Οι εποχές του χρόνου ήταν και είναι πάντα πηγή έμπνευσης για τους ποιητές. Τα ποιήματα, που ακολουθούν είναι αφιερωμένα στο φθινόπωρο. Ψάξαμε σε blogs και ανθολογίες και αλιεύσαμε τα πιο αντιπροσωπευτικά, κατά τη γνώμη μας ποιήματα. Άλλα χιλιοδημοσιευμένα και άλλα λιγότερο γνωστά. Κάποια, ίσως και να μην έχουν κυκλοφορήσει στο διαδίκτυο ή ανήκουν σε ποιητές, που δεν γνωρίζουμε το έργο τους, αλλά τα συγκεκριμένα ποιήματα μας άρεσαν. Καλή ανάγνωση.
Το φθινόπωρο
Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά,
γοργά ο πελαργός τα πελαγώνει,
κι η φλύαρη χελιδονοφωλιά
χορτάριασε παντέρημη και μόνη.
Του σπίνου χάθηκε η γλυκειά λαλιά,
φοβήθηκε ο μελισσουργός το χιόνι
κι η σουσουράδα κάτω στην ακρογιαλιά
δεν τρέχει, δεν πηδά, δεν καμαρώνει.
Στης λυγαριάς τ' ολόξερο κλαδί,
του φθινοπώρου φτωχικό παιδί,
ο καλογιάννος πρόσχαρος προβάλλει.
Με λόγια ταπεινά και σιγανά,
μικρός προφήτης φτερωτός, μηνά
την άνοιξη, που θα γυρίσει πάλι.
Γεώργιος Δροσίνης
Οι γερανοί Φθινοπωρινή βραδιά ο ήλιος βασιλεύει. Δε σαλεύουν τα κλαδιά, φύλλο δε σαλεύει. Και περνούν οι γερανοί, ταξιδεύουν πέρα, και σαν λόγχη μελανή σχίζουν τον αγέρα. Ο κρωγμός αντιλαλεί κι όλοι τους κοιτάζουν και μ’ αγάπη «ώρα καλή!» στα πουλιά φωνάζουν. Κι η γριά που περπατά στο ραβδί γερμένη, στέκει και τα χαιρετά, λέγει λυπημένη: Στο καλό χρυσά πουλιά, στο καλό να πάτε. Τάχα θα με βρείτε πλιά πίσ’ όταν γυρνάτε; Ήλθ’ ο Μάρτης και ξυπνά σα νυφούλα η πλάση, λουλουδίζουνε βουνά, πρασινίζουν δάση. Ήλθαν από μακριά τα πουλιά και πάλι, μα σκεπάζει τη γριά κρύα γης αγκάλη. |
Αριστομένης Προβελέγγιος
Πλησίον Παραθύρου Ανοικτού
Εν φθινοπωρινής νυκτός ευδία,
πλησίον παραθύρου ανοικτού,
εφ’ ώρας ολοκλήρους, εν τελεία,
ηδονική κάθημαι ησυχία.
Των φύλλων πίπτ’ η ελαφρά βροχή.
Ο στεναγμός του κόσμου του φθαρτού
εν τη φθαρτή μου φύσει αντηχεί,
αλλ’ είναι στεναγμός γλυκύς, υψούται ως ευχή.
Aνοίγει το παράθυρόν μου κόσμον
άγνωστον. Aναμνήσεων ευόσμων,
αρρήτων μοι προσφέρεται πηγή.
Επί του παραθύρου μου πτερά
κτυπώσι — φθινοπωρινά πνεύματα δροσερά
εισέρχονται και με περικυκλούσι
κ’ εν τη αγνή των γλώσση μοι λαλούσι.
Ελπίδας αορίστους και ευρείας
αισθάνομαι· κ’ εν τη σεπτή σιγή
της πλάσεως, τα ώτα μου ακούουν μελωδίας,
ακούουν κρυσταλλίνην, μυστικήν
εκ του χορού των άστρων μουσικήν.»
Κ.Π. Καβάφης
Πόθος
Βαθύ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρό σε καρτερώ,
με τις πλατιές, βαριές σου στάλες
των φύλλων άραχλοι χαμοί, των δειλινών αργοί καημοί,
που με μεθούσατε τις άλλες...
Βαθύ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρό σε καρτερώ,
με τις πλατιές, βαριές σου στάλες
των φύλλων άραχλοι χαμοί, των δειλινών αργοί καημοί,
που με μεθούσατε τις άλλες...
Τα καλοκαίρια μ᾿ έψησαν και τα λιοπύρια τα βαριά,
κι οι ξάστεροι ουρανοί οι γαλάζοι:
απόψε μου ποθεί η καρδιά πότε να ῾ρθεί μέσ᾿ τα κλαριά,
ο θείος βοριάς και το χαλάζι!
Τότε, γερτός κι εγώ ξανά, μέσ᾿ τα μουγγά τα δειλινά,
θ᾿ αναπολώ γλυκά, -ποιος ξέρει-,
και θα με σφάζει πιο πολύ, σαν ένα μακρινό βιολί,
το περασμένο καλοκαίρι...
κι οι ξάστεροι ουρανοί οι γαλάζοι:
απόψε μου ποθεί η καρδιά πότε να ῾ρθεί μέσ᾿ τα κλαριά,
ο θείος βοριάς και το χαλάζι!
Τότε, γερτός κι εγώ ξανά, μέσ᾿ τα μουγγά τα δειλινά,
θ᾿ αναπολώ γλυκά, -ποιος ξέρει-,
και θα με σφάζει πιο πολύ, σαν ένα μακρινό βιολί,
το περασμένο καλοκαίρι...
Οι κύκνοι το φθινόπωρο ζητάνε τη χαρά τους
γιατί η χαρά τους πέταξε μαζί με τ᾿ αγιοκαίρι…
Θα ζήσουν τάχα να τη βρουν, την άνοιξη; -Ποιος ξέρει;
…γιατὶ μπορεί και να χαθούν πριν βρούνε τη χαρά τους…
Απόψε την περίμεναν, σχεδόν όλο το βράδι,
ώσπου στο τέλος νύσταξαν κοιτώντας το σκοτάδι,
κι έγειραν και κοιμήθηκαν απάνω στα φτερά τους…
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Φθινοπωρινό
Σε λίγο βυθιζόμαστε μες στα ψυχρά σκοτάδια·
χαίρετε, αχτίδες θερινές! Τι λίγο που βαστούν!
Ακούω, να, που ρίχνουνε ξύλα και ξεροκλάδια,
που μ' έναν κρότο νεκρικό μες στις αυλές βροντούν.
Πάλι ο χειμώνας μέσα μου θα μπει: το ρίγος του όλο,
η οργή του, η φρίκη κι η σκληρή και στανική δουλειά·
κι όπως ο ήλιος στον φριχτό και παγωμένο πόλο,
έτσι η καρδιά μου κόκκινη και κρύα θα 'ναι πια.
Με τρόμο ακούω κάθε κορμό τις πλάκες να τραντάζει·
κρεμάλα σαν στηλώνουνε, πιο κούφια δε βροντά.
Με πύργο που γκρεμίζουνε έτσι κι ο νους μου μοιάζει,
που πέφτει από χτυπήματα, ακούραστα, βαριά.
Και λες πως ο μονότονος κρότος τους με λικνίζει,
πως κάπου κάποιο φέρετρο καρφώνουν βιαστικά...
Για ποιον; - Το θέρος ήταν χτες, φθινόπωρο μυρίζει!
Σαν ώρα χωρισμού ο κρυφός τους κρότος αντηχά.
Charles Baudelaire
Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης
Θα πεθάνω ένα πένθινο του φθινοπώρου δείλι
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινoπώρου δείλι
μες την κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
μέσα σ' έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να 'ρθει ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε...».
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: «Μ' αυτός έχει πεθάνει!».
Μια στιγμή θ' απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι
θε να πουν: «Τι 'ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε...»
και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.
Κάποιος θα 'ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψη
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».
Κι αυτή θα 'ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα' ναι όλοι οι φίλοι μου - κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι
και μια Καίτη, θαρρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα - και νεκρό θα με βρίσει...
Τί να σου πω, φθινόπωρο…
Τί να σου πω, φθινόπωρο, που πνέεις από τα φώτα
της πολιτείας και φτάνεις ώς τα νέφη τ’ ουρανού;
Ύμνοι, σύμβολα, ποιητικές, όλα γνωστά από πρώτα,
φυλλορροούν στην κόμη σου τα ψυχρά άνθη του νου.
Γίγας, αυτοκρατορικό φάσμα, καθώς προβαίνεις
στο δρόμο της πικρίας και της περισυλλογής,
αστέρια με το μέτωπο, με της χρυσής σου χλαίνης
το κράσπεδο σαρώνοντας τα φύλλα καταγής,
είσαι ο άγγελος της φθοράς, ο κύριος του θανάτου,
ο ίσκιος που, σε μεγάλα βήματα φανταστικά,
χτυπώντας αργά κάποτε στους ώμους τα φτερά του,
γράφει προς τους ορίζοντες ερωτηματικά…
Ενοσταλγούσα, ριγηλό φθινόπωρο, τις ώρες,
τα δέντρα αυτά του δάσους, την έρημη προτομή.
Κι όπως πέφτουνε τα κλαδιά στο υγρό χώμα, οι οπώρες,
ήρθα να εγκαταλειφθώ στην ιερή σου ορμή.
Κώστας Καρυωτάκης
Είμαι ένα φύλλο ωχρό
Είμαι ένα φύλλο ωχρό του φθινοπώρου
που από βουνίσιο δέντρο έχει ξεφύγει,
το βήμα με ταράζει του οδοιπόρου,
στον άνεμο χρωστώ τα θεία μου ρίγη.
Είμ᾽ένα σάπιο ξύλο από καράβι
κι η θάλασσα για πάντα μ᾽ορίζει,
τους πόθους μου γι᾽άφταστα μάκρη ανάβει,
καθώς με πάει και με στριφογυρίζει.
Μα έχει το κύμα αυτό που μ᾽αναδεύει,
τόσες ζωές απάνω μου σωριάσει,
που γνώρισα-κι ας μη με ταξιδεύει-
μες απ᾽αυτές, ολάκερη τη πλάση.
Κι αν δε μου εδόθη στου ονείρου τη χώρα
ν᾽αράξω, μου φανέρωσε τ᾽αγέρι
το ξωτικό της μύρο, κι η άγρια μπόρα,
μηνύματα από κείθε μου έχει φέρει.
Κι εσπαταλεύτηκ᾽ έτσι ο εαυτός μου,
τα μάτια μου αποστάσαν κι η καρδιά μου,
γιατί έψαξα τα πέρατα του κόσμου
δίχως να ξεμακρύνω απ᾽τη γωνιά μου...
Μυρτιώτισσα
Αφιέρωση
Φίλε, του φθινοπώρου ήρθεν η Ώραστην πόρτα μου έξω. Κίτρινο φορεί
στεφάνι από μυρτιά. Στα νικηφόρα
χέρια της μία κιθάρα θλιβερή,
κιθάρα παλαιϊκή που κλει πληθώρα
μέσα της ήχους και ήχους. Ιερὴ
κοιτίδα. Κάθε πόνος, κάθε γνώρα
ποὺ ήταν γλυκιά και γίνηκε πικρή,
Ήχος μέσ᾿ στην καρδιά της αποστάζει.
Φίλε, του φθινοπώρου η Ώρα εκεί
στην πόρτα μου ήρθε δίχως να διστάζη
Και το κιθάρισμά της πότε πότε
σα νάτανε η φωνή σου η μυστική
τους στίχους σου που μου τραγούδαες τότε.
Μαρία Πολυδούρη
Φθινόπωρο
Τώρα η αυγή δεν είναι πια σαν πρώτα ξάστερη
τόσο ζεστός δεν είναι πια ο αγέρας
τόσο καθάριος ο ουρανός..
Πέρασαν οι μεγάλες μέρες
τελειώνουν οι χαριτωμένοι μήνες,
αλίμονο, να που τα δέντρα κιόλας κιτρινίζουν!
Με πόσο γρήγορο περπάτημα φεύγει ο καιρός!
Νομίζεις πως τα μάτια μας που θάμπωνε το καλοκαίρι
μόλις επρόλαβαν να δουν τα πράσινα φυλλώματα.
Για όποιον ωσάν κι εμένα ζει με τα παράθυρα ανοιχτά
πικρό είναι το φθινόπωρο
με το βοριά του και την καταχνιά του
και το χαμένο καλοκαίρι φίλος που έφυγε.
«Χαίρετε», λέει τούτη η φωνή που κλαίει μες στην ψυχή μου,
χαίρε γαλάζιε μου ουρανέ που μια ζεστή πνοή χαϊδεύει!
Χαρές του ολάνοιχτου ύπαιθρου
μέσα στα δάση θόρυβοι φτερών,
περίπατοι, ρεματαριές γιομάτες μακρινές φωνές,
λουλούδια, ευτυχίες αθώες των ήρεμων ψυχών,
χαίρετε αυγές! Τραγούδια! Δροσοσταλάσματα κι αχτίδες!
Αφού όλα φεύγουν, ας προσθέσουμε:
ω ευλογημένες και γλυκές ημέρες
ωϊμένα! Θα ξανάρθετε;
Θα με ξαναβρείτε;
Victor Hugo
Φθινοπωρινό τραγούδι
Του φθινοπώρου οι μακρινοί,
οι ασταμάτητοι λυγμοί
καθώς ξεσπούνε
με μιαν ανία αβάσταχτη
την τρυφερή μου την καρδιά
έρχονται και χτυπούνε.
Κι όταν ο χρόνος ο πικρός
μέσα στη θλίψη μου κι αυτός
το διάβα του σημαίνει,
μες σε λυγμούς αναπολώ
την παιδική μου τη ζωή
την περασμένη.
Και με τ' αγέρι που φυσά
και δώθε-κείθε με πηγαίνει
αθέλητα αναχωρώ,
σαν ένα κιτρινόφυλλο
που έπεσε και χάθηκε
για πάντα πια νεκρό.
μέσα στη θλίψη μου κι αυτός
το διάβα του σημαίνει,
μες σε λυγμούς αναπολώ
την παιδική μου τη ζωή
την περασμένη.
Και με τ' αγέρι που φυσά
και δώθε-κείθε με πηγαίνει
αθέλητα αναχωρώ,
σαν ένα κιτρινόφυλλο
που έπεσε και χάθηκε
για πάντα πια νεκρό.
Paul Verlaine
Μετάφραση: Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος
Φθινοπώριασε
Φθινοπώριασε…
Προς τι όμως ο πόθος για παντοτινό ήλιο;
Εμείς είμαστε στρατευμένοι στην ανακάλυψη του θείου
φωτός…
Μακριά από τους ανθρώπους που φθίνουν με τις εποχές…
Φθινόπωρο…
Η βάρκα μας μετέωρη μες στην ασάλευτη ομίχλη
Επιστρέφει στο λιμάνι της δυστυχίας…
Στην απέραντη πολιτεία με τον ουρανό λεκιασμένο
από φωτιά και λάσπη…
Κουρέλια που σαπίζουν…
Μουσκεμένο στη βροχή ψωμί…
Μέθη… Μέθη… Μέθη…
Και χιλιάδες έρωτες που με σταύρωσαν…
Δε θα σταματήσει πια αυτή η λάμια
να εξουσιάζει εκατομμύρια ψυχές και σώματα νεκρών
που θα αντιμετωπίσουνε τη θεία κρίση…
Ο εαυτός μου…
Κοιτάζω πάλι τον εαυτό μου…
Κοιτάζομαι ξανά…
Το δέρμα μου φαγωμένο από το πύο και την πανούκλα…
Στα μαλλιά μου σκουλήκια
και στην καρδιά μου παντού σκουλήκια …
Ξαπλωμένος ανάμεσα σε άγνωστους χωρίς ηλικία, χωρίς
αισθήματα…
Θα μπορούσα να πεθάνω εδώ…
Τι φριχτή ανάμνηση…
Σιχαίνομαι την κακομοιριά και ο χειμώνας με τις ανέσεις
του με φοβίζει…
Καμιά φορά βλέπω στον ουρανό απέραντες ακτές…
Πλημμυρίζουν από χαρούμενα έθνη ντυμένα στα λευκά…
Από πάνω μου ένα μεγάλο χρυσό καράβι με τις
πολύχρωμες σημαίες του
Να ανεμίζουν στην πρωινή αύρα…
Επινόησα όλες τις γιορτές…
Έζησα όλους τους θριάμβους… Όλα τα δράματα…
Προσπάθησα να δημιουργήσω καινούρια λουλούδια…
Καινούρια άστρα… Καινούρια σώματα… Καινούριες
γλώσσες…
Πίστεψα ότι απέκτησα υπερφυσικές δυνάμεις…
Και λοιπόν;
Πρέπει να θάψω μια για πάντα τη φαντασία μου και τις
αναμνήσεις μου…
Η μεγάλη δόξα του καλλιτέχνη έχει πάει περίπατο…
Θα ζητήσω συγγνώμη που έζησα μες στο ψέμα και φύγαμε…
Ούτε ένα αγαπημένο χέρι…
Ούτε ένα...;
Πουθενά βοήθεια…
Πουθενά...;
Arthur Rimbaud
Χινόπωρος
Πόσον η Ζήση απλόχωρη κι όμως δε με χωράει!
Πόσον ο θάνατος παντού κι αλί δεν τονε βρίσκω!
Χτυπάει τα παραθύρια μας του χινοπώρου η μέρα,
καθώς πετιέται σαν τη φλόγ’ απ’ του Υμηττού την κόψη,
μετωρισμένη στα φτερά γαλατερής ομίχλης!
Και μπήκε ο ήλιος της αυγής ολάρμενος στο σπίτι
και μπήκε ο μήνας Τρυγητής με τα γλυκά σταφύλια
και με τους σκούρτους, τις μουστιές και με το Βάκχο πρώτο,
με πίπιζες και με χορούς κι ολόγδυτες Βακχίδες
και με σηκώσαν από χάμου ώς του βουνού το ψήλος
και πήα μαζί τους όλο πνεύμα ανάερο, φτερουγάτο!
Και πού ’μαι τώρα; Ούτε και ξέρω. Σ’ άλλη γης και χρόνο!
Τόσον η ζήση απλόχωρη κι άλλους χωράει αρρώστους!
Τόσον ο θάνατος παντού και πουθενά δεν είναι!»
Κώστας Βάρναλης
Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο
Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες…
Γιώργος Σεφέρης
Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριο βοών μέσα στην πλάση
(απόσπασμα)
(απόσπασμα)
Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών κτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ‘ναι πάντα καλοκαίρι (γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος) αναγαλλιάζουν οι ψυχές, και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός αρχάγγελος του Παραδείσου, βοά και λέγει στο κάθε που άγγιξε κορμί:
Τα ρούχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνας, θέρος-
όπου κι αν είσαι-
είναι η ρομφαία μου μαζί σου.
Τα ρούχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνας, θέρος-
όπου κι αν είσαι-
είναι η ρομφαία μου μαζί σου.
Ανδρέας Εμπειρίκος
Φθινόπωρο
Ονειρεύομαι ένα άγαλμα να κλαίει μες στην ομίχλη,
έναν φυλακισμένο να τραγουδά,
μια γυναίκα να μην κλέβει τα χρόνια της,
ένα παιδί που να μη ρωτά.
Το φθινόπωρο θα μαζέψω όλα τα φύλλα στην πόρτα μου
να γείρει η χαμένη ζωή μου.
Τάσος Λειβαδίτης
Φθινοπωρινό σούρουπο
Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε
όλο και πιο πολύ το φως
σα να τέλειωνε για πάντα ο κόσμος.
Τάσος Λειβαδίτης
Άνεμος του Νοεμβρίου
Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση,
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπήσουν.
Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελθόν (πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και κανείς δεν θα μας θυμηθεί.
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση,
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπήσουν.
Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελθόν (πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και κανείς δεν θα μας θυμηθεί.
Τάσος Λειβαδίτης
Φθινόπωρο
Ώρα δειλινού,
του φθινοπώρου τα νέφη στίβουν το φουστάνι να στεγνώσει τ΄ ουρανού
και στου απόβροχου τη σκόλη
βγαίνουν για σεργιάνι οι σαλίγκαροι όλοι
κάτω απ΄ το ξεθωριασμένο παρασόλι
του ήλιου. Τώρα, η λάμια
η γη λιάζει τα βρεγμένα της τα χράμια
με των κάμπων τα πλουμίδια
κι από τα χορτάρια
κι από τα ψηλά γρασίδια
οι σταλαγματιές γλιστρούνε χάντρες
και μαργαριτάρια
από ουράνια δαχτυλίδια.
Τις μαζώνουν οι νεράιδες οι ανυφάντρες
μες στα υπόγεια τους σεράγια και στ΄ ανήλια
πολυέλαιους κι αργυρά καντήλια
σε πλεμάτια κρυσταλλένιες μπάλες-
μάγισσα γριά κι η αράχνη τις κρεμάει μες στις κουφάλες.
Και λογής λογής
ένα ένα όλα τα ζούδια
ξεφαντώνουν απ΄τη γης
κι από μέσα από τα φλούδια.
Κι ένας μέρμηγκας σκαλώνει σ΄ ένα αγκάθι φουντωτό
ν΄αγναντέψει όλο τον κόσμο από τέτοιο λιακωτό.
Να, το αυλάκι κάνει χάζι
το άχυρο – σχεδία που αράζει
και το δρασκελούν βαθράκοι.
Κόσμοι ολόκληροι ζωύφια
ταξιδεύουν με πιρόγες τα κελύφια.
Κρύα ανατριχίλα στα νερά.
Σαν πεταλουδιώνε σμάρι
τώρα ο σίφουνας θα πάρει
απ΄ τα δέντρα όλα τα φύλλα τα ξερά.
Στα καλάμια τη φλογέρα του φυσάει
κι όπως πάει, πάει, πάει
ο άνεμος -τσοπάνος- σαλαγάει
σ΄άλλα πια λημέρια
σ΄άλλο τώρα χειμαδιό τα καλοκαίρια.
Μελισσάνθη
Φθινοπωρινή θλίψη
Φεύγουν οι παραθεριστές. Τα παράθυρα κλείνουν.
Ένα πλοίο στο βάθος, μονάχο, κρυώνει.
Κάτω απ’ το πράσινο παγκάκι του κήπου
μένουνε τα σαντάλια σου, σκεβρωμένα απ’ το αλάτι.
Γιάννης Ρίτσος
Φθινόπωρο
Στην ομίχλη φεύγουν ένας χωρικός στραβοπόδης
Και το βόδι του αργά στην ομίχλη του Φθινόπωρου
Που κρύβει τους συνοικισμούς της φτώχειας και της ντροπής
Και σιγοτραγουδά μακραίνοντας ο χωρικός
Ένα τραγούδι αγάπης κι απιστίας
Για ένα δαχτυλίδι και για μια καρδιά που την ραγίζουν
Ω! Το Φθινόπωρο το Φθινόπωρο σκότωσε το Καλοκαίρι
Μες στην ομίχλη φεύγουν δυο γκρίζες σιλουέτες
Guillaume Apollinaire
Ελένη
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά που θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια
ο καιρός
Κατά που θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές
ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε - σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη -
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.
Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει άλλου ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ' από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ' αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν
κι απομακρύνονται
Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
και λόγια
Λόγια όχι σαν τ' αλλά μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους προορισμόν:
Εσένα!
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά που θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια
ο καιρός
Κατά που θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές
ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε - σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη -
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.
Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει άλλου ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ' από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ' αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν
κι απομακρύνονται
Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
και λόγια
Λόγια όχι σαν τ' αλλά μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους προορισμόν:
Εσένα!
Οδυσσέας Ελύτης
Φθινόπωρο
Τι γυρεύει το κορίτσι στο σκοτάδι της καρέκλας;
Γρήγορα καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο
γδύνεται με σύννεφα μπροστά στα μάτια
με τη βροχή μες στο κεφάλι με τη βελόνα στην καρδιά
βγάζει τις κάλτσες βγάζει τα λουλούδια πετάει το φωτοστέφανο
έξω τα φύλλα του καιρού βάφονται μες στο αίμα
Τι γυρεύει το κορίτσι στο σκοτάδι της καρέκλας;
Γρήγορα καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο
γδύνεται με σύννεφα μπροστά στα μάτια
με τη βροχή μες στο κεφάλι με τη βελόνα στην καρδιά
βγάζει τις κάλτσες βγάζει τα λουλούδια πετάει το φωτοστέφανο
έξω τα φύλλα του καιρού βάφονται μες στο αίμα
Μίλτος Σαχτούρης
Είμαι φτωχός
Λησμονημένες χαραυγές ζητούν τα βλέφαρά σου
σε ντύνει ο ίσκιος της αγάπης μου χλωμός
δεν έχω χρώμα προσμονής – είμαι φτωχός
δεν έχω βήματα να ’ρθώ στην άκρη της καρδιάς σου
Αγέρηδες από τα πεθαμένα χαμομήλια
χτυπούν την πόρτα που χαράζει ο λογισμός
το σχήμα του αποχωρισμού – είμαι φτωχός
δεν έχω ούτε μια χαρακιά ηδονής πάνω στα χείλια
Πίσω από τις αστέρινες της νύχτας χαραμάδες
κοιτάζω πάντα την αγάπη μοναχός
έχει το μέτωπο αυγινό – κι είμαι φτωχός
δεν έχω ένα παράθυρο να μην κοιτά στη λύπη
Έρχονται τα πουλιά από τη γωνιά της άρνησής σου
κι έτσι σκληρά μού κελαηδούν : που είναι ο λωτός ;
Αχ, δεν μπορώ να σε ξεχάσω – είμαι φτωχός
δε θα ’χω χέρια δίχως την αφή της θύμησής σου
Θα ’μαι τυφλός μέσα στη λύπη δίχως τ’ όραμά σου
χωρίς την πίκρα της φυγής σου πιο ορφανός
έχεις μια θάλασσα πλατιά – κι είμαι φτωχός
δεν έχω μήτε στάχτη να χαράξω τ’ όνομά σου
Δεν θα ’χω σκέψη δίχως την ομίχλη απ’ τ’ όνειρό σου
κι ας μη με ξέρει διόλου ο ύπνος σου ο γλυκός
δεν έχω ελπίδα ζεστασιάς – είμαι φτωχός
της νιότης μου το σύννεφο λιώνει στο πρόσωπό σου
Χωρίς τη μοναξιά μου θα ’μουνα πιο μόνος
χωρίς τη σιωπή μου ακόμα πιο βουβός
γι’ αυτό ποτέ μη ξαναρθείς – είμαι φτωχός
δε φτάνει και για σε ο μικρός κι απέραντός μου πόνος
Ούτε ένα αστέρι μακρινό δε θα ’χω να σου δώσω
ούτε πεφτάστερο μάς δίνει ο ουρανός
δεν έχω κλείσει την καρδιά – μα είμαι φτωχός
πού να ’βρω άλλο φθινόπωρο στα μάτια, να σου δώσω;
σε ντύνει ο ίσκιος της αγάπης μου χλωμός
δεν έχω χρώμα προσμονής – είμαι φτωχός
δεν έχω βήματα να ’ρθώ στην άκρη της καρδιάς σου
Αγέρηδες από τα πεθαμένα χαμομήλια
χτυπούν την πόρτα που χαράζει ο λογισμός
το σχήμα του αποχωρισμού – είμαι φτωχός
δεν έχω ούτε μια χαρακιά ηδονής πάνω στα χείλια
Πίσω από τις αστέρινες της νύχτας χαραμάδες
κοιτάζω πάντα την αγάπη μοναχός
έχει το μέτωπο αυγινό – κι είμαι φτωχός
δεν έχω ένα παράθυρο να μην κοιτά στη λύπη
Έρχονται τα πουλιά από τη γωνιά της άρνησής σου
κι έτσι σκληρά μού κελαηδούν : που είναι ο λωτός ;
Αχ, δεν μπορώ να σε ξεχάσω – είμαι φτωχός
δε θα ’χω χέρια δίχως την αφή της θύμησής σου
Θα ’μαι τυφλός μέσα στη λύπη δίχως τ’ όραμά σου
χωρίς την πίκρα της φυγής σου πιο ορφανός
έχεις μια θάλασσα πλατιά – κι είμαι φτωχός
δεν έχω μήτε στάχτη να χαράξω τ’ όνομά σου
Δεν θα ’χω σκέψη δίχως την ομίχλη απ’ τ’ όνειρό σου
κι ας μη με ξέρει διόλου ο ύπνος σου ο γλυκός
δεν έχω ελπίδα ζεστασιάς – είμαι φτωχός
της νιότης μου το σύννεφο λιώνει στο πρόσωπό σου
Χωρίς τη μοναξιά μου θα ’μουνα πιο μόνος
χωρίς τη σιωπή μου ακόμα πιο βουβός
γι’ αυτό ποτέ μη ξαναρθείς – είμαι φτωχός
δε φτάνει και για σε ο μικρός κι απέραντός μου πόνος
Ούτε ένα αστέρι μακρινό δε θα ’χω να σου δώσω
ούτε πεφτάστερο μάς δίνει ο ουρανός
δεν έχω κλείσει την καρδιά – μα είμαι φτωχός
πού να ’βρω άλλο φθινόπωρο στα μάτια, να σου δώσω;
Βύρων Λεοντάρης
Κούρνιασε το φθινόπωρο στην άδεια της ψυχής μου κώχη
κι επυργωσε στα στήθεια μου.
Σύννεφο έγινε η ματιά, το δάκρυ πρωτοβρόχι
κι ο στεναγμός συνήθεια μου.
Είναι που είσαι μακρυά. ΄Εξω φυσά κι ως λείπεις
τ' αγέρι τη γυμνή ψυχή κεντρώνει.
Τώρα τα βράδυα καρτερώ τη συντροφιά της λύπης
καθώς μονάχα η μνήμη σ' ανταμώνει....
Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος
Φθινόπωρό μου,
μάρανε φύλλα μόνο,
ποτέ ελπίδες.
Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος
μάρανε φύλλα μόνο,
ποτέ ελπίδες.
Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος
Μαίνεται ο καιρός
σε παγκάκι αραγμένο
κίτρινο φύλλο
σε παγκάκι αραγμένο
κίτρινο φύλλο
Χαρά Κανελλοπούλου
Βροχή, νύχτα, φθινόπωρο στην πόλη
μαλλί της γριάς, ζεστά κάστανα
γλυκιά λατέρνα, Βέμπο και Σουγιούλ
βραδιές αρχοντορεμπέτικου
πλανόδιοι, τυφλοί τσιγγάνοι, βιολιστές
και αργεί πολύ να ξημερώσει.
Ειρηναίος Μαράκης
Η βάρκα των δακρύων (ένα ποίημα για τα παιδιά)
Σήμερα βρέχει κάθε μέρα βρέχει
Φθινόπωρο, Χειμώνα, Άνοιξη, Καλοκαίρι.
Όλο τον χρόνο βρέχει
κάθε χρόνο βρέχει δάκρυα.
Στα δάκρυα βουλιάζει η βάρκα
τα δάκρυα σκεπάζουν τα παιδιά
και αυτά κοιτούν τον κόσμο μπρούμυτα
Γίνονται τα κορμάκια τους πολύτιμα πετράδια
μέσα σε λωτό που πλέει στο σύμπαν της αγάπης.
Γιατί ο κόσμος με αγάπη γονιμοποιείται
και με μίσος γεννιέται.
Έτσι ώστε κάθε στιγμή ο δρόμος προς την ελευθερία
να είναι στρωμένος με ρόδα και αγκάθια
στις λεωφόρους του πολιτισμού.
Εγώ, μαζί κι ο ποιητής στο τέλος αυτού του δρόμου
πάνω στο λόφο με τα κυπαρίσσια
αγναντεύουμε τα αναστημένα πλήθη
εκείνα τα παιδιά με τις φλόγες στα μάτια.
Αυτόν τον κόσμο θα τον αλλάξουμε Αϊλαν.
Βασίλης Κυριάκης
Φθινόπωρο, Χειμώνα, Άνοιξη, Καλοκαίρι.
Όλο τον χρόνο βρέχει
κάθε χρόνο βρέχει δάκρυα.
Στα δάκρυα βουλιάζει η βάρκα
τα δάκρυα σκεπάζουν τα παιδιά
και αυτά κοιτούν τον κόσμο μπρούμυτα
Γίνονται τα κορμάκια τους πολύτιμα πετράδια
μέσα σε λωτό που πλέει στο σύμπαν της αγάπης.
Γιατί ο κόσμος με αγάπη γονιμοποιείται
και με μίσος γεννιέται.
Έτσι ώστε κάθε στιγμή ο δρόμος προς την ελευθερία
να είναι στρωμένος με ρόδα και αγκάθια
στις λεωφόρους του πολιτισμού.
Εγώ, μαζί κι ο ποιητής στο τέλος αυτού του δρόμου
πάνω στο λόφο με τα κυπαρίσσια
αγναντεύουμε τα αναστημένα πλήθη
εκείνα τα παιδιά με τις φλόγες στα μάτια.
Αυτόν τον κόσμο θα τον αλλάξουμε Αϊλαν.
Βασίλης Κυριάκης
Φθινόπωρο
Ήρθε το φθινόπωρο
διώχνοντας βάναυσα το καλοκαίρι.
Κάποιος για να με παρηγορήσει, είπε:
Οι εποχές ζούνε μόνο τρεις μήνες, όμως ξανάρχονται
κι εγώ θυμήθηκα πως ο έρωτάς μας
έζησε και πέθανε
σ' ένα καλοκαίρι, χωρίς ελπίδα να ξανάρθει.
Ήρθε το φθινόπωρο
διώχνοντας βάναυσα το καλοκαίρι.
Κάποιος για να με παρηγορήσει, είπε:
Οι εποχές ζούνε μόνο τρεις μήνες, όμως ξανάρχονται
κι εγώ θυμήθηκα πως ο έρωτάς μας
έζησε και πέθανε
σ' ένα καλοκαίρι, χωρίς ελπίδα να ξανάρθει.
Θεοχάρης Παπαδόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου