ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Ο Μάνος Ελευθερίου (12 Μαρτίου 1938 - 22 Ιουλίου 2018) ήταν ποιητής, στιχουργός και πεζογράφος. Είχε γράψει ποιητικές συλλογές, διηγήματα, μία νουβέλα, δύο μυθιστορήματα και περισσότερα από 400 τραγούδια. Παράλληλα εργάστηκε ως αρθρογράφος, επιμελητής εκδόσεων, εικονογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ:
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός. Σε ηλικία 14 ετών μετακόμισε με την οικογένειά του από την Σύρο στην Αθήνα και τα πρώτα επτά χρόνια κατοικούν στο Χαλάνδρι. Το 1960 μετακόμισαν οικογενειακώς στο Νέο Ψυχικό. Το 1955 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Τερζάκη ο οποίος τον ώθησε να παρακολουθήσει μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως ακροατής. Το 1956 γράφτηκε στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου με καθηγητές τον Χρήστο Βαχλιώτη, τον Γιώργο Θεοδοσιάδη και τον Γρηγόρη Γρηγορίου. Το 1960 στα Ιωάννινα, όπου βρέθηκε για να εκτελέσει την στρατιωτική του θητεία, άρχισε να γράφει θεατρικά έργα και ποιήματα.
Το 1962, σε ηλικία μόλις 24 ετών, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Συνοικισμός, με δικά του χρήματα αλλά δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία. Την ίδια εποχή στα Ιωάννινα έγραψε τους πρώτους στίχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και «Το τρένο φεύγει στις 8:00», τους οποίους αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Τον Οκτώβριο του 1963 ξεκίνησε να εργάζεται στο «Reader's Digest» όπου και παρέμεινε για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Στο μεταξύ, κυκλοφόρησαν τα δύο πρώτα του βιβλία με διηγήματα, Το διευθυντήριο (1964) και Η σφαγή (1965), για τα οποία γράφτηκαν εξαιρετικές κριτικές.
Το 1964 εμφανίστηκε στην ελληνική δισκογραφία. Συνεργάστηκε με το συνθέτη Χρήστο Λεοντή και με τον Μίκη Θεοδωράκη (1967), με τον οποίο η συνεργασία διακόπηκε εξαιτίας της Δικτατορίας. Τα συγκεκριμένα τραγούδια πρωτοκυκλοφόρησαν το 1970 στο Παρίσι.
Συνεργάστηκε επίσης με τον Δήμο Μούτση (Άγιος Φεβρουάριος, 1971) και με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στο δίσκο Θητεία, του οποίου η ηχογράφηση ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1973, διακόπηκε από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τελικά κυκλοφόρησε το 1974 με την Μεταπολίτευση.
Κατά καιρούς συνεργάστηκε σχεδόν με όλους τους Έλληνες συνθέτες, όπως με τον συνθέτη Σταύρο Κουγιουμτζή και τον τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα καθώς και με τον Θανάση Γκαϊφύλλια στην Ατέλειωτη Εκδρομή (1975), τον Μάνο Χατζηδάκι, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Σταμάτη Κραουνάκη, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Αντώνη Βαρδή και άλλους.
Παράλληλα έγραψε και εικονογράφησε παραμύθια για παιδιά ενώ επιμελήθηκε την έκδοση λευκωμάτων με θέμα την Σύρο : Ενθύμιον Σύρας, Θέατρο στην Ερμούπολη κ.ά. Την δεκαετία του '90 αρθρογραφούσε και έκανε ραδιοφωνικές εκπομπές στον Αθήνα 9,84 και στο Δεύτερο Πρόγραμμα.
Το 1994 εξέδωσε τη πρώτη του νουβέλα με τίτλο Το άγγιγμα του χρόνου. Το 2004 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Ο Καιρός των Χρυσανθέμων, η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2005.
Το 2013 ο Μάνος Ελευθερίου, βραβεύθηκε για την συνολική προσφορά του από την Ακαδημία Αθηνών.
Πέθανε στις 22 Ιουλίου 2018.
Παρακάτω παραθέτουμε μερικά ποιήματά του:
Είδαμε…είδαμε
Είδαμε τον αδερφό στην άλλη όχθη του καιρού
και τη γυναίκα που βλάστησε ανάσκελη με μαύρο φίδι.
Είδαμε το νικημένο να ζητιανεύει το έλεος
και του φτωχού τα υπάρχοντα ο παιδεμός και τα δάκρυα.
Είδαμε την ξενιτιά στο γέλιο των κυμάτων
και τους ψαράδες αγάλματα για την Αγία Θαλασσινή.
Τους εκατό θανάτους να βομβαρδίζουν τη στέγη μας
και απ’τις ψηλές καμινάδες τον καπνό της θυσίας μας.
Είδαμε…είδαμε…είδαμε.
Η αυλή
Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα
σε παίρνουν και σε πάνε στην αυλή
ξωκλήσια και νησιά χωρίς αρμύρα
δε θα θυμάσαι πια μεσ’ τη ζωή
Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα ‘ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ
Μιλώ στη Παναγιά και τον Κριτή σου
τα χρόνια σου μετρώ με τον καημό
μα πες μου αν έχει ο βασανιστής σου
αν έχει μάτια, στόμα και λαιμό
Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα ‘ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ
Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς
Αυτές οι ρεματιές κι αυτά τα βράχια
κι αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
αυτές οι μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
κι αυτά τα κύματα που φεύγουν και ξαναγυρνούν
αυτά τα πεύκα με τα χαραγμένα λόγια
κι ο Κωνσταντίνος, ο καημός που πέταξε σαν το πουλί
κι εκείνα που δεν πρόφτασαν οι κήρυκες,
παρά μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι,
Ω! πολιτεία με το βράδιασμα κοντά στους ταρσανάδες
στην αγορά,στον καφενέ και στο ποδόσφαιρο
είσαι η Πρέβεζα,τα Γιάννενα και το Κιλκίς,
το Μεσολόγγι,ο Πόντος κι η Ερμούπολις
Ω! πολιτεία του αμανέ στα τουρκοχώρια
μ’ αυτές τις ρεματιές κι αυτά τα βράχια
μ’ αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
μ’ αυτές τις μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
θα ‘ρθει ο καιρός που θα φανούν οι κήρυκες
κι όχι μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι.
Νίκος Πλουμπίδης
Σε τούτη την πατρίδα τί γυρεύω,
με μισθοφόρους και πραιτωριανούς,
τη δόξα σου γονατιστός να ζητιανεύω,
και να χτυπώ την πόρτα σου στους ουρανούς.
Σαν ψίχουλα είναι τούτα τα στιχάκια,
από συμπόσια και ξενύχτια ποιητών,
τα ψιθυρίζουν οι χαφιέδες στα σοκάκια,
εκεί που πάω σαν το ψάρι να πιαστώ,
τα ψιθυρίζουν οι χαφιέδες στα σοκάκια,
εκεί που πάω σαν το ψάρι να πιαστώ.
Κινήσαμε για μακρινό ταξίδι
κι η νύχτα φαρμακώνει τα φιλιά
ποιος κόσμος μας κρατάει και ποιο σανίδι
απόψε που δικάζουν τον Πλουμπίδη.
Οι λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά.
Ρόζα Λουξεμπουργκ
Μπλουζάκι χίπικο και παντελόνι τζιν
και στην καρδιά ζωγραφισμένος ο Γκεβάρα.
Στα πορνοστάσια με ουίσκι και με τζιν
παίζουν αλέγκρο την καρδιά μου σε κιθάρα.
Άι, Ρόζα Λούξεμπουργκ, τι σου ‘χω φυλαγμένα,
πάνω στο κάρρο σ’ είδα στα εννιακόσια εφτά.
Εγώ τότε κοιμόμουνα στο φως τού εικοσιένα
κι εξήντα χρόνια αργότερα σε βρήκα στα χαρτιά.
Φυλλάδες κίτρινες και πράσινη χολή,
τα νιάτα σου, τα νιάτα μου κι οι εμπόροι.
Χρυσό πουλάκι δίχως το κλουβί
για σένα κάνουν τον Αγώνα οι τζογαδόροι.
Οι φίλοι, πάλι
Την ώρα που έγραφα
Όταν έγραψε το ποίημα στάθηκε να το κοιτάζει.
Το χαρτί ακόμη χλωρό και τα ψηφία πονούσαν.
Το δίπλωσε και το έβαλε σε φάκελο.
Πουθενά δεν είχε να το στείλει.
Ως το άλλο βράδυ γάβγιζε το ποίημα φυλακισμένο.
Γάβγιζε απ’ τις πολλές πληγές και τον αιθέρα.
Ώσπου δεν άντεξε και του άνοιξε την πόρτα.
Μεσάνυχτα το πέταξε στο δρόμο σα σκυλί.
Τα δόντια της ψυχής δαγκώνουν πιο φαρμακερά.
Κάποτε μπήγονται βαθιά και κάποτε στον ύπνο μας
τα ξαναφέρνουν πίσω τα παραμιλητά των φίλων,
τραυλίσματα κακών ποιητών,
κλωστές και νήματα που σ’ οδηγούν στο βάθος της σκηνής
κι όσοι διαλέγουν τον Τροχό για τη ζωή τους.
Η αγάπη και η φιλία μάς βοηθούν στο θάνατο.
Για τον Βαγγέλη Γιακουμάκη
Πώς είναι ο έρωτας γραμμένος στο πετσί μας.
Με γράμματα άραγε ή μαύρους αριθμούς.
Αίμα θηλάζει κι η Ελλάδα κι η ζωή μας
Μα οι εχθροί μας πίνουν μόνο αγιασμούς.
Των δράκων γάλα, δηλαδή. Και το φαρμάκι.
Κρίμα. Δεν γνώρισες τον Κώστα Καρυωτάκη.
Στους ουρανούς θ' αναγνωρίσουνε ποιος ήσουν.
Ξέρουν αυτοί. Το φωτοστέφανο χρυσό.
Φώτιζες νύχτες των ανθρώπων που θα ζήσουν
κι έχουν και θάνατο και φως μισό μισό.
Οχι τσεκούρι και μπαλτάς. Μήτε και σφαίρα.
Μ' ένα σουγιά που κόβει φλέβες στον αέρα.
Με του Μακμπέθ πήγες τις μάγισσες, στους βάλτους
να βρεις πώς σμίγει το χρυσάφι με χαλκό
κυνηγημένος απ΄το σώμα σου κοντά τους
αλλά ποιος δαίμονας ξορκίζει το κακό.
Δεν παραστάθηκαν Απόστολοι εκ περάτων
Κι ας πήραν όψη τα μυστήρια των πραγμάτων.
Τι συζητούσες στον Αγρό του Κεραμέως
στους κήπους του αίματος σαν μια σταλαγματιά.
Για στρατηλάτης δεν σου πήγαινε γενναίος
μήτε τσιράκι στων τραμπούκων τη στρατιά.
Επαρχία, επαρχία, όλα τα σφάζεις.
Λυσσάς και ράβεις και κεντάς κι όλο σπαράζεις.
Ο Γκρέκο εδώ, ο Λόρκα εκεί. Ποιος θα κερδίσει.
Τους ξέρεις άραγε να ρίξεις μια ματιά.
Και τώρα ποιος από τους δυο θα ζωγραφίσει
την ομορφιά σου, σαν την άγρια νυχτιά.
Σ' άγγιξαν άραγε τα φίδια κι οι αράχνες.
Τι μυστικά σού είπε το φως μέσα στις πάχνες.
Αθώοι όλοι. Σε μια χώρα των αθώων.
Δεν σε γνωρίσαμε να πιούμε έναν καφέ,
δυο τρεις κουβέντες για τους άθλους των ηρώων
γι' αυτούς που ζούνε συντροφιά μ' έναν χαφιέ.
Λυσσούν να σ' έβρουν τα σκυλιά. Λυσσούν οι σκύλοι.
Κι η ομερτά στις καφετέριες καντήλι.
Πώς να σου γράψω, το λοιπόν, βιογραφία
αφού οι λέξεις μου είναι μόνο της βροχής.
Ποτέ το μπλε δεν το χωρά δικογραφία.
Θυμίζει σύλληψη κι εκτέλεση εποχής.
Είμαστε άρρωστοι βαριά από νοσταλγία.
Μας περιμένουν τα τσιγγέλια στα σφαγεία.
Κάτω απ' τη μαρκίζα
Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει
σε μια φωτογραφία της στιγμής
είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη
σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής.
Όλα μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει
κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής.
Εσύ όπου να πας, σ’ όποιο ταξίδι,
σε λάθος στάση θα κατεβείς.
Χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα
σε βρήκα που `ρθες για να μη βραχείς,
ίδια η βροχή τα μάτια σου τα γκρίζα
μα τίποτα, όπως πάντα, δε θα πεις.
Μονάχα εγώ ρωτώ χωρίς ελπίδα
πού μένεις, πού κοιμάσαι και πώς ζεις,
κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα
δεν έχεις κάτι για να μου πεις.
Το τρένο φεύγει στις οκτώ
Το τρένο φεύγει στις οχτώ
ταξίδι για την Κατερίνη
Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει
να μη θυμάσαι στις οχτώ
να μη θυμάσαι στις οχτώ
το τρένο για την Κατερίνη
Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει
Σε βρήκα πάλι ξαφνικά
να πίνεις ούζο στου Λευτέρη
νύχτα δε θα 'ρθει σ’ άλλα μέρη
να 'χεις δικά σου μυστικά
να 'χεις δικά σου μυστικά
και να θυμάσαι ποιος τα ξέρει
νύχτα δε θα `ρθει σ’ άλλα μέρη
Το τρένο φεύγει στις οχτώ
μα εσύ μονάχος σου έχεις μείνει
σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη
μεσ’ στην ομίχλη πέντε οχτώ
μεσ’ στην ομίχλη πέντε οχτώ
μαχαίρι στη καρδιά σου εγίνει
σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη
Ο Μάνος Ελευθερίου (12 Μαρτίου 1938 - 22 Ιουλίου 2018) ήταν ποιητής, στιχουργός και πεζογράφος. Είχε γράψει ποιητικές συλλογές, διηγήματα, μία νουβέλα, δύο μυθιστορήματα και περισσότερα από 400 τραγούδια. Παράλληλα εργάστηκε ως αρθρογράφος, επιμελητής εκδόσεων, εικονογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ:
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός. Σε ηλικία 14 ετών μετακόμισε με την οικογένειά του από την Σύρο στην Αθήνα και τα πρώτα επτά χρόνια κατοικούν στο Χαλάνδρι. Το 1960 μετακόμισαν οικογενειακώς στο Νέο Ψυχικό. Το 1955 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Τερζάκη ο οποίος τον ώθησε να παρακολουθήσει μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως ακροατής. Το 1956 γράφτηκε στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου με καθηγητές τον Χρήστο Βαχλιώτη, τον Γιώργο Θεοδοσιάδη και τον Γρηγόρη Γρηγορίου. Το 1960 στα Ιωάννινα, όπου βρέθηκε για να εκτελέσει την στρατιωτική του θητεία, άρχισε να γράφει θεατρικά έργα και ποιήματα.
Το 1962, σε ηλικία μόλις 24 ετών, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Συνοικισμός, με δικά του χρήματα αλλά δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία. Την ίδια εποχή στα Ιωάννινα έγραψε τους πρώτους στίχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και «Το τρένο φεύγει στις 8:00», τους οποίους αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Τον Οκτώβριο του 1963 ξεκίνησε να εργάζεται στο «Reader's Digest» όπου και παρέμεινε για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Στο μεταξύ, κυκλοφόρησαν τα δύο πρώτα του βιβλία με διηγήματα, Το διευθυντήριο (1964) και Η σφαγή (1965), για τα οποία γράφτηκαν εξαιρετικές κριτικές.
Το 1964 εμφανίστηκε στην ελληνική δισκογραφία. Συνεργάστηκε με το συνθέτη Χρήστο Λεοντή και με τον Μίκη Θεοδωράκη (1967), με τον οποίο η συνεργασία διακόπηκε εξαιτίας της Δικτατορίας. Τα συγκεκριμένα τραγούδια πρωτοκυκλοφόρησαν το 1970 στο Παρίσι.
Συνεργάστηκε επίσης με τον Δήμο Μούτση (Άγιος Φεβρουάριος, 1971) και με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στο δίσκο Θητεία, του οποίου η ηχογράφηση ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1973, διακόπηκε από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τελικά κυκλοφόρησε το 1974 με την Μεταπολίτευση.
Κατά καιρούς συνεργάστηκε σχεδόν με όλους τους Έλληνες συνθέτες, όπως με τον συνθέτη Σταύρο Κουγιουμτζή και τον τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα καθώς και με τον Θανάση Γκαϊφύλλια στην Ατέλειωτη Εκδρομή (1975), τον Μάνο Χατζηδάκι, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Σταμάτη Κραουνάκη, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Αντώνη Βαρδή και άλλους.
Παράλληλα έγραψε και εικονογράφησε παραμύθια για παιδιά ενώ επιμελήθηκε την έκδοση λευκωμάτων με θέμα την Σύρο : Ενθύμιον Σύρας, Θέατρο στην Ερμούπολη κ.ά. Την δεκαετία του '90 αρθρογραφούσε και έκανε ραδιοφωνικές εκπομπές στον Αθήνα 9,84 και στο Δεύτερο Πρόγραμμα.
Το 1994 εξέδωσε τη πρώτη του νουβέλα με τίτλο Το άγγιγμα του χρόνου. Το 2004 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Ο Καιρός των Χρυσανθέμων, η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2005.
Το 2013 ο Μάνος Ελευθερίου, βραβεύθηκε για την συνολική προσφορά του από την Ακαδημία Αθηνών.
Πέθανε στις 22 Ιουλίου 2018.
Εργογραφία
Δισκογραφικές επιτυχίες
- Το παλληκάρι έχει καημό (Μ.Θεοδωράκης)
- Σ' αυτή τη γειτονιά (Μ.Θεοδωράκης)
- Ο Άγιος Φεβρουάριος (Δ.Μούτσης)
- Η σούστα πήγαινε μπροστά (Δ.Μούτσης)
- Άλλος για Χίο τράβηξε (Δ.Μούτσης)
- Ο χάρος βγήκε παγανιά (Δ.Μούτσης)
- Θητεία (Γ.Μαρκόπουλος)
- Μαλαματένια λόγια (Γ.Μαρκόπουλος)
- Τα λόγια και τα χρόνια (Γ.Μαρκόπουλος)
- Παραπονεμένα λόγια ( Γ.Μαρκόπουλος)
- Κάτω απ'τη μαρκίζα (Γ.Σπανός)
- Οι ελεύθεροι κι ωραίοι (Στ.Κουγιουμτζής)
- Στα χρόνια της υπομονής (Στ.Κουγιουμτζής)
- Άμλετ της Σελήνης (Θ.Μικρούτσικος)
- Δεν είμαι άλλος (Θ.Μικρούτσικος)
- Είναι αρρώστια τα τραγούδια (Στ.Ξαρχάκος)
- Έρημοι σταθμοί (Δ.Τσακνής)
- Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες (Ηλ.Ανδριόπουλος)
- Η Διαθήκη (Χρ.Νικολόπουλος)
- Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά (Μ.Θεοδωράκης)
- Το σπίτι γέμισε με λύπη (Χρ.Λεοντής)
- Στων αγγέλων τα μπουζούκια (Χρ.Νικολόπουλος)
- Μη χτυπάς σ' ένα σπίτι κλειστό (Λ.Κηλαηδόνης)
- Ατέλειωτη εκδρομή (Θ.Γκαϊφύλλιας)
- Γνωριμία (Θ.Γκαϊφύλλιας)
Ποίηση
- (2013) Μαύρα μάτια, Μεταίχμιο
- (2013) Τα λόγια και τα χρόνια, Μεταίχμιο
- (2010) Ο νοητός λύκος, Μεταίχμιο
- (2009) Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου, Εκδόσεις Καστανιώτη
- (2008) Βλέμματα από την Ελλάδα, Μεταίχμιο
- (2008) Παραμονή Πρωτοχρονιάς, Άμμος
- (2006) Το άγγιγμα του χρόνου, Εκδόσεις Καστανιώτη
- (2006) Το νεκρό καφενείο, Εκδόσεις Καστανιώτη
- (2005) Ένα καράβι, καραβάκι..., Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
- (2005) Ο καιρός των χρυσανθέμων, Μεταίχμιο
- (2004) Ο καιρός των χρυσανθέμων, Μεταίχμιο
- (2003) Η πόρτα της Πηνελόπης, Γαβριηλίδης
- (2002) Είναι αρρώστια τα τραγούδια, Εκδόσεις Καστανιώτη
- (2002) Ο ίσκιος της Αθήνας, Ποταμός
- (2000) Η γάτα που ήθελε να γίνει πουλί, Ελληνικά Γράμματα
- (1998) Του Γενάρη το φεγγάρι, Κέδρος [κείμενα, εικονογράφηση]
- (1997) Ένα καράβι μια φορά, Ωκεανίδα
- (1997) Το νεκρό καφενείο, Εκδόσεις Καστανιώτη
- (1994) Το άγγιγμα του χρόνου, Εκδόσεις Καστανιώτη
- (1987) Αναμνήσεις από την Όπερα, εκδόσεις Γνώση
- (1983) Το μυστικό πηγάδι, εκδόσεις Γνώση
- (1980) Μαθήματα μουσικής/Τα ξόρκια,1972 Επανέκδοση από τις εκδόσεις Ύψιλον
- (1978) Τα όρια του μύθου, εκδόσεις Γνώση
- (1975) Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου, Αμοργός
- (1973) Τα ξόρκια, Ύψιλον
- (1972) Μαθήματα μουσικής
- (1962) Συνοικισμός
Πεζογραφία
Μυθιστορήματα
- (2004) Ο καιρός των χρυσανθέμων, Μεταίχμιο
- (2006) Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές, Μεταίχμιο
- (2008) Άνθρωπος στο πηγάδι, Μεταίχμιο
- (2011) Πριν απ' το ηλιοβασίλεμα, Μεταίχμιο
- (2016) Φαρμακείον εκστρατείας, Μεταίχμιο
Διηγήματα
- (1964) Το διευθυντήριο, Φέξης
- (1965) Η σφαγή
- (2007) Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οκτώ, Μεταίχμιο
Νουβέλα
- (1994) Το άγγιγμα του χρόνου, Καστανιώτης
Μαρτυρίες-Ιστορικά
- (2002) Είναι αρρώστια τα τραγούδια (Ανθολόγηση κειμένων του συγγραφέα. Επιμέλεια σειράς Θανάσης Θ. Νιάρχος), Καστανιώτης
- (2005) Η δεκαετία του '60 (μαζί με τον Θανάση Θ. Νιάρχο, Καστανιώτης
- (2013) Μαύρα Μάτια - Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920, Μεταίχμιο
Μελέτες-Λευκώματα
- Το θέατρο στην Ερμούπολη τον εικοστό αιώνα (τέσσερις τόμοι), Δήμος Ερμούπολης.
- (2002) Ο ίσκιος της Αθήνας: Shadows of Athens (φωτογράφιση Εβίτα Μαχαίρα, μετάφραση Mary Kitroeff, κείμενα Μάνος Ελευθερίου), Ποταμός
Παιδικά
- Παραμύθια για τον Αυτοκράτορα, Γνώση
- (1997) Ένα καράβι μια φορά (εικονογράφηση Σοφία Φόρτωμα), Ωκεανίδα
- (1998) Του Γενάρη το φεγγάρι: Παραμύθια για τους δώδεκα (εικονογράφηση Μάνος Ελευθερίου), Κέδρος
- (2000) Η γάτα που ήθελε να γίνει πουλί (εικονογράφηση Σοφία Φόρτωμα), Ελληνικά Γράμματα
- (2005) Ένα καράβι, καραβάκι... (εικονογράφηση Μαθητές Α΄ δημοτικού 2004-2005 σχολής Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου), Εκδόσεις της Σχολής Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
Θέατρο
- (2007) Μπλε μελαγχολία. Σας αρέσει ο Μπραμς; Άλτιν (Μάνος Ελευθερίου, Μάρω Δούκα, Μένης Κουμανταρέας), Κέδρος
- (2010) Ο Γέρος Χορευτής, Μεταίχμιο
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
- (2013) Ημερολόγιο: Παιδιά του κόσμου, Εκδόσεις Γκοβόστη
- (2013) Μακρουλάκης, Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη
- (2012) Φύγε για να μείνεις, Οδοιπόρος
- (2011) Στίχοι στο καβαλέτο, Εκδόσεις Τέχνης "Οίστρος"
- (2011) Τα ποιήματα του 2010, Κοινωνία των (δε)κάτων
- (2008) 3.000 χρόνια ελληνική ερωτική ποίηση, Εκδοτική Θεσσαλονίκης
- (2008) Μαρία Μοντέζ, Αιγόκερως
- (2007) Μπλε μελαγχολία. Σας αρέσει ο Μπραμς; Άλτιν, Κέδρος
- (2005) Η δεκαετία του '60, Εκδόσεις Καστανιώτη
- (2005) Το Χαλάνδρι που γνώρισα (19 Έλληνες συγγραφείς γράφουν για το Χαλάνδρι), Ευριπίδης
- (2001) Μια πόλη, ένας συγγραφέας, Μίνωας
- (1997) Έρωτας σε πρώτο πρόσωπο (29 ιστορίες που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα "Τα Νέα"), Αθήνα - Κέδρος
Επιμέλειες του συγγραφέα
- (1981) Φωτογραφίες και σήματα Ελλήνων και ξένων φωτογράφων της περιόδου 1859-1910, εκδόσεις Γνώση
- (1993) Ενθύμιο Σύρας φωτογραφίες και καρτ ποστάλ από το 1860-1950, εκδόσεις Γνώση
- (2000) Νεοκλασική Ερμούπολη, (Επιμέλεια. Φωτογράφιση Παναγιώτης Δενδρινός, Νίκος Δεσύπρης, Ιάκωβος Καρβώνης κ.ά.) Ελληνικά Γράμματα
- (2001) Ενθύμιον Σύρου: Σύρος ένα νησί - Μια ιστορία (Επιμέλεια. Καρτ ποστάλ και φωτογραφίες του 19ου και του 20ού αιώνα, μετάφραση Sophia Phocas), Ελληνικά Γράμματα
- (2003) Κοκορέλη, Αργυρώ, Ο Μπαλού στο πάρκο, (εικονογράφηση), Μίλητος
- (2004/2011) Ερμούπολη, Μια πόλη στη λογοτεχνία (Επιμέλεια Μάνος Ελευθερίου, επιμέλεια σειράς Κώστας Ακρίβος, φωτογράφιση Καμίλο Νόλλας) Μεταίχμιο
Παρακάτω παραθέτουμε μερικά ποιήματά του:
Είδαμε…είδαμε
Είδαμε τον αδερφό στην άλλη όχθη του καιρού
και τη γυναίκα που βλάστησε ανάσκελη με μαύρο φίδι.
Είδαμε το νικημένο να ζητιανεύει το έλεος
και του φτωχού τα υπάρχοντα ο παιδεμός και τα δάκρυα.
Είδαμε την ξενιτιά στο γέλιο των κυμάτων
και τους ψαράδες αγάλματα για την Αγία Θαλασσινή.
Τους εκατό θανάτους να βομβαρδίζουν τη στέγη μας
και απ’τις ψηλές καμινάδες τον καπνό της θυσίας μας.
Είδαμε…είδαμε…είδαμε.
Η αυλή
Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα
σε παίρνουν και σε πάνε στην αυλή
ξωκλήσια και νησιά χωρίς αρμύρα
δε θα θυμάσαι πια μεσ’ τη ζωή
Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα ‘ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ
Μιλώ στη Παναγιά και τον Κριτή σου
τα χρόνια σου μετρώ με τον καημό
μα πες μου αν έχει ο βασανιστής σου
αν έχει μάτια, στόμα και λαιμό
Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα ‘ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ
Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς
Αυτές οι ρεματιές κι αυτά τα βράχια
κι αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
αυτές οι μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
κι αυτά τα κύματα που φεύγουν και ξαναγυρνούν
αυτά τα πεύκα με τα χαραγμένα λόγια
κι ο Κωνσταντίνος, ο καημός που πέταξε σαν το πουλί
κι εκείνα που δεν πρόφτασαν οι κήρυκες,
παρά μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι,
Ω! πολιτεία με το βράδιασμα κοντά στους ταρσανάδες
στην αγορά,στον καφενέ και στο ποδόσφαιρο
είσαι η Πρέβεζα,τα Γιάννενα και το Κιλκίς,
το Μεσολόγγι,ο Πόντος κι η Ερμούπολις
Ω! πολιτεία του αμανέ στα τουρκοχώρια
μ’ αυτές τις ρεματιές κι αυτά τα βράχια
μ’ αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
μ’ αυτές τις μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
θα ‘ρθει ο καιρός που θα φανούν οι κήρυκες
κι όχι μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι.
Νίκος Πλουμπίδης
Σε τούτη την πατρίδα τί γυρεύω,
με μισθοφόρους και πραιτωριανούς,
τη δόξα σου γονατιστός να ζητιανεύω,
και να χτυπώ την πόρτα σου στους ουρανούς.
Σαν ψίχουλα είναι τούτα τα στιχάκια,
από συμπόσια και ξενύχτια ποιητών,
τα ψιθυρίζουν οι χαφιέδες στα σοκάκια,
εκεί που πάω σαν το ψάρι να πιαστώ,
τα ψιθυρίζουν οι χαφιέδες στα σοκάκια,
εκεί που πάω σαν το ψάρι να πιαστώ.
Κινήσαμε για μακρινό ταξίδι
κι η νύχτα φαρμακώνει τα φιλιά
ποιος κόσμος μας κρατάει και ποιο σανίδι
απόψε που δικάζουν τον Πλουμπίδη.
Οι λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά.
Ρόζα Λουξεμπουργκ
Μπλουζάκι χίπικο και παντελόνι τζιν
και στην καρδιά ζωγραφισμένος ο Γκεβάρα.
Στα πορνοστάσια με ουίσκι και με τζιν
παίζουν αλέγκρο την καρδιά μου σε κιθάρα.
Άι, Ρόζα Λούξεμπουργκ, τι σου ‘χω φυλαγμένα,
πάνω στο κάρρο σ’ είδα στα εννιακόσια εφτά.
Εγώ τότε κοιμόμουνα στο φως τού εικοσιένα
κι εξήντα χρόνια αργότερα σε βρήκα στα χαρτιά.
Φυλλάδες κίτρινες και πράσινη χολή,
τα νιάτα σου, τα νιάτα μου κι οι εμπόροι.
Χρυσό πουλάκι δίχως το κλουβί
για σένα κάνουν τον Αγώνα οι τζογαδόροι.
Οι φίλοι, πάλι
Ξωκλήσια σαν τις συλλαβές στα δόντια της ψυχής
και σαν νησιά με στέρνες και με δεντρολίβανο,
δύσκολοι φίλοι, χαμένοι φίλοι,
τους βρήκα να παραμιλούν και να μαλώνουν με σκιές,
λινό της ξενιτείας εβάραινε τον ύπνο τους
και θέλεις από στέρηση, θέλεις από το άδικο
και την καταλαλιά
μια νύχτα στην Καισαριανή κι ένα πρωί στο Πέραμα
ξερίζωσα τούτες τις φαρμακερές κλωστές
απ’ τη ζωή μου
καθώς τραβούν οι ναύτες τα δίχτυα στη στεριά. Την ώρα που έγραφα
Την ώρα που έγραφα το μαύρο τ’ όνειρο
της νύχτας
το λευκό χαρτί σιγά σιγά καιγότανε στην άκρη.
Σιγά σιγά κι από τη άκρη γίνηκαν κι όλα τ’ άλλα.
Ώσπου με πνίξαν οι καπνοί
κι έμεινα δίχως σπίτι.Τυπωθήτω
Όταν έγραψε το ποίημα στάθηκε να το κοιτάζει.
Το χαρτί ακόμη χλωρό και τα ψηφία πονούσαν.
Το δίπλωσε και το έβαλε σε φάκελο.
Πουθενά δεν είχε να το στείλει.
Ως το άλλο βράδυ γάβγιζε το ποίημα φυλακισμένο.
Γάβγιζε απ’ τις πολλές πληγές και τον αιθέρα.
Ώσπου δεν άντεξε και του άνοιξε την πόρτα.
Μεσάνυχτα το πέταξε στο δρόμο σα σκυλί.
Και κάποτε στον ύπνο μας
Τα δόντια της ψυχής δαγκώνουν πιο φαρμακερά.
Κάποτε μπήγονται βαθιά και κάποτε στον ύπνο μας
τα ξαναφέρνουν πίσω τα παραμιλητά των φίλων,
τραυλίσματα κακών ποιητών,
κλωστές και νήματα που σ’ οδηγούν στο βάθος της σκηνής
κι όσοι διαλέγουν τον Τροχό για τη ζωή τους.
Η αγάπη και η φιλία μάς βοηθούν στο θάνατο.
Για τον Βαγγέλη Γιακουμάκη
Πώς είναι ο έρωτας γραμμένος στο πετσί μας.
Με γράμματα άραγε ή μαύρους αριθμούς.
Αίμα θηλάζει κι η Ελλάδα κι η ζωή μας
Μα οι εχθροί μας πίνουν μόνο αγιασμούς.
Των δράκων γάλα, δηλαδή. Και το φαρμάκι.
Κρίμα. Δεν γνώρισες τον Κώστα Καρυωτάκη.
Στους ουρανούς θ' αναγνωρίσουνε ποιος ήσουν.
Ξέρουν αυτοί. Το φωτοστέφανο χρυσό.
Φώτιζες νύχτες των ανθρώπων που θα ζήσουν
κι έχουν και θάνατο και φως μισό μισό.
Οχι τσεκούρι και μπαλτάς. Μήτε και σφαίρα.
Μ' ένα σουγιά που κόβει φλέβες στον αέρα.
Με του Μακμπέθ πήγες τις μάγισσες, στους βάλτους
να βρεις πώς σμίγει το χρυσάφι με χαλκό
κυνηγημένος απ΄το σώμα σου κοντά τους
αλλά ποιος δαίμονας ξορκίζει το κακό.
Δεν παραστάθηκαν Απόστολοι εκ περάτων
Κι ας πήραν όψη τα μυστήρια των πραγμάτων.
Τι συζητούσες στον Αγρό του Κεραμέως
στους κήπους του αίματος σαν μια σταλαγματιά.
Για στρατηλάτης δεν σου πήγαινε γενναίος
μήτε τσιράκι στων τραμπούκων τη στρατιά.
Επαρχία, επαρχία, όλα τα σφάζεις.
Λυσσάς και ράβεις και κεντάς κι όλο σπαράζεις.
Ο Γκρέκο εδώ, ο Λόρκα εκεί. Ποιος θα κερδίσει.
Τους ξέρεις άραγε να ρίξεις μια ματιά.
Και τώρα ποιος από τους δυο θα ζωγραφίσει
την ομορφιά σου, σαν την άγρια νυχτιά.
Σ' άγγιξαν άραγε τα φίδια κι οι αράχνες.
Τι μυστικά σού είπε το φως μέσα στις πάχνες.
Αθώοι όλοι. Σε μια χώρα των αθώων.
Δεν σε γνωρίσαμε να πιούμε έναν καφέ,
δυο τρεις κουβέντες για τους άθλους των ηρώων
γι' αυτούς που ζούνε συντροφιά μ' έναν χαφιέ.
Λυσσούν να σ' έβρουν τα σκυλιά. Λυσσούν οι σκύλοι.
Κι η ομερτά στις καφετέριες καντήλι.
Πώς να σου γράψω, το λοιπόν, βιογραφία
αφού οι λέξεις μου είναι μόνο της βροχής.
Ποτέ το μπλε δεν το χωρά δικογραφία.
Θυμίζει σύλληψη κι εκτέλεση εποχής.
Είμαστε άρρωστοι βαριά από νοσταλγία.
Μας περιμένουν τα τσιγγέλια στα σφαγεία.
Πώς είναι ο έρωτας γραμμένος στο πετσί μας. Με γράμματα άραγε ή μαύρους αριθμούς. Αίμα θηλάζει κι η Ελλάδα κι η ζωή μας Μα οι εχθροί μας πίνουν μόνο αγιασμούς. Των δράκων γάλα, δηλαδή. Και το φαρμάκι. Κρίμα. Δεν γνώρισες τον Κώστα Καρυωτάκη. Στους ουρανούς θ' αναγνωρίσουνε ποιος ήσουν. Ξέρουν αυτοί. Το φωτοστέφανο χρυσό. Φώτιζες νύχτες των ανθρώπων που θα ζήσουν κι έχουν και θάνατο και φως μισό μισό. Οχι τσεκούρι και μπαλτάς. Μήτε και σφαίρα. Μ' ένα σουγιά που κόβει φλέβες στον αέρα. Με του Μακμπέθ πήγες τις μάγισσες, στους βάλτους να βρεις πώς σμίγει το χρυσάφι με χαλκό κυνηγημένος απ΄το σώμα σου κοντά τους αλλά ποιος δαίμονας ξορκίζει το κακό. Δεν παραστάθηκαν Απόστολοι εκ περάτων Κι ας πήραν όψη τα μυστήρια των πραγμάτων. Τι συζητούσες στον Αγρό του Κεραμέως στους κήπους του αίματος σαν μια σταλαγματιά. Για στρατηλάτης δεν σου πήγαινε γενναίος μήτε τσιράκι στων τραμπούκων τη στρατιά. Επαρχία, επαρχία, όλα τα σφάζεις. Λυσσάς και ράβεις και κεντάς κι όλο σπαράζεις. Ο Γκρέκο εδώ, ο Λόρκα εκεί. Ποιος θα κερδίσει. Τους ξέρεις άραγε να ρίξεις μια ματιά. Και τώρα ποιος από τους δυο θα ζωγραφίσει την ομορφιά σου, σαν την άγρια νυχτιά. Σ' άγγιξαν άραγε τα φίδια κι οι αράχνες. Τι μυστικά σού είπε το φως μέσα στις πάχνες. Αθώοι όλοι. Σε μια χώρα των αθώων. Δεν σε γνωρίσαμε να πιούμε έναν καφέ, δυο τρεις κουβέντες για τους άθλους των ηρώων γι' αυτούς που ζούνε συντροφιά μ' έναν χαφιέ. Λυσσούν να σ' έβρουν τα σκυλιά. Λυσσούν οι σκύλοι. Κι η ομερτά στις καφετέριες καντήλι. Πώς να σου γράψω, το λοιπόν, βιογραφία αφού οι λέξεις μου είναι μόνο της βροχής. Ποτέ το μπλε δεν το χωρά δικογραφία. Θυμίζει σύλληψη κι εκτέλεση εποχής. Είμαστε άρρωστοι βαριά από νοσταλγία. Μας περιμένουν τα τσιγγέλια στα σφαγεία.
Πηγή: www.musicpaper.gr
Πηγή: www.musicpaper.gr
Πώς είναι ο έρωτας γραμμένος στο πετσί μας. Με γράμματα άραγε ή μαύρους αριθμούς. Αίμα θηλάζει κι η Ελλάδα κι η ζωή μας Μα οι εχθροί μας πίνουν μόνο αγιασμούς. Των δράκων γάλα, δηλαδή. Και το φαρμάκι. Κρίμα. Δεν γνώρισες τον Κώστα Καρυωτάκη. Στους ουρανούς θ' αναγνωρίσουνε ποιος ήσουν. Ξέρουν αυτοί. Το φωτοστέφανο χρυσό. Φώτιζες νύχτες των ανθρώπων που θα ζήσουν κι έχουν και θάνατο και φως μισό μισό. Οχι τσεκούρι και μπαλτάς. Μήτε και σφαίρα. Μ' ένα σουγιά που κόβει φλέβες στον αέρα. Με του Μακμπέθ πήγες τις μάγισσες, στους βάλτους να βρεις πώς σμίγει το χρυσάφι με χαλκό κυνηγημένος απ΄το σώμα σου κοντά τους αλλά ποιος δαίμονας ξορκίζει το κακό. Δεν παραστάθηκαν Απόστολοι εκ περάτων Κι ας πήραν όψη τα μυστήρια των πραγμάτων. Τι συζητούσες στον Αγρό του Κεραμέως στους κήπους του αίματος σαν μια σταλαγματιά. Για στρατηλάτης δεν σου πήγαινε γενναίος μήτε τσιράκι στων τραμπούκων τη στρατιά. Επαρχία, επαρχία, όλα τα σφάζεις. Λυσσάς και ράβεις και κεντάς κι όλο σπαράζεις. Ο Γκρέκο εδώ, ο Λόρκα εκεί. Ποιος θα κερδίσει. Τους ξέρεις άραγε να ρίξεις μια ματιά. Και τώρα ποιος από τους δυο θα ζωγραφίσει την ομορφιά σου, σαν την άγρια νυχτιά. Σ' άγγιξαν άραγε τα φίδια κι οι αράχνες. Τι μυστικά σού είπε το φως μέσα στις πάχνες. Αθώοι όλοι. Σε μια χώρα των αθώων. Δεν σε γνωρίσαμε να πιούμε έναν καφέ, δυο τρεις κουβέντες για τους άθλους των ηρώων γι' αυτούς που ζούνε συντροφιά μ' έναν χαφιέ. Λυσσούν να σ' έβρουν τα σκυλιά. Λυσσούν οι σκύλοι. Κι η ομερτά στις καφετέριες καντήλι. Πώς να σου γράψω, το λοιπόν, βιογραφία αφού οι λέξεις μου είναι μόνο της βροχής. Ποτέ το μπλε δεν το χωρά δικογραφία. Θυμίζει σύλληψη κι εκτέλεση εποχής. Είμαστε άρρωστοι βαριά από νοσταλγία. Μας περιμένουν τα τσιγγέλια στα σφαγεία.
Πηγή: www.musicpaper.gr
Πηγή: www.musicpaper.gr
Πώς είναι ο έρωτας γραμμένος στο πετσί μας. Με γράμματα άραγε ή μαύρους αριθμούς. Αίμα θηλάζει κι η Ελλάδα κι η ζωή μας Μα οι εχθροί μας πίνουν μόνο αγιασμούς. Των δράκων γάλα, δηλαδή. Και το φαρμάκι. Κρίμα. Δεν γνώρισες τον Κώστα Καρυωτάκη. Στους ουρανούς θ' αναγνωρίσουνε ποιος ήσουν. Ξέρουν αυτοί. Το φωτοστέφανο χρυσό. Φώτιζες νύχτες των ανθρώπων που θα ζήσουν κι έχουν και θάνατο και φως μισό μισό. Οχι τσεκούρι και μπαλτάς. Μήτε και σφαίρα. Μ' ένα σουγιά που κόβει φλέβες στον αέρα. Με του Μακμπέθ πήγες τις μάγισσες, στους βάλτους να βρεις πώς σμίγει το χρυσάφι με χαλκό κυνηγημένος απ΄το σώμα σου κοντά τους αλλά ποιος δαίμονας ξορκίζει το κακό. Δεν παραστάθηκαν Απόστολοι εκ περάτων Κι ας πήραν όψη τα μυστήρια των πραγμάτων. Τι συζητούσες στον Αγρό του Κεραμέως στους κήπους του αίματος σαν μια σταλαγματιά. Για στρατηλάτης δεν σου πήγαινε γενναίος μήτε τσιράκι στων τραμπούκων τη στρατιά. Επαρχία, επαρχία, όλα τα σφάζεις. Λυσσάς και ράβεις και κεντάς κι όλο σπαράζεις. Ο Γκρέκο εδώ, ο Λόρκα εκεί. Ποιος θα κερδίσει. Τους ξέρεις άραγε να ρίξεις μια ματιά. Και τώρα ποιος από τους δυο θα ζωγραφίσει την ομορφιά σου, σαν την άγρια νυχτιά. Σ' άγγιξαν άραγε τα φίδια κι οι αράχνες. Τι μυστικά σού είπε το φως μέσα στις πάχνες. Αθώοι όλοι. Σε μια χώρα των αθώων. Δεν σε γνωρίσαμε να πιούμε έναν καφέ, δυο τρεις κουβέντες για τους άθλους των ηρώων γι' αυτούς που ζούνε συντροφιά μ' έναν χαφιέ. Λυσσούν να σ' έβρουν τα σκυλιά. Λυσσούν οι σκύλοι. Κι η ομερτά στις καφετέριες καντήλι. Πώς να σου γράψω, το λοιπόν, βιογραφία αφού οι λέξεις μου είναι μόνο της βροχής. Ποτέ το μπλε δεν το χωρά δικογραφία. Θυμίζει σύλληψη κι εκτέλεση εποχής. Είμαστε άρρωστοι βαριά από νοσταλγία. Μας περιμένουν τα τσιγγέλια στα σφαγεία.
Πηγή: www.musicpaper.gr
Πηγή: www.musicpaper.gr
Κάτω απ' τη μαρκίζα
Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει
σε μια φωτογραφία της στιγμής
είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη
σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής.
Όλα μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει
κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής.
Εσύ όπου να πας, σ’ όποιο ταξίδι,
σε λάθος στάση θα κατεβείς.
Χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα
σε βρήκα που `ρθες για να μη βραχείς,
ίδια η βροχή τα μάτια σου τα γκρίζα
μα τίποτα, όπως πάντα, δε θα πεις.
Μονάχα εγώ ρωτώ χωρίς ελπίδα
πού μένεις, πού κοιμάσαι και πώς ζεις,
κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα
δεν έχεις κάτι για να μου πεις.
Το τρένο φεύγει στις οκτώ
Το τρένο φεύγει στις οχτώ
ταξίδι για την Κατερίνη
Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει
να μη θυμάσαι στις οχτώ
να μη θυμάσαι στις οχτώ
το τρένο για την Κατερίνη
Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει
Σε βρήκα πάλι ξαφνικά
να πίνεις ούζο στου Λευτέρη
νύχτα δε θα 'ρθει σ’ άλλα μέρη
να 'χεις δικά σου μυστικά
να 'χεις δικά σου μυστικά
και να θυμάσαι ποιος τα ξέρει
νύχτα δε θα `ρθει σ’ άλλα μέρη
Το τρένο φεύγει στις οχτώ
μα εσύ μονάχος σου έχεις μείνει
σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη
μεσ’ στην ομίχλη πέντε οχτώ
μεσ’ στην ομίχλη πέντε οχτώ
μαχαίρι στη καρδιά σου εγίνει
σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου