Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης
Πως αντιμετωπίζεις ένα βιβλίο-θρύλο της αμερικάνικης και παγκόσμιας λογοτεχνίας; Να ποιά ήταν η πρώτη σκέψη μου, τελειώνοντας την δεύτερη (ή τρίτη, δεν θυμάμαι) ανάγνωση του θρυλικού «Γυμνού Γεύματος» του Ουίλιαμ Μπάροουζ. Στη συνέχεια, πίνοντας μια μπυρίτσα στο Φαγκότο, το ιστορικό τζαζ μπαρ στο ενετικό λιμάνι των Χανίων, ανάμεσα σε ντόπιους και τουρίστες και σε ωραίες μουσικές, σκέφτηκα πάλι πως ίσως δεν είναι όλοι ικανοί να αντιμετωπίσουν, πάει να πει να υπολογίσουν την αξία του βιβλίου με τα δικά τους μέτρα και σταθμά. Έτσι κι αλλιώς, τούτο το βιβλίο είναι φτιαγμένο ειδικά για να μην μπαίνει σε καλούπια. Αργότερα ή νωρίτερα, ούτε τώρα θυμάμαι, τι πειράζει, έτσι είναι αυτά, σε μια ροκ συναυλία ξανασκέφτηκα με δυο τρεις πάλι μπύρες και κάτι ρακές αργότερα, πως τι στο καλό κάθομαι κι αναρωτιέμαι, το «Γυμνό Γεύμα» είναι τόσο ροκ που καμιά αντιμετώπιση, κανείς υπολογισμός, όσο και αν είναι ευφυής, δεν αρκεί για να το περιγράψει.
Όμως, τι ευλογία και κατάρα που είναι ετούτο το συναίσθημα, ο λογιστής μέσα μου επέμενε, πως ναι ρε αδερφέ, κι όμως κάποια πράγματα εύκολα, σχεδόν αβίαστα, θα το δεις, μπορούν εύκολα να βγουν διαβάζοντας το βιβλίο. Έτσι λοιπόν, για να ικανοποιήσω την αδάμαστη πείνα για ορθολογισμό του άλλου μου εαυτού (κι εντάξει, και το δικό μου ψώνιο), προχωράω (αλλάζοντας ή έτσι νομίζοντας τη γραφή μου) στις ακόλουθες γραμμές, δυο τρία πράγματα σημειώνοντας (και βάζοντας πολλά άλλα στοιχεία στην άκρη):
Α) Η ηρωίνη, να ποια είναι, η πραγματική συγγραφέας του «Γυμνού Γεύματος». Η ηρωίνη, το λογικό παράλογο, ο απόλυτος εθισμός σε αυτή την ουσία, που κάποτε τη θεωρούσαν φάρμακο, και κατά συνέπεια η παρακμή που αυτή επιφέρει στον χρήστη. Ναι, δεν είναι ένα απλό ναρκωτικό η ηρωίνη, δεν είναι για να το πούμε πολύ απλά κι ακόμα πιο πρόχειρα, ένα τσιγαριλίκι (έτσι, δεν λέγεται;) που κάνεις μια στο τόσο με την παρέα σου, έτσι για να χαλαρώσεις, έχοντας επίγνωση πως ύστερα από λίγο πάλι θα γυρίσεις στην σκληρή πραγματικότητα.
Εδώ έχουμε μια νέα πραγματικότητα, μια ζωή που μοιάζει υπερρεαλιστική αλλά που στην πραγματικότητα αποτελεί ανάγνωση και βίωση της τωρινής ζωής μέσα από ένα πρίσμα που προσπαθεί να βοηθήσει τον χρηστή να ξεφύγει από τα προβλήματα του, δημιουργώντας του άλλα χειρότερα. Η ηρωίνη, γενικά αλλά και στο «Γυμνό Γεύμα» λειτουργεί και απελευθερωτικά και δεσμεύοντας τους πρωταγωνιστές του βιβλίου σε μια αλλοτρίωση χωρίς επιστροφή. Εκτός και αν θεωρηθεί επιστροφή το να σε κυνηγάει η Ομοσπονδιακή Αστυνομία για να σε κλείσει, για μια ζωή και πάντα, σε κάποιο καθαρό, λευκό και αποστειρωμένο Ομοσπονδιακό Άσυλο…
Β) Έχει ειπωθεί πως το «Γυμνό Γεύμα» είναι ένα «ταξίδι του μυαλού δίχως χάρτη». Θα έλεγα μάλλον πως είναι ένα ταξίδι βασισμένο σ’ ένα χάρτη που φτιάξαν πειρατές, με πολλές διαδρομές και με πολλά εμπόδια προς την αναζήτηση του θησαυρού και με αποτέλεσμα φρικτό, δηλαδή το αιώνιο ναυάγιο σε μια αναζήτηση από αρχή χαμένη. Ή, μάλλον, αυτή η αναζήτηση έχει ένα σκοπό, που φαίνεται να πέτυχε απόλυτα μέσα στην πορεία των χρόνων και παρατηρώντας πόσους ανθρώπους και καλλιτεχνικά ρεύματα επηρέασε ή και δημιούργησε κι αυτός ο σκοπός δεν είναι άλλος από τη βίαιη και όχι χωρίς τραύματα, συχνά ανεπούλωτα, της συνείδησης του αναγνώστη.
Γ) Εξέγερση! Επίθεση! Αυτό ζητάει το βιβλίο, συνειδητά και ασυνείδητα, ενάντια στην ίδια την πραγματικότητα, στον εθισμό που οδηγεί στην τρέλα και στην προσωπική, ψυχική και συναισθηματική, εξαθλίωση, ενάντια στη δέσμευση της γλώσσας και των λέξεων και κυρίως ενάντια στη δέσμευση των στρωτών και κανονικών περιγραφών, στην κοινωνική κι ερωτική απραξία, ενάντια στις περιστασιακές εκτονώσεις ανθρώπων χαμένων μέσα στην καθημερινή αλλοτρίωση και φυσικά, ενάντια στο αμερικάνικο όνειρο, στις καλοχτενισμένες νοικοκυρές και στους καθωσπρέπει κυρίους που διαβάζουν εφημερίδα στα μεταπολεμικά χρόνια, που κρύβει εφιάλτες, τόσο τρομακτικούς που οτιδήποτε προηγούμενο θα μοιάζει χαρούμενη ανάμνηση. Ναι, είναι ένα αίτημα αυτό, τόσο φανερό που οποιαδήποτε αναλυτικότερη παρουσίαση το προσβάλλει και το υποτιμά, που ανέδειξε το βιβλίο αυτό ως ένα βιβλίο που δεν πρέπει να δει το φως της δημοσιότητας.
Δεν ξεχνάω, πως το βιβλίο αυτό, σύρθηκε στα δικαστήρια και ότι χρειάστηκε το Ανώτατο Δικαστήριο της Μασαχουσέτης, στις 7 Ιουλίου 1966, να αποφασίσει να επιτρέψει την κυκλοφορία του βιβλίου…
Δ) Με βάση τα προηγούμενα το «Γυμνό Γεύμα» είναι ένα πολιτικό βιβλίο. Είναι επίσης, όπως και έγινε στη συνέχεια, ίσως ανεξάρτητα από τις προθέσεις του, κι ένα μανιφέστο. Αν υπάρχει μια κεντρική ιδέα (όπως μας έμαθαν στο… σχολείο) πίσω από αυτό το εθιστικό, λογοτεχνικό παραλήρημα, αυτή δεν είναι άλλη από την αναγνώριση πως αυτός ο κόσμος δεν είναι τίποτα άλλο από υποχείριο μιας παγκόσμιας συνομωσίας που επιβάλλει σχεδόν μεταφυσικά μια πραγματικότητα κυριαρχημένη από δυνάμεις (οικονομικές, πολιτικές και πάει λέγοντας) και σκληρούς, σκοτεινούς μηχανισμούς που δεν παίρνουν γενική διόρθωση αλλά που μπορούμε να τους κοροϊδέψουμε, να τους σατιρίσουμε και να δημοσιοποιήσουμε, όσο μπορούμε και όσο αντέχουμε, την υποκρισία τους ή μάλλον την καλοκαρδισμένη συνομωσία τους.
Αυτή η ρεαλιστική, σκληρή κι ολοζώντανη περιγραφή, σ’ ένα κατά βάση ονειρικό και παραληρηματικό λογοτέχνημα, μοιάζει και είναι στις μέρες μας, τόσο επίκαιρη που προβληματίζει. Από αυτή την άποψη το «Γυμνό Γεύμα» είναι κι ένα προφητικό βιβλίο.
E) Προφητικό, ονειρικό, παραληρηματικό, μεταφυσικό, αιρετικό, πολιτικό, εξωφρενικό, άρρωστο, αυτό το βιβλίο μπορεί να περιγραφεί με όποιο επίθετο θέλετε, όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι πίσω από το «Γυμνό Γεύμα» κρύβεται ή μάλλον δεν κρύβεται και τόσο, ο ίδιος ο συγγραφέας: εθισμένος στην ηρωίνη, γνώστης της πραγματικότητας των σανατορίων και της ζωής σε δρόμους και σε υπόγεια ή σοφίτες αισχρών κατοικιών, οξυδερκής παρατηρητής ενός κόσμου που παραπαίει χαρούμενος και φοβισμένος αγκαλιά με την διαφθορά του, που βάζει σε σωστές δόσεις την παράνοια να συνδιαλέγεται με το γκροτέσκο και το εφιαλτικό οδηγώντας τον αναγνώστη να ζήσει με κάθε ακρίβεια το ζοφερό τοπίο που αναπτύσσεται ή αν θέλετε, αναπτύχθηκε ο σημερινός Δυτικός πολιτισμός. Μόνο και μόνο αυτό αρκούσε για να αναδειχθεί το μεγαλείο του Μπάροουζ και της άσεμνης, απόλυτα βιωματικής του, λογοτεχνικής του παρέμβασης.
ΣΤ) Το «Γυμνό Γεύμα» θα ήταν λιγότερο αξιόλογο εάν δεν συμπεριλάμβανε έντονα τα σεξουαλικό στοιχείο και ιδιαίτερα εάν δεν είχε αναφορές, που έχει και μάλιστα πλούσιες κι έντονες, στην καταπιεσμένη κυρίως ομοφυλοφιλία των πρωταγωνιστών του, στη αναζήτηση μιας πρόσκαιρης διεξόδου μεταξύ της ηρωίνης και του βιαστικού αγχώδους σεξ. Βλέπετε λοιπόν, ότι και μόνο αυτή η αναφορά αρκούσε για να συμπεριληφθεί το βιβλίο στα απαγορευμένα και στα αιρετικά της λογοτεχνίας. Σωστά;
Συμπέρασμα
Χμ τελικά φαίνεται πως είχα δίκιο. Ω, ναι, είχα δίκιο! Είναι τελικά απόλυτα προβληματικό να αντιμετωπίζεις ένα βιβλίο τέτοιου μεγέθους αποκλειστικά με τα δικά σου μέτρα και σταθμά. Έτσι το αντιμετώπισα κι εγώ ή μάλλον, όπως είπα στην αρχή, έτσι το αντιμετώπισε ο λογιστής εαυτός μου. Θα μου πείτε βέβαια, και μάλλον πως δεν θα διαφωνήσω, πως κι ο Μπάροουζ έτσι ακριβώς αντιμετώπισε το βιβλίο του, έτσι κι αλλιώς, δεν είναι άγνωστο άλλωστε πως η ίδια του η πολύπαθη ζωή αποτέλεσε παράδειγμα και οδηγό όχι μόνο για το χαοτικό «Γυμνό Γεύμα» αλλά και για το πιο στρωτό λογοτεχνικά «Τζάνκι». Οι χορταστικές κι ενίοτε χορταστικές αναφορές στην ομοφυλοφιλία τ5ων πρωταγωνιστών σε αυτά και στα άλλα βιβλία του συγγραφέα, νομίζω πως το αποδεικνύουν. Υποθέτω μάλιστα πως αυτή (μπορεί να) ήταν και η επιθυμία του ίδιου του συγγραφέα: μια ανάγνωση χωρίς καθοδήγηση. Αλλά αυτό κι όλα τα παραπάνω, ε’ιναι απλά υποθέσεις. Τι λέτε κι εσείς;
Υ.Γ.: Αν και όπου βρείτε πουθενά «οδηγούς ανάγνωσης» για αυτό ή και άλλα βιβλία, απλά προσπεράστε τους. Μακριά! Δεν βοηθούν σε τίποτα, αντίθετα δυσχεραίνουν την απόλαυση. Και ναι, το «Γυμνό Γεύμα» είναι ένοχα, τουλάχιστον για τους καθωσπρέπει αναγνώστες, ανάγνωσμα –για μένα είναι απλά απολαυστικό.
καλυτερη διαφημιση -αναλυση για βιβλιο δεν εχω διαβασει, ελπιζω και το βιβλιο να εχει τοσο εντυπωσιακη αφηγηση!!
ΑπάντησηΔιαγραφή