Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΠΑΘΗ ΣΕ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ







       Το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού "Στ' Όσιου Λουκά το μοναστήρι" παραπέμπει από τον τίτλο του και μόνο σε θρησκευτικό ποίημα, αλλά αν κανείς το διαβάσει προσεχτικά θα ανακαλύψει ότι πρόκειται για ένα αιρετικό ποίημα καθώς ο ποιητής μιλάει περισσότερο για τα ανθρώπινα πάθη και τα συγκρίνει ουσιαστικά με τα θρησκευτικά. 
       Το ποίημα διηγήται μια ιστορία: Στο μοναστήρι του Όσιου Λουκά έχει μαζευτεί κόσμος για να γιορτάσει την Ανάσταση. Εδώ ο Χριστός αναφέρεται και σαν πεθαμένος Άδωνης και αυτό έχει σημασία γιατί πολλοί σύγχρονοι μελετητές, που αμφισβητούν τον Ιησού ως ιστορικό πρόσωπο, υποστηρίζουν ότι δεν είναι άλλος από τον ομηρικό Άδωνη. 
       Την ώρα που αρχίζει το "Χριστός Ανέστη" μπαίνει ο Βαγγέλης, ο οποίος έχει χάσει το πόδι του στον πόλεμο και το έχει αντικαταστήσει με ένα ξύλινο. Αν και ο Σικελιανός έζησε και τους δύο παγκόσμιους πολέμους, η δικά του εμπειρία ήταν από τους Βαλκανικούς, που πήρε μέρος ως απλός στρατιώτης. 
      Στη συνέχεια του ποιήματος υπάρχει μια συγκλονιστική εικόνα, που η μάνα του Βαγγέλη τρέχει και αγκαλιάζει το ξύλινο πόδι και θρηνεί. Σύντομα ο θρήνος απλώνεται σε όλη την εκκλησία. 
      Συνολικά το ποίημα αφήνει να φανεί ότι τα ανθρώπινα πάθη είναι μεγαλύτερα από το "θείο δράμα", που θυμόμαστε κάθε Πάσχα και με την ξεχωριστή πένα του Άγγελου Σικελιανού ο ανθρώπινος πόνος δίνεται ανάγλυφα. 

Παρακάτω παραθέτουμε το συγκεκριμένο ποίημα: 

Στ' Όσιου Λουκά το μοναστήρι 

Στ' Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ' όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Eπιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Mεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη - έτσι γλυκά θρηνούσαν! -
πως, κάτου απ' τους ανθούς, τ' ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,
κ' οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ' του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,
και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

Aλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π' απ' την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ' άλλα ως κάτου,
κι απ' τ' Άγιο Bήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π' άκουσαν στη μέση
απ' τα "Xριστός Aνέστη" μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: "Γιώργαινα, ο Bαγγέλης!"

Kαι να· ο λεβέντης του χωριού, ο Bαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Bαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο· και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ' αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

Kαι τότε - μάρτυράς μου νά 'ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -
απ' το στασίδι πού 'μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ' το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν' αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
- έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
και να σύρει απ' τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: "Mάτια μου… Bαγγέλη!"

Kι ακόμα, - μάρτυράς μου νά 'ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Mεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια!…





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου