Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

ΝΙΚΟΣ-ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ





  Ο Νίκος Ασλάνογλου (1931-1996, το ψευδώνυμο Αλέξης διάλεξε στα εφηβικά του χρόνια από τον ομώνυμο ήρωα του Ντοστογιέφσκι στο έργο του "Ταπεινοί και καταφρονεμένοι") γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Τέλειωσε το πειραματικό σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1949), όπου στη συνέχεια σπούδασε γαλλική φιλολογία. Γύρω στο 1950 (μετά το θάνατο του πατέρα του) ανέλαβε συνδιευθυντής (μαζί με το γαμπρό του Βασίλη Φράγκο) στην εριουργία Μάκερ, που χρεοκόπησε λίγο αργότερα. Στη συνέχεια έφυγε στη Γαλλία και την Αίγυπτο και συνέχισε τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια Καΐρου και Αιξ - αν Προβάνς. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ως καθηγητής σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών, ως επιστημονικός συνεργάτης στην Αρχιτεκτονική Σχολή Θεσσαλονίκης και μετά το 1980, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ως επιμελητής και λογοτεχνικός σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Ευσταθιάδη. Το 1951 ίδρυσε από κοινού με τον Κ.Κατσανό το περιοδικό "Σκέψη", που κυκλοφόρησε ένα μόνο τεύχος, στο οποίο ο Ασλάνογλου δημοσίευσε το πρώτο του δοκίμιο, με τίτλο Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Γιώργου Θέμελη. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με την πολυγραφημένη έκδοση του έμμετρου θεατρικού μονοπράκτου έργου Θάλασσα και συγχρονισμός, απόσπασμα του οποίου δημοσίευσε το 1953 στις σελίδες του φοιτητικού περιοδικού "Πυρσός". Στο ίδιο περιοδικό υπήρξε επίσης μέλος της συντακτικής επιτροπής (1953-1955) και δημοσίευσε οχτώ ακόμη ποιήματα. Βασικό στέλεχος του περιοδικού του Ντίνου Χριστιανόπουλου "Διαγώνιος" (1958-1962), συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά "Διάλογος", "Καινούρια Εποχή", "Ευθύνη", "Ausblicke" και τις εφημερίδες "Δράσις" και "Ναυτεμπορική". Πέθανε στην Αθήνα. Η ποίηση του Ασλάνογλου δέχτηκε επιδράσεις από τα καλλιτεχνικά ρεύματα του νεοσυμβολισμού και του υπαρξισμού, ενώ καθοριστικό ρόλο στη γραφή του έχουν η ανάμνηση εμπειριών και βιωμάτων, η θεματική της μετεμφυλιακής ελληνικής πραγματικότητας και επιρροές από την ποίηση του Σεφέρη, του Καρυωτάκη, του Άγρα. Από τη μεταφραστική λογοτεχνική του δραστηριότητα σημειώνουμε τις Εκλάμψεις του Ρεμπώ. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νίκου - Αλέξη Ασλάνογλου βλ. Φραγκίσκος Φαρμάκης, "Ασλάνογλου Νίκος-Αλέξης", στη "Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας", τ.2, Χάρη Πάτση [1968], Αλέξης Ζήρας, "Ασλάνογλου Νίκος-Αλέξης", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 2, Εκδοτική Αθηνών, 1984, χ.σ., "Σύντομη βιογραφία", στο περιοδικό "Διαβάζω", τχ. 367, 10/1996 και Αλέξης Ζήρας, "Ασλάνογλου Νίκος-Αλέξης", στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Εκδόσεις Πατάκη, 2007. 


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: 



Ποιητικές συλλογές

  • Δύσκολος θάνατος. Θεσσαλονίκη, Κοχλίας, (1954)
  • Ο θάνατος του Μύρωνα. Θεσσλονίκη, Διαγώνιος, (1960)
  • Ποιήματα για ένα καλοκαίρι. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, (1963)
  • 44 ποιήματα. Επιλογή 1946-1964. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, (1970)
  • Νοσοκομείο εκστρατείας. Ποιήματα 1964-1972. Θεσσαλονίκη, ιδιωτική έκδοση, (1972)
  • Αργό πετρέλαιο. Ποιήματα 1972-1974. Αθήνα, Πολύτροπον, (1974)
  • Ο δύσκολος θάνατος (1946-1974), Θεσσαλονίκη, Εγνατία, (συγκεντρωτική έκδοση 1978), β έκδοση: Νεφέλη
  • Ωδές στον Πρίγκιπα. Αθήνα, Ύψιλον, (1981)
  • Τρία ποιήματα. Αθήνα, Νεφέλη, (1987) 

Πεζογραφία

  • Θάλασσα και συγχρονισμός (ποιητικό μονόπρακτο, 1952)
  • Ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα (σύντομα κείμενα δημοσιογραφικού χαρακτήρα, 1991)

Μεταφράσεις

  • Εκλάμψεις, Αρθούρου Ρεμπώ. Αθήνα, Πανδώρα, (1971), Ηριδανός, (1981)
  • Η Ταβέρνα, Εμιλ Ζολά. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος (1985)

Μελέτες

  • Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Θέμελη, (1959) 

Παρακάτω παραθέτουμε μερικά ποιήματα: 

 

ARS POETICA

Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.
Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα με αίσθημα ποτισμένες. 


ΜΕΣ ΣΤΟ ΥΓΡΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Μες στο υγρό σκοτάδι πολύ πλανήθηκα

 Αγάπησα τις φωτοσκιές των δέντρων τη γνώριμη νύχτα τον ουρανό

Βροχή μουσικές φωνές

Μες στο υγρό σκοτάδι

Έλα θα βαδίσουμε σιγά μην ακουστούμε

Είμαστε παιδιά κι αγαπούμε τα ωραία καράβια είμαστε παιδιά κι αγαπούμε τη θάλασσα

Λάσπες και νερά ο άνεμος ταξιδεύει τραγούδια που σβήνουν



ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ

Αυτό το βράδυ στάθηκε το πιο γλυφό. Το ήπια σταλαματιά σταλαματιά καθώς σκεφτόμουνα πως ό,τι δόθηκε δεν παίζει με τ’ αποσιωπητικά δε μιλά τη γλώσσα της επιστροφής θα ξανάρθω με τα πρωτοβρόχια
Αυτό το βράδυ έφυγε ακόμα ένας. Χάθηκε εκεί που σβήνεις ένα ένα τα φώτα σου στον ουρανό
και τίποτα δεν είναι πια να ξαναρχίσει
Κι εγώ να σκέφτομαι το βράδυ αυτό, να μη μπορώ να μιλήσω τα μάτια υγρά, το στόμα υγρό, τα μαλλιά μουσκεμένα σαν τα παράθυρα σ’ ένα βαγόνι τρίτης θέσης και βλέπεις αόριστα πως τίποτε πια δεν ωφελεί μες στα χαλαρωμένα χέρια και στα πεσμένα μαλλιά σου


ΑΘΗΝΑ

Πολιτεία γυμνή, πρωινό με τις άδειες καρέκλες δεν είναι δω τόπος να μείνουμε εδώ δεν έχει δρόμους δεν έχει μάτια μέσα σ’ ερειπωμένα παράθυρα μια μυρωδιά γκαζιού και κίτρινης λαδομπογιάς


ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ

Νύχτωσε στην Ελ Μίνα και πυκνή σιωπή ανέβαινε απ’ τη μεριά της θάλασσας κι αντάμωνε το κάστρο∙ ολημερίς ξαπλώνονταν αμίλητο και σκυθρωπό σα μουδιασμένο ζώο
Τότε ξεχώρισα ήχο πνιχτό καθώς το φύλλο που τσαλακώνεται μέσα σε χέρια ανάρμοστα γρατσούνισμα σε σώμα ακάθαρτο, αρρωστημένο
Κι είδα έναν Άραβα μικρό, σημαδεμένο έφεγγαν χέρια, πρόσωπο, μάτια κι ήταν όλος χιλιάδες που άφηναν τη γη τους κι επιστρέφανε μέσα στην άμμο, σε σκηνές, στο άσπρο φως. Κι όταν μιλούσε δάκρυζε η φωνή και όλο ικέτευε για κάποια θέση στη ζωή ή έστω αντίσταση στο θάνατο που ερχότανε αργά και τον ρουφούσε
Μα εγώ έπλενα τα χέρια μου. Άγρια μοναξιά τα χρόνια που έφυγαν με είχανε ποτίσει


ΚΑΜΙΑ ΑΦΙΣΑ Η ΤΟΙΧΟΣ

Καμιά αφίσα ή τοίχος δε θα μαρτυρεί το ελαφρό σου πέρασμα στη φλέβα.
Πέφτεις σα σιγανή βροχή ανύποπτη ανάμεσα στα ξεραμένα φύλλα
Καμιά σκαπάνη μουσικού δε θα σε βρει τόσο βαθιά στο αίμα. 


ΟΙ ΚΕΡΑΣΙΕΣ ΑΝΘΙΖΟΥΝ

Οι κερασιές ανθίζουν πάλι. Πρόσκαιρες έρχονται και περνούν με τη βροχή βλασταίνουνε με το φιλί κι ύστερα σβήνουν
Γι’ αυτό τις ψηλαφίζω και πικραίνομαι φυτοζωούν για λίγο κι ύστερα εξατμίζονται μαζί με το φιλί σου, χάνονται για πάντα μες στο ρεύμα του καιρού


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ

Άδειασε το στρατόπεδο η καντίνα και τα παλιά μου πάθη μια συνήθεια
Σηκώνεται άνεμος, πέφτουν τα σάπια φύλλα μας κουβαλούν κοπαδιαστά στα χειρουργεία
Τα σύνορα είναι κλειστά – τι περιμένω


ΚΙ ΑΝ ΥΠΟΘΕΣΟΥΜΕ

Κι αν υποθέσουμε πως όλα έρχονταν καλά και ταξιδεύαμε μαζί κι η πόλη έφεγγε και το κατάστρωμα πλημμύριζε στη μουσική κι η θάλασσα ήταν δική μας κι η στεριά λουλούδιαζε σαν ανθισμένο περιβόλι αν υποθέσουμε πως ταξιδεύαμε παντοτινά κι η αγάπη σου ανάβλυζε μέσα στα μάτια –
Τι κουβεντιάζουμε, κανένα γιατρικό δεν ωφελεί καμιά αλλαγή στο αίμα δεν αντέχει

 

ΠΕΝΘΙΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΟΜΗΣ

Θυμήσου το στίχο της «Αν το παιδί μου γεννηθεί νεκρό θα ’ναι δικό σου»
Αυτό που με θλίβει δεν είναι τα μάτια σου σταλαματιές από φως παιχνιδίζουν στο τζάμι μήτε πάλι τα χείλη σου βάφουν με υδρόχρωμα τους αρμούς και περνούν σ’ άλλα χείλη τα πολλά σου μαλλιά και οι ώμοι σου υποφέρουν κι αυτά τη δική τους μακρόχρονη θλίψη
Αυτό που με τελειώνει στην άκρη μιας ήσυχης θάλασσας κάτω απ’ τις κίτρινες λεύκες είναι η σκέψη σου πως οι άνθρωποι θα γεννιούνται πάντοτε φρέσκοι αυτό που με απελπίζει ολότελα είναι τα ποιήματα γραμμένα από σένα υπακούνε στο μετάλλινο χτύπο τους μέσα στην άσκοπη μηχανογράφηση της μνήμης δε μου ανήκουνε, ούτε ανήκουν σε τούτη τη γη
Σ’ αυτή τη θάλασσα έχω ξανάρθει παιδί. Γυρίζω έρημος ένα ποίημα προσμένω νεκρό θα ’ναι δικό σου

 ΤΙ ΜΕΝΕΙ ΛΟΙΠΟΝ

Τι μένει λοιπόν μες στο πικρό μεσοκαλόκαιρο
μες στο μυχό ενός κόλπου ξαπλωμένος
και η θάλασσα ευτυχισμένη, αδιάφορη
δέντρα και βότσαλα και φύκια κι ο καινούργιος άνεμος

Και συ, φωνή ελπίδας, ταξιδιώτη που έρχεσαι
με τους ατμούς ενός μεσημεριού στα συνεργεία
φωνή που χρόνια έχτιζα, πεθαίνεις


ΚΤΙΡΙΟΛΟΓΙΑ

Κάποιος ήθελε σπίτια από σάρκα και αίμα
εγώ προσωπικά τα προτιμώ από πέτρα
πεισματικά αντιστέκονται μ’ όλες τους τις ρωγμές
αξιοπρεπή μέχρι την ώρα του εκσκαφέα

Μα οι πλατείες πρέπει νάναι γεμάτες αίμα
υπόγλυκο, ανεξίτηλο, κι ακόμα
να σχεδιαστούν μέσα σε ανθρώπινα καλούπια –
καθώς σιγά σιγά γερνούν νάχουν τα χρόνια
του αγοριού που βλέπει με άλλα μάτια.
Παράδειγμα η πλατεία Ναυαρίνου, είναι καινούργια
παιδιά και σιντριβάνια παίζουν στα παρτέρια
σαν σκηνικό τη νύχτα της σφαγής


 ΟΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ 

Οι ξεχασμένοι ποιητές δεν έφυγαν, φυλλορροούν
σε όλες τις συνοικίες της πρωτεύουσας
στους κήπους της Δεξαμενής και στο Βοτανικό
και στους συνοικισμούς του Πειραιά μέχρι τα κρηπιδώματα
του λιμανιού, και στα παλιά διώροφα αργοσβήνουν

Οι ποιητές της σκοτεινής παράδοσης ενέδωσαν – εις πείσμα των καιρών
καταρρακώνουν τα καινούργια σχήματα

Και ταξιδεύουν προς την αντίθετη φορά
προς τους κατάφωτους συνοριακούς σταθμούς
στα ακραία φυλάκια


ΕΛΚΗ 

Γιατί η έκκριση του υγρού ανεξέλεγκτη
το οξύ πριν απ’ την ώρα του να καίει
σάλιο ή δάκρυ ποτέ την πρέπουσα στιγμή
γιατί το ερέθισμα καθυστερεί τη σκέψη μου


 ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ 

Τα ρούχα μας είναι γαλάζια
γαλάζια τα δέντρα κι ο άνεμος
μες στα μαλλιά σου, γαλάζιοι κι εμείς

Περπατούμε ανάλαφροι κάτω απ’ τα δέντρα
τα φύλλα τραυλίζουν στα πόδια μας
όλα σχεδιάστηκαν καθώς λαχτάρησες
μες στο προαύλιο, μέσα στο ποίημα
της φυλακής


 ΟΙΚΤΟΣ 

Εγκλωβισμένους μες στη φυλακή της άνοιξης
όλο χειρονομίες και ψιθύρους

Πώς τους λυπάμαι τους ερωτευμένους
που τριγυρίζουν συντροφιά ή μόνοι
μέσα στο στήθος τους άλλο πια δεν λάμπει
μονάχα η ψεύτικη, η αλλοιωμένη εικόνα

Μα περισσότερο λυπάμαι αυτό τον νέο
που πλέκει στίχους όλο απελπισία
γι’ αυτούς, μόνο γι’ αυτούς θέλει να ζήσει

Κι όμως λυπάμαι περισσότερο τον ήλιο
που λάμπει φρέσκος στην καρδιά της μέρας


 ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ 

Είπες κάποτε αυτά τα ποιήματα θ’ αγαπηθούν πολύ
θα τοιχοκολληθούν, να τα διαβάσουν όλοι.
Μια μέρα θα υγράνουν μάτια και χείλη
θα διαβαστούν κάτω από φανοστάτες, σε βροχερές συνελεύσεις.
Τέλος, καθώς πολλούς θα τυραννήσουν, θα καούν
ή θα ταφούν σε ανήλια σπουδαστήρια – κι είπες πάλι
ίσως ο άνεμος μιας δροσερής αυγής να τα σκορπίσει


 ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ 

Τα μάτια σου ανεβαίνουν εντός μου πλημμυρίζοντας
μες στον ψιθυρισμό του δάσους και στο δρόμο
καθώς μετεωρίζεσαι ίδιο πουλί θαλασσινό
γιατί μόνον εσύ ξανοίγεις και ρημάζεις δρόμους

γιατί νυχτώνει αργότερα και χάνεσαι, τελειώνει
σε λίγο η μουσική, γιατί το ξέρω, λύνονται
τόσο καθάρια εντός μου οι ουρανοί που βλέπω
πως θάνατο μαρτυρικό απόψε σου ετοιμάζουν


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου