Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

ΧΡΙΣΤΟΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗΣ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 






ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ 

 Ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης (1938-2018) γεννήθηκε στην Αργυρούπολη του Ρεθύμνου. Σπούδασε νομικά, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες. Έλαβε μέρος στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής του και συμμερίστηκε τη μοίρα της Ελληνικής Αριστεράς. Εξορίστηκε από τη χούντα στο Παρθένι της Λέρου, από όπου καταδίκασε την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Κατά τη μεταπολίτευση εντάχθηκε στο κόμμα της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ). Εμφανίστηκε στα γράμματα με το ποίημα "Πίσω από τα βλέφαρα" στο περιοδικό "Επιθεώρηση Τέχνης", το 1958. Διετέλεσε εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού "Σχεδία". Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές: "Κλειστή θάλασσα", 1979, "Βαρούτην χανόμεθα", 1988, "Ο ανεπίληπτος βίος, ο λόγος και η τελείωση της Λευκοθέας", 1989, "Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα", 2002, "Δεν είναι τίποτα και άλλα ποιήματα", 2008, καθώς και τις συλλογές δοκιμίων "Ασκήσεις αυτογνωσίας", 2008, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής, "Αποθήκες υφάλων όπλων", 2009, "Έφοδος στον ουρανό", 2012 και "Χθεσινός κόσμος. Ιωνία, η πόλη μας", 2017. Μεταξύ 1999-2010 διετέλεσε πρόεδρος του ΔΣ του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος. Έφυγε από τη ζωή στο Ναύπλιο στις 20 Ιουλίου 2018, σε ηλικία 80 ετών.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: 

Ξένος ειμί, Τυπωθήτω, 2002. 
Δεν είναι τίποτα και άλλα ποιήματα, Τυπωθήτω, 2008. 
Ασκήσεις αυτογνωσίας, Τυπωθήτω, 2008. 
Αποθήκες υφάλων όπλων, Τυπωθήτω, 2009. 
Έφοδος στον ουρανό, Τυπωθήτω, 2012. 
Χθεσινός κόσμος. Ιωνία, η πόλης μας, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, 2017. 


Παρακάτω παραθέτουμε ορισμένα ποιήματά του: 


Λυγμός ‘56
Το να μην ξέρω να κολυμπώ
το νιώθω
μα το να ξέρω
και να μη φτάνω έως απέναντι
με θανατώνει.

Καράβια ‘57
Θέλω να μου πεις
για τα καράβια που φεύγουνε
με τα πανιά τους
γεμάτα γαλάζια μάτια

θέλω να μου πεις
για τα καράβια που φτάνουνε
με το κατάστρωμά τους
γεμάτο τροπικό ήλιο

εγώ θα σου μιλήσω
για τα καράβια που ακινήτησε ο άνεμος
δυό μίλια έξω απ΄ το λιμάνι.

Μια μέρα ΄60
όταν θα στεγνώσουν τα δάκρυα
κι η μέρα θάναι μακριά και στέρεη
σαν καραβόσκοινο
θα συναντηθούμε πάλι
σε κείνο το υπαίθριο καπηλειό
κι όπως καπνίζοντας τον απολογισμό θα κάνουμε
θα πούμε πάλι για τους φτωχούς
και τους κατατρεγμένους
που κι αν δεν πέρασαν βέβαιο είναι πως σύντομα
στη σωτηρία θα περάσουν όπως βέβαιο είναι
πως μονάχα εμείς οι δύο
έξω από την πρόσκαιρη και την αιώνια σωτηρία
αναπολόγητα καταδικασμένοι θα τριγυρίζουμε.


Αετοί ΄60
Της συνομοταξίας των αετών
αδόκητος κληρονόμος
εκείνων που στον ουρανό
τ΄ όνομά τους μ΄ αστέρια
έγραψαν
και στους τοίχους με αίμα
ελευθερία
στέκομαι τώρα και απορώ
στην καμπίσια ψυχή μου
τα φτερά τους πως θα μπολιάσω.


Επέτειος ΄61
Καθώς δεν είμαι πια παιδί
και καθαρό είν΄ εμπρός μου
ό,τι ερήμην μου
άγνωστοι θεσμοθέτες μου ορίσανε
διόλου δε σκιάζομαι και δεν ανησυχώ
όπως ο μακεδόνας στρατηλάτης ανησυχούσε
μη κι ο πατέρας μου
ολόκληρο τον κόσμο κατακτήσει
το πήρα πια απόφαση εκείνος
δεκαπέντε χρόνια πολιτικός εξόριστος
δεν άφησε τίποτε
να κατακτήσω εγώ για τη γενιά μας.

Ο χειμώνας έφτασε νωρίς
Σεπτεμβρίου δεκαεπτά μέρα Τετάρτη
ανοίγω το σάκκο με τα χειμωνιάτικα
το σακκάκι μου το παντελόνι μου
δυό πουλόβερ
στην εσωτερική τσέπη μια απόδειξη συστημένου
(η απάντηση δεν ήλθε ποτέ).

Ο χειμώνας έφτασε νωρίς φέτος απροσδόκητα.

Αλλ΄ όταν βλέπω τα μάτια σας
Όλο το λέω εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας
αλλ΄ όταν βλέπω τα μάτια σας
να χαμηλώνουν στο ίδιο συρματόπλεγμα
αλλ΄ όταν βλέπω τα μάτια σας
το νιώθω πως είμαστε από το ίδιο αίμα
εσείς κι εγώ σύντροφοι επαγρυπνητές.

Δεν είναι τα όνειρα
Δεν είναι τα όνειρα
αυτά και πότε ήταν
ούτε ο πρακτικός βίος που ανατράπηκε ξαφνικά
την μάνα μου συλλογίζομαι απόψε
στρατόπεδο παραμονή Χριστούγεννα
που θα γυρίζει μοναχή της μέσ΄ στο σπίτι
που θα κοιτάζει τα βιβλία μου
και θα κλαίει.

Υστερόγραφο
Τώρα ο καθένας
ας απλώσει τη δική του τη θάλασσα
άλλη θάλασσα ας μη περιμένει
τώρα ο καθένας
ας ανοίξει τους δικούς του ασκούς
άλλος άνεμος δε θα υπάρξει
και πια τι να τις κάνουμε τις σάλπιγγες
τώρα που ο πόλεμος τελείωσε.


Ξένος ειμί
 

Στον Τάσο Καπερνάρο
Ξένος ειμί και μισθοφόρος –
κάθε φορά που στη στροφή βλέπω τη θάλασσα
το νιώθω.

Όλη τη μέρα πολεμώ σε ξένο τόπο
τα βράδια, κάτω από το λύχνο,
καθώς με πιάνει η νοσταλγία της πατρίδας
συγγράφω την ανάβασή μου.

Ξένος ειμί και μισθοφόρος –
αν τη διαβάσετε να είστε επιεικείς,
στην εποχή μου
δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πεθαίνεις.


Μόνο ο Ορέστης
 

Στην Ειρήνη Δάγλα
Το βλέπω τώρα
πάλι και πάλι που αναδιφώ το ίδιο μυθιστόρημα,
τα πρόσωπα αλλάζουν θέσεις συνεχώς,
έρχονται, φεύγουν, επιστρέφουν,
αποσύρονται –
μόνο ο Ορέστης μένει αμετακίνητος
σε χτυπημένα υπόγεια και συνελεύσεις
χωρίς νερό, χωρίς ψωμί,
χωρίς μαχαίρι,
όποια σελίδα της ζωής μου κι αν γυρίσω.


Επίκουρος
Χ.Κ.Τ., ετών σαράντα, επίκουρος καθηγητής,
με ειδικότητα στο δίκαιο του ανταγωνισμού
και τη ναυαγιαίρεση.
Σπίτι στα βόρεια προάστεια,
σπίτι παραθαλάσσιο,
σκάφος αναψυχής
ή τρις εις θάνατον,
όπως προφητικά είχε προτείνει ο Επίτροπος
είκοσι χρόνια πριν,
όταν ολόφωτα σφυρίζαν τα καράβια στο λιμάνι.

Το σκυλί
Μου λεν να πάρω ένα σκυλί –
καλό σκυλί και φύλακας.
Τώρα τι να το πάρεις το σκυλί,
αφού το ξέρεις,
θ΄ αρχίσει πάλι ν΄ αλυχτάει όλη τη νύχτα
και θά ΄ρχονται οι χωροφύλακες χαράματα
να παίρνουν τον πατέρα σου.


Κούρδοι

Κούρδοι ή Κούδροι,
μερικές φορές τα χείλη μου μπερδεύονται.
όμως τα βράδια,
όταν στην πολιτεία απλώνεται η σιγαλιά
και τα τριζόνια του κήπου μου
μετασταθμεύουν στο μυαλό μου,
η ψυχή μου ένοπλη
ανηφορίζει στα βουνά σας
και ντουφεκάει
για τη λεφτεριά σας που ανατέλλει
και τη σκυλίσια μου ζωή
που ξημερώνει πάλι αύριο.


Ενύπνιον ΄88
Ήρθε ο πατέρας μου τη νύχτα
και με φώναξε
μαθαίνω πράγματα, μου λέει,
και φοβούμαι,
να πληρώνεις το νοίκι σου και τα κοινόχρηστα
και τα άλλα,
όπως συμφώνησες.
Μα πατέρα, του λέω,
εδώ δεν είναι το σπίτι μου, είναι η φυλακή,
δεν το βλέπεις;
κι αυτή δεν είναι η βρύση που στάζει,
είναι η ζωή μου
που στραγγίζει σταγόνα - σταγόνα..
Το ξέρω, μου λέει,
αλλά και συ το ήξερες και υπόγραψες
και τώρα οφείλεις να πληρώσεις,
όπως όλοι μας.


Εμάς τους άλλους
Ξημερώματα της Παραμονής
η Μαρία, με το αίμα στο στόμα,
ανοίγει την πόρτα και χάνεται στο χιονιά
εμάς τους άλλους, μαύρη Μαρία,
θα μας προλάβει ο καινούργιος χρόνος.


Σαρλότ Κορνταί
 

Στην Έλσα Λιαροπούλου
Και τη Σαρλότ Κορνταί βοήθησε
να καταλάβει επιτέλους,
πως δεν μπορεί να αναβάλλει επ΄ αόριστον
αναζητώντας το κατάλληλο μαχαίρι
έτσι κι αλλιώς όποιο μαχαίρι κι αν διαλέξει
το κάρο έχει αρχίσει να κυλάει
και στα ωραία της μαλλιά στριφογυρίζουνε
προπαροξύτονοι της μοίρας οι άνεμοι.

Οι μέρες εκείνες
Πέρασαν τόσα χρόνια
κι όμως θυμάμαι ακόμη
τη μέρα εκείνη πάνω στη γέφυρα
φυσούσε ένας αγέρας απαλός
και συ έγερνες επάνω μου
και τραγουδούσες
αστέρι και φεγγάρι μου
ύστερα ο αγέρας δυνάμωσε
και ξαφνικά αρχίσαμε να πετούμε,
πετούσαμε χαμηλά
πάνω από τις στέγες,
πάνω από τα δέντρα,
πετούσαμε, πετούσαμε -
έτσι ήταν οι μέρες εκείνες
γεμάτες μικρά αλλεπάλληλα θαύματα.

Το τραγούδι της Βάλιας και του λύκου
Ένας λύκος κάθε βράδυ
μου τηλεφωνάει,
λέει πως είναι άγριος
κι ότι θα με φάει.

-Λύκε, λύκε που γυρίζεις
μοναχός στο χιόνι,
έχω τη μανούλα μου
και δεν είμαι μόνη.

Ένας λύκος κάθε βράδυ
μου τηλεφωνάει
και μου λέει παραμύθια
και μου τραγουδάει.

Λύκε, λύκε δεν πιστεύω
ό,τι κι αν μου λες,
ξέρω ότι είσαι μόνος
και τα βράδια κλαις.





Ο κήπος μου
Φτιάχνω την πέργκολα και απλώνω το γιασεμί μου
για νά ΄ρχονται τα χελιδόνια την άνοιξη
να χτίζουν τη φωλιά τους.

Ασπρίζω τους φράχτες μου και κλαδεύω το νυχτολούλουδο
για να λάμπει ο ήλιος τα μεσημέρια
και νά ΄ρχονται τα αηδόνια μεσάνυχτα.

Έτσι έγινε και έτσι θα γίνει, μικρή μου Μαρία,
και κράτησε γερά το σκοινί,
άλλο έλεος δεν υπάρχει. 


Ξέρω τα μάτια σου
Ξέρω τα μάτια σου,
ξέρω τα χείλη σου, ξέρω τα μαλλιά σου,
ξέρω το σημαδάκι
που άφησε φεύγοντας ο κεραυνός -
θέλω να πω,
ίπταμαι πάλι επί πτερύγων ανέμων,
βαδίζω πάλι στα κύματα της θαλάσσης,
ξαναβάζω το αίμα στις φλέβες μου
και σ΄ αγαπώ. 


Βαρούτην χανόμεθα 

Μια λεπτομέρεια από τη ζωή του Αρχηγού Λυκούργου Λογοθέτη,
και μια εισήγηση του συγγραφέα περί του πρακτέου,

Κάπου βαθιά υπάρχουν στο μυαλό μου
ο βίος και τα κατορθώματα
του Αρχηγού Λυκούργου Λογοθέτη,
όπως συχνά τα χρόνια εκείνα
μου τ’ ανιστορούσε
ο φίλος μου Αλέξης Σ.
ο εκ Σαρακηνών.

Όμως απόψε δεν θ’ αναδιφήσω
τον βίο και τα κατορθώματα του—
άλλωστε αυτά τα γράφει ή ιστορία,
θα πω μονάχα και μ’ αυτό τελειώνω
μια λεπτομέρεια που κρίνω,
ότι μπορεί να ρίξει στη ζωή μας
λίγο φως.


Ολούθε, λέει, τον έζωναν οι εχθροί
κι ούτε ψωμί ούτε νερό
κι οι μέρες του
κι οι ώρες ίσως μετρημένες.

Εδώ ας ανοίξω μια παρένθεση
να πω, ότι στον βίο μας
έρχεται κάποια μέρα
που επιβάλλεται να πάρουμε αποφάσεις
κρίσιμες και για μας
και για τους άλλους πού σ’ εμάς προσβλέπουν-
τότε τα λόγια τα πολλά δεν ωφελούν,
δυο λόγια μόνο, ένα κίνημα της κεφαλής,
αυτό ταιριάζει.

Δεν είχε ή ώρα έλεος,
μέτρησε τους δικούς του, τους εχθρούς,
την κακοτράχαλη άνοιξη,
πήρε μολύβι και χαρτί και χάραξε (το μήνυμα)

Βαρούτην χανόμεθα
τίποτε άλλο.
Την ώρα εκείνη τον φαντάζομαι
να γράφει και να υπογράφει τη γραφή
και σαν λιοντάρι η ψυχή του να βρυχάται
βαρούτην χανόμεθα
Τίποτε άλλο.

Βαρούτην, λοιπόν, Αδελφοί, Βαρούτην
και το Μέγα Έλεος. 


Δευτερολογία
Και κάτι ακόμη για να μη λυπούμαστε
όπως οι άλλοι,
που δεν έχουνε ελπίδα –
οι Έλληνες ήταν, όταν χάσανε το θάρρος τους,
αυτοί που αργότερα
τον ονομάσανε απόβλητον
και απαράδεκτον εις την πατρίδα
και τον εξόρισαν
όπως από παλιά το συνηθίζουν.


Ά, ναι, και ένα σκύλο και μια καρδερίνα
Και μία τίμια συμφωνία με το θάνατο.





Ο ανεπίληπτος βίος 
Ο λόγος και η τελείωση της Λευκοθέας

α΄

Τα ωραία ζουμπούλια στο ανθογυάλι
μου θυμίζουν
τη Λευκοθέα του ναυτολογικού γραφείου —
ερχόταν κάθε Σάββατο απόγευμα,
μερικές φορές και Κυριακή πρωί,
έβγαζε τα φορέματά της,
τα δαχτυλίδια της και το σταυρό της
και γέμιζε με άνθη και αρώματα
όλη η κάμαρη,
τί λέω η κάμαρη
ολόκληρο το σπίτι,
τί λέω το σπίτι
ολόκληρο το 324 οικοδομικό τετράγωνο
και παραπέρα ακόμη
ώς τα φανάρια και την Παναγίτσα
και τη ζωή μου τη φαρμακεμένη.




β΄

Στη Λευκοθέα
            άρεσε το σκληρό κρεβάτι,
έτσι, έλεγε,
βιώνεις με τη σάρκα και το αίμα σου
την κίνηση της ύλης
προς τη θέωση.
Ωδίνει και σπαργά το ξύλο, έλεγε,
και γίνεται καράβι που αποπλέει
τη συνοδεία πετεινών του ουρανού.
Πότε ψηλά και πότε στο βυθό,
εν μέσω των κυμάτων της θαλάσσης, έλεγε,
νεφέλη φωτεινή το αναρπάζει
κι ενώ θαρρείς πως  χάθηκε και πάει
φως ιλαρόν στο γαλαξία μέσα
εκχέεται εκείνο και οδεύει.
Αυτά και άλλα η Λευκοθέα απεφθέγγετο
πριν να γινούμε
θάλασσα και ήλιος
και γιασεμί νυχτερινό.

                                         γ΄

Φως ποθεινότατον η Λευκοθέα
σ’ άλλους αναβαθμούς
διαλάμπει τώρα —
βάζει φωτιά
και λαμπαδιάζουν τα καράβια
κι αχ, είναι ο βίος μας βραχύς
και ανεόρταστος.































































































































































































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου