Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ"

ΑΦΙΕΡΩΜΑ








       Το παρακάτω αφιέρωμα περιλαμβάνει ποιήματα, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό "Μαρτυρίες".
       Το περιοδικό "Μαρτυρίες" κυκλοφόρησε την περίοδο 1962-1966 και ήταν έντυπο κριτικής και λογοτεχνίας. Οι "Μαρτυρίες", υπό την καθοδήγηση του Μανόλη Λαμπρίδη (αδελφός του Βύρωνα Λεοντάρη), ήταν επίσης φορέας έκφρασης μιας ομάδας φίλων, ποιητών και κριτικών (ανάμεσά τους ο Βύρων Λεοντάρης, η Ζέφη Δαράκη, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο Στέφανος Ροζάνης, ο Μάριος Μαρκίδης, ο Τάσος Πορφύρης, ο Μάρκος Μέσκος, κ.ά.), ενώ από το 1971 και έπειτα μετεξελίχθηκαν στο περιοδικό "Σημειώσεις". 


                 4
Δεν ήταν τ' όνειρο αυθεντικό 
αλλιώς γιατί, Χριστέ μου, σάπισε σα πτώμα; 
Το πρόσωπο της πολιτείας πολύ γλυκό 
μια κούραση αβάσταχτη στο στόμα 

Ανόητες παγίδες φεγγαριού 
τις γύρισε η άσφαλτος κομμάτια. 
Ανέβα τ' άστρο του πνιγμού 
με φλογισμένα απ' την αγρύπνια μάτια 

Ανέβα τ' άστρο του πνιγμού 
αίμα αδέξια χυμένο 
η νύχτα φύτρωσε παντού 
άλλο μη λες: "Θα επιμένω"

Ψάχνοντας στο μέτωπο του δρόμου 
τις φλέβες τόσων υποσχέσεων 
τα νύχια μάκρυναν του τρόμου 
εις τον "συνήθη" τόπο εκτελέσεων. 

Ωραίο κύμα... πώς ξεψύχησες 
σκαλίζοντας στο βράχο μονοπάτι 
που πίστεψες πολύ. Τι πίστεψες; 
Χαθήκαμε! Χάθηκε το σκαλοπάτι 

Λόγια μείναν ανεκπλήρωτα 
Τα ποιήματα κατάντησαν να λεν αντίο. 
Είναι ν' αφήνεις τα μάτια σου ανοχύρωτα 
Μοναξιά, κλείσ' τα σα δύσκολο βιβλίο. 

Μάριος Αφεντόπουλος (Μαρκίδης) 

 
  
Ο γυρισμός του εξόριστου 

Δεν ήρθε άλλη στιγμή από τότε. 
Πυκνή ομίχλη ο χρόνος γύρω μου 
και τα παράθυρα διεσταλμένα στη μνήμη. 
Ανέγγιχτα άφησα τα πράγματά σου 
στην παιδική σου αφή καθηλωμένα 
και γω από κυπαρίσσι της σιωπής ακουμπισμένη 
στο θάνατο μετρούσα που γυρόφερνε 
στενεύοντας τον κύκλο γύρω μου 
στενεύοντας τον κύκλο... 

Ανέγγιχτα άφησα τα πράγματά σου 
κ' η στιγμή πούφυγες 
πουλί παγιδευμένο στο ρολόι. 
...Μα γιατί στέκεις έτσι ξεχασμένος 
μες στα παλιά σου ενθύμια; 

Είναι φριχτό μα δε σ' αναγνωρίζουν 
μήτε και συ τ' αναγνωρίζεις πια... 
Φύλλο νεκρό το παρελθόν, παιδί χαμένο, 
μαρμαρωμένος ο παλιός σου ο κόσμος, πάει, 
και συ με νέο πρόσωπο έχεις γυρίσει 
από μιαν άλλη γνώση φαγωμένο. 

Ζέφη Δαράκη 


Παράλογες προφυλάξεις 

Η μπόρα, 
του εφετινού Σεπτέμβρη με βρήκε κατάμονο στο σπίτι. 
Προσπάθησα, βέβαια, να προφυλαχτώ, 
να κλείσω τα παράθυρα και τις πόρτες. 
Όμως το σπίτι είναι παλιό, με χαλασμένα κεραμίδια, 
γκρεμισμένους τοίχους, χαραμάδες, 
στα πατώματα και τη σκεπή. 

Τάσος Κόρφης

 
Ανασύνδεση 

        Ι 
Έλεος δεν έχει τούτο το φεγγάρι 
απλώνει απλώνει αδιάκοπα στο δέρμα του καλοκαιριού 
πήζει τον ουρανό πήζει τον άνεμο 
κερώνει την καρδιά και τις χαραματιές της θύμησης 
και τα σκιαγμένα πρόσωπα ψηλά στις πολεμίστρες. 

Πάνω απ' τους ξεραμένους κάμπους θειάφι και μολύβι 
αγρίμια πυρετοί γυρνούν με πυρωμένα νύχια 
στεγνά σαν κάνες τουφεκιών τριγύρω τα πηγάδια 
και τα κλωνάρια της κραυγής χωρίς κανένα φύλλο. 

Πεσμένοι πάνω στα καμένα βράχια 
με το θρυμματισμένο πρόσωπο της ανταρσίας αναστραμμένο στο αύριο 
μ' ένα τραγούδι αλουλούδιστο στα μάτια μας 
με τα κεραυνωμένα δάχτυλα φευγάτα όλα τα ελάφια 
πόσες φορές θα σκοτωθούμε ακόμα; 

Το αίμα στο αίμα πάνω πέτρωσε δεν δίνει πια χρησμό 
άδειος εδιάβηκε ο καιρός κανένα θάμα... 
Πεσμένοι πάνω στα καμένα βράχια 
πόσες φορές θα σκοτωθούμε ακόμα 
ρωτώντας πάντα αμετανόητα ρωτώντας που τραβάει 
αυτός ο δρόμος που περνάει 
ανάμεσα σε σκοτωμένους και φονιάδες. 

                  ΙΙ
Μέρες που δεν σε θέλουν πια 
γιατί πολύ τους δόθηκες, γιατί 
αφρόντιστα ξοδεύτηκες 
μέρες που δεν σε ξέρουν πια 
κι αποτραβούν το χέρι τους από το δικό σου 
κι όλο μακραίνουμε και προχωρούν χωρίς εσένα 
            -μα που πάνε;- 
Μόνος, σκοτάδι και τ' απόμακρά τους βήματα 
βλέφαρα που σφαλούν πάνω στο δέρμα σου 
φύλλα που γίνονται ένα με το χώμα. 

Πλατείες που δε σ' αναγνωρίζουν πια 
δρόμοι που κρύοι γλιστρούν κάτω απ' τα πόδια σου 
άλλους βηματισμούς τώρα ζητούν 
για νέες χειρονομίες κραυγών ριγούνε τώρα οι άνεμοι. 

Όλα γινήκαν έτσι μονομιάς μια άξαφνη αναχώρηση 
ξένος στον κόσμο απόμεινες 
βλέμματα, λόγια, αφές, 
γεφύρια που σ' ενώναν με τους άλλους, 
όλα γκρεμίσαν τώρα πάνω σου - κι αν θα φωνάξεις, η φωνή σου 
ομίχλη πήζει γύρω σου. 

Μέρες που δεν σε θέλουν πια, 
μέρες που σμίγατε μαζί στην ίδια πίστη, μα που τώρα 
κάτι άλλο ψάχνουν - μα τι να ΄ναι αυτό; 
κάτι άλλο πιο μακριά απ' την πίστη σου γυρεύουνε κι ο φόβος 
μήπως δεν πήραν τίποτε, μα τίποτε από σε μαζί τους 
λειώνει τη σάρκα σου, χωρίζει το κορμί απ' την αίσθηση 
καθώς το νιώθεις πια 
πως άρχισε το τρομερό κι απρόσμενο 
το πέρασμα της ιστορίας επάνω σου. 

Βύρων Λεοντάρης


Οι σκλάβοι 

Σκάνε τα κομπρεσέρ μ' άγρια μανία 
μες το μυαλό τους δυναμίτες της κραυγής 
πίνουμε σκόνη στα νταμάρια ολημερίς 
πίνουμε κάρβουνο βαθιά μες τα ορυχεία. 
Κολλούν τα χέρια μας στα πτυελοδοχεία 
βρωμούν τα μάτια στους υπόνομους της γης 
και κατεβαίνουμε στον κόσμο της σιωπής 
αγκαλιασμένοι στο βυθό την ασφυξία. 
Νιβόμαστε το αίμα μέσα στα σφαγεία 
ρίζες δενόμαστε στη γης με το τσαπί 
ρουφάμε τη σαπίλα στα βυρσοδεψεία 
σκλάβοι της μηχανής στη βιομηχανία 
σκλάβοι της θάλασσας στ' αμπάρια και στα πλοία 
κι άλλοι μαζεύουν· στάλα ιδρώτας και φλουρί. 

Παναγής Λευκαδίτης 

 
Ραγισμένο ταμπούρλο 

           ΙΙΙ 
Ανάσαινα το δέρμα σου ευλύγιστο ποτάμι 
κυμάτισε στα βλέφαρα ο ήσυχος λυγμός 
όταν κουράστηκε η φωνή και βρήκε μαξιλάρι 
όταν η μέρα εράγισε και βούλιαξε το φως. 

Έχασα τους συντρόφους μου με πήρε η λησμονιά 
με πήρε η γλυκιά βροχή το μαλακό σκοτάδι 
έχασα τους συντρόφους μου χιονίζει λησμονιά 
σβησμένες οι σημαίες μου κ' η νιότη μου σαλπάρει 

τα οράματά μου αράζουνε αργά στα γόνατά σου 
μικρά ναυάγια που διψούν της άμμου το φιλί 
προσπάθειες που τέλειωσαν, λυωμένη μουσική 
λυωμένα δάχτυλα κρυμμένα στα μαλλιά σου... 

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος          


Αντιδιαστολή 

Μόλις έμπαινε το καλοκαίρι. 
Τη μέρα εκείνη κάποιος υπουργός 
κάποιος πρίγκιπας ή βασιλιάς 
ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων θάφτανε στην πόλη. 
Απ' το πρωί στον ιστό οι σημαίες 
η φτώχεια των μικρών παιδιών παραταγμένη στα πεζοδρόμια 
και η μουσική και τα ξίφη 
κι από τα μεγάφωνα η πρόσκαιρη υποβολή. 

...................................................................................................
Αυτός, πήρε το σώβρακό του 
και τράβηξε για το ποτάμι 
να κολυμπήσει. 

Μάρκος Μέσκος 

 
Σχέδιο 


Για τις κολόνες που γλίτωσαν απ' το χαλασμό 
και προσμένουν ανυπόμονα το καινούργιο γεφύρι 
τις ράγες που καλύπτουν 
το όριο διαστολής απ' τη λαχτάρα τους 
στο μακρινό σφύριγμα του τραίνου 
στους στοιβαγμένους καρπούς στο κελάρι 
σαν ανιχνεύουν για μια χούφτα χώμα 
τη φωνή μου που αντιστέκεται 
στις ετικέτες για αναισθητικά και παυσίπονα 
τις νύχτες που ετοιμάζουν 
τον έσχατο κίνδυνο για την Αφεντιά σας 
και για τον αυριανό ήλιο 
που θα μαζεύει τις σκιές τραγουδώντας 
για να τραγουδώ. 

Τάσος Πορφύρης 

          
               γ 
Μην ξεγελιέστε που μιλώ με τέτοιο πάθος 
στο βάθος είμαι και γω όπως εσείς, μια θλιβερή 
ασήμαντη ιστορία, μια μηχανή που τη σταμάτησαν 
στην ορισμένη ώρα δίχως πολλές διατυπώσεις. 


Μη με κοιτάτε που μιλώ· μπορεί και να νοστάλγησα 
όπως εσείς κι έκλεψα την καρδιά του διπλανού μου. 


Γέλασα και παραμόρφωσα το πρόσωπό μου γιατί δε βρήκα άλλη 
      εκδίκηση να με γεμίσει. 

Κι είναι δική μου η εκδίκηση, ολόδική μου, τώρα που τριγυρνώ 
       κι αναρωτιέμαι. Θα σπάσει επιτέλους αυτό το τζάμι πότε 
       θα σπάσει. 

Κι είναι δική μου η εκδίκηση τώρα που γίναν άχρηστα τα όπλα 
       γιατί δε βλέπω γύρω μου εχθρούς. 

Και προσπαθώ ν' ανάψω μια φωτιά γράφοντας ποιήματα. 

Στέφανος Ροζάνης 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου