μη τα χειλάκια μου!
Μην τα ματώνεις, τι σου φταίνε;
Αχ, μου πόνεσαν τα χειλάκια μου!
Σώνει, γλυκέ μου αγαπημένε! ...»
Και να περνάνε τα μεσάνυχτα,
οι αυγούλες, οι βραδιές, οι χρόνοι,
και να σου λέω «Ακόμα, αγάπη μου,
ακόμα, αγάπη μου… Δε σώνει! ...»
ΤΟΠΙΟ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ
Έν’ αλλόκοτο φεγγάρι, σαν ένα κομμάτι πάγου,
πεθαμένο και στημένο μεσ' στη μέση του πελάγου,
μια βουβή μεγάλη ξέρα, πιο γυμνή κι από παλάμη,
μ’ ένα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό μικρό καλάμι,
κι ένας ίσκιος – ένα κάτι, που δεν ξαίρω τι έχει χάσει,
κι από τότε φέρνει γύρα, μη μπορώντας να ησυχάση,
– παγωμένο, το χαμένο κι όλο φως εκείνο τρίο,
σιωπούσε, κι αγρυπνούσε, μεσ' στη νύχτα, μεσ' το κρύο...
ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ
Απόψε αγάπησα τα μάτια μου,
κοιτώντας τα μεσ' στον καθρέφτη:
να 'ταν το φως, που, μεσ' στην κάμαρα,
τόσο λεπτά κι ανάερα πέφτει;
ναταν το ρόδο το απριλιάτικο,
που τοχα βάνει στη γωνία,
να μην το δω να παραδίνεται
στη βραδυνή την αγωνία;
Ναταν, αλήθεια, το τριαντάφυλλο
που ξεψυχούσε στο ποτήρι,
– ή κάποιοι πόθοι που με παίδευαν,
και που είχαν απομείνει στείροι; ...
το ρόδο που 'σβηνε, το πάθος μου,
το παραθύρι που δεν κλείνω,
– ή μήπως επειδή σε κοίταξαν
τόσο πολύ, το βράδυ εκείνο; ...
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ
…Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλυτοι -ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης- οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι -και για να σ’ αφανίσουν, μια για πάντα, μεταξωτή μυγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκώνα με τη σάπια την ψυχή!…
* * *
Φτάνουν απ’ τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια, για να σου δώσουν τώρα, μια για πάντα, το μεγάλο μάθημα τ’ αξέχαστο, της πρώτης και στερνής δικαιοσύνης, καθώς την πήραν απ’ τα χέρια της ζωής -με τα θαμπά και τ’ άξεστα μυαλά τους πυρπολημένα από την αγανάκτηση…
* * *
Ξεμπουκάρουν απ’ όλες τις μεριές -και φτάνουν, όλο φτάνουν, όλο φτάνουν- σέρνοντας τις θολές τους τις καρδιές, με την ακατάλυτη στοργή, και με τ’ ανεξερεύνητα τα μίση -για να σε μάθουν πράματα μεγάλα- πράματα μεγάλα κι’ αλησμόνητα, που θα τ’ ακούσεις μια φορά για πάντα, που θα τα νιώσεις μια φορά για πάντα, και πια δε θα μπορείς να τα ξεχάσεις.
* * *
Έρχονται τώρα, με σφιγμένα δόντια και μ’ ανταριασμένα τα μαλλιά, να σε πατήσουν με τ’ αγροίκα πόδια τους, να σε ποδοκυλίσουν αδυσώπητα, μέσ’ στο χρυσό σου τραγικό παλάτι -να σπάσουν τη φαρμακερή καρδιά σου, με το θυμό που σπάνε τ’ αποστήματα -να σ’ αφανίσουν τώρα, μια για πάντα -να σβήσεις απ’ τη μνήμη των ανθρώπων, για το κρίμα που τους έχεις κάνει, να τους αναθρέψεις με το μίσος, και με το μαύρο βόγγο στην ψυχή…
* * *
Φτάνουν οι γυμνοί κι αδικημένοι -κι οι ταπεινοί κι οι καταφρονεμένοι- που μέρα νύχτα τους κεντούσες με τα σίδερα, για να σου γλύφουν δουλικά τη φτέρνα- πλακώνουν τώρα, κύμα μανιασμένο, να τραγανίσουν τη ζεστή καρδιά σου, για το μεγάλο κρίμα που τους έκανες, να τους σκοτώνεις αναμεταξύ τους, για να ρουφάς τα δόλια τους μεδούλια, και να χορταίνεις, μέσ’ στην ξενοιασά σου, καλοθρεμμένο τέρας αστικό…
* * *
Ξυπνούν οι σκλάβοι απ’ όλες τις μεριές, να σε ξεσκίσουν με τα μαύρα νύχια τους, γιατί πεινούσαν και διψούσανε γι’ αγάπη -και συ τους πότιζες, δεν ξέρω πόσα χρόνια, τους πότιζες με ξύδι και χολή…
* * *
Γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, το πράμα αυτό που κράζουν ουρανό, θα ξαναγίνει πάλι γαλανό· γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, θα τραγουδήσουν πάλι τα πουλιά, και θα μοσκοβολήσουν τα ρόδα· γιατί τότε μόνο θ’ ακουστεί το καθαρό τραγούδι του αηδονιού, και τ’ άστρα, που είναι σκόρπια στο διάστημα, θα ξαναβρούνε την παλιά τους όψη! Τότε κι η Στοργή θα κατεβεί, να φιλήσει στα χείλη τους ανθρώπους…
* * *
Γιατί μόνο τότε, μόνο τότε, μόλις χαθείς αγύριστα, για πάντα, και τα κλαμένα βλέφαρα στεγνώσουν, και γίνουν ιλαρά τα μάτια πάλι- τότε μονάχα θα ξανακουστεί, μεσ’ απ’ τα μαύρα βάθη της αβύσσου, χαρμόσυνη, λαμπρή κι αγγελική, μια φοβερή κι απέραντη φωνή -φωνή της μακρινής κι ακατανόητης, τώρα, Σοφίας της Δημιουργίας…
~
Παραπομπές:
1) Χαρτοκόλλης Πέτρος (Αθήνα, 2003), Ιδανικοί αυτόχειρες - Έλληνες λογοτέχνες που αυτοκτόνησαν, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ.74
2) Δικταίος Άρης (1964). «Πως γνωρίστηκα με τον Λαπαθιώτη», Νέα Εστία (881): 366. (http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=103077&code=0673&zoom=800)
3) Σαραντάκος Νίκος (31-10-2014), «Βαθύ Κόκκινο | Ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης και το κομμουνιστικό κίνημα: ένα άγνωστο ντοκουμέντο»
4) Πολίτης Λίνος ( Αθήνα, 1998), Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ. σελ. 247
Πηγές:
Τα τρία πρώτα ποιήματα είναι από το βιβλίο Ποιητική Ανθολογία, Β' τόμος, σειρά Γνώση (εκδ. Μαλλιάρη, 1980) και το τέταρτο αναδημοσίευση από σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού Ατέχνως στις 7/1/2017 ( https://atexnos.gr/τραγούδι-για-το-ξύπνημα-του-προλεταρι/)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου