Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ














ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ  ( 1922-1988 )

Βιογραφικό Σημείωμα


Ο Τάσος Λειβαδίτης, γιος του Λύσανδρου Λειβαδίτη και της Βασιλικής Κοντοπούλου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μεταξουργείο. Είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορος και τα παιδικά χρόνια του ποιητή ήταν ευτυχισμένα. Τέλειωσε το γυμνάσιο στην Αθήνα και το 1940 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τις σπουδές του διέκοψαν η γερμανική κατοχή και η συνακόλουθη ένταξή του στην Αντίσταση και στράτευσή του στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διάρκεια της κατοχής πέθανε ο κατεστραμμένος οικονομικά πατέρας του και το 1951, ενώ ο ποιητής ήταν εξορισμένος στη Μακρόνησο, η μητέρα του. Το 1946 παντρεύτηκε τη Μαρία Στούπα, παιδική του φίλη και πολύτιμη σύντροφο σε ολόκληρη τη ζωή του, με την οποία απέκτησαν μια κόρη τη Βάσω. Την ίδια χρονιά πραγματοποίησε και την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του ποιήματός του "Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη" στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα. Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού "Θεμέλιο". Την τετραετία 1948-1952 εξορίστηκε στο Μούδρο, τον Άη- Στράτη και τη Μακρόνησο μαζί με άλλους αριστερούς καλλιτέχνες και διανοούμενος, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Μάνος Κατράκης και πολλοί άλλοι και συνέχισε να γράφει ποιήματα. Το 1952 σημειώθηκαν οι εκδόσεις των έργων του "Μάχη στην άκρη της νύχτας" και "Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας". Τρία χρόνια αργότερα οδηγήθηκε σε δίκη στο Πενταμελές Εφετείο με αφορμή την ποιητική συλλογή του "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου" και αθωώθηκε πανηγυρικά. Σταθμό στην ποιητική του διαδρομή και σχηματικό ορόσημο της πορείας του προς τη δεύτερη, εσωτερικότερη και υπαρξιακής αγωνίας, φάση της δημιουργίας του αποτέλεσε κατά τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας το βιβλίο του "Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια" (1958). Το 1961 πήρε μέρος σε συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη ανά την ελληνική επαρχία, απαγγέλλοντας ποιήματά του και συνομιλώντας με το κοινό. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε στο σενάριο με τον Κώστα Κοτζιά και έγραψε τους στίχους των τραγουδιών (η μουσική του Θεοδωράκη) για την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη "Συνοικία το όνειρο", που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του νεορεαλιστικού ελληνικού κινηματογράφου και απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία.). Συνεργάστηκε με την εφημερίδα "Αυγή" (1954-1980 με μια διακοπή κατά την επταετία της δικτατορίας του Παπαδόπουλου), το περιοδικό "Επιθεώρηση Τέχνης" (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου έμεινε άνεργος και ασχολήθηκε για βιοποριστικούς λόγους με μεταφράσεις και διασκευές λογοτεχνικών έργων σε διάφορα λαϊκά περιοδικά · παράλληλα στράφηκε με νοσταλγία προς το παρελθόν αδυνατώντας να δεχθεί τη σκληρότητα της πραγματικότητας της εποχής, στάση που αντικατοπτρίζεται στην ποίησή του αυτής της περιόδου με έμφαση στο "Νυχτερινό επισκέπτη". Το 1986 εξέδωσε τη συλλογή του "Βιολέτες για μια εποχή" που θεωρήθηκε ως το κύκνειο άσμα του. Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο "Χειρόγραφα του Φθινοπώρου". Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου"), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του "Συμφωνία αρ.Ι"), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή "Βιολί για μονόχειρα"), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το "Εγχειρίδιο ευθανασίας"). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Λοΐζο, τον Γιώργο Τσαγγάρη και άλλους έλληνες συνθέτες. Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη κυριαρχείται από την σπαρακτική υπαρξιακή του αγωνία, η οποία εκδηλώνεται αρχικά ως έκφραση τρυφερότητας και συμπόνιας στα πλαίσια του αισιόδοξου σοσιαλιστικού ρεαλισμού και στη δεύτερη φάση του έργου του ως εσωτερική αναδίπλωση και αναζήτηση του νοήματος της ζωής στο παρελθόν μετά από τη διάψευση των προσδοκιών και την προδοσία του καλλιτέχνη ως αγωνιστή για έναν καλύτερο κόσμο.
1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Τάσου Λειβαδίτη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Τάσος Λειβαδίτης», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.390-391. Αθήνα, Σοκόλης, 1982, Κουβαράς Γιάννης, «Χρονολόγιο Τάσου Λειβαδίτη (1922-1938)», Διαβάζω228, 13/12/1989, σ.20-24 και Τσιριμώκου Λίζυ, «Λειβαδίτης Τάσος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία


• Αργυρίου Αλεξ., «Τάσος Λειβαδίτης», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.390-391. Αθήνα, Σοκόλης, 1982.
• Βρεττάκος Νικηφόρος, «Τάσου Λειβαδίτη: Συμφωνία αριθ.1», Επιθεώρηση ΤέχνηςΗ΄, ετ.Δ΄, 7/1958, αρ.43, σ.64-66.
• Βρεττάκος Νικηφόρος, «Τάσου Λειβαδίτη: Καντάτα», Επιθεώρηση ΤέχνηςΙΓ΄, ετ.Ζ΄, 6/1961, αρ.78, σ.623-627.
• Ιλίνσκαγια Σόνια, Η μοίρα μιας γενιάς· Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης στην Ελλάδα. Αθήνα, Κέδρος, 1976.
• Καρβέλης Τάκης, «…Μονάχος μ’ ένα ωραίο παράθυρο στο χέρι…», «Ένας ποιητής αλκοολικός της ματαιότητας» και «Το τίμημα της ιστορίας», Δεύτερη ανάγνωση· Κριτικά κείμενα 1984-1991, σ.201-202 και 203-206 και 207-210. Αθήνα, Σοκόλης, 1991.
• Καφάογλου Ηλίας, «Τάσος Λειβαδίτης: Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα», Η λέξη82, 2/1989, σ.177-179.
• Κεντρωτής Γιώργος Δ., «Τα κρυφά και τα αλλότρια», Διαβάζω143, 7/5/1986, σ.61-62.
• Κουβαράς Γιάννης, «Η μεταθανάτια δωρεά του ποιητή», Διαβάζω257, 20/2/1991.
• Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Τάσος Λειβαδίτης», Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς· Ένας κριτικός οδηγός, σ.132-133. Αθήνα, Πατάκης, 1995.
• Μαρκόπουλος Γιώργος, «Τάσος Λειβαδίτης: Ο εσταυρωμένος Νυχτερινός Επισκέπτης στην αιώνια ηθική του αγώνα για επικοινωνία», Η λέξη20, 12/1982, σ.784-787.
• Μαρκόπουλος Γιώργος, «Τάσος Λειβαδίτης, η καταφυγή από τη δυστυχία της πραγματικότητας, στο όνειρο, την υπέρβαση και τη μεταφυσική (όπως τη συναντάμε στη δεύτερη περίοδο της ποιητικής του πορείας)», Ακτή4, Φθινόπωρο 1990, σ.392-404.
• Μπενάτσης Απόστολος, Η ποιητική μυθολογία του Τ.Λειβαδίτη· Πρόλογος Ε.Γ.Καψωμένος. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1992.
• Ραυτόπουλος Δ., «Τάσου Λειβαδίτη: Το εκκρεμές», Επιθεώρηση ΤέχνηςΚΕ΄, ετ.ΙΓ΄, 2/1967, αρ.146, σ.203-208.
• Σεβαστάκης Νίκος, «Η νοσταλγία του απείρου· Σκέψεις πάνω στην ποίηση του Τ.Λειβαδίτη», Διαβάζω267, 10/7/1991, σ.21-28.
• Σταματίου Κ., Κριτική για το Βιολί για μονόχειρα, Τα Νέα, 19/2/77.
• Τσακνιάς Σπύρος, «Δεν παραλογιζόμαστε, εξηγούμε τον πόνο μας» (Κριτική για την Ανακάλυψη), Διαβάζω12, 5-6/1978, σ.50-52.
• Τσαούσης Κ.Ι., Κριτική για το Εκκρεμές, Ελευθεροτυπία, 12/6/1978.
• Τσαούσης Κ.Ι., Κριτική για τους Τελευταίους, Ελευθεροτυπία, 8/2/1979.
• Τσιριμώκου Λίζυ, «Λειβαδίτης Τάσος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986.
Αφιερώματα περιοδικών
• Διαβάζω228, 13/12/1989.
• Η λέξη130, 11-12/1995.

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

Ι.Ποίηση
• Μάχη στην άκρη της νύχτας. Αθήνα, Κέδρος, 1952.
• Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας. Αθήνα, Κέδρος, 1952.
• Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Αθήνα, Κέδρος,1953.
• Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο. Αθήνα, Κέδρος, 1956.
• Συμφωνία αρ.Ι. Αθήνα, Κέδρος, 1957.
• Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια. Αθήνα, Κέδρος, 1958.
• Καντάτα. Αθήνα, Κέδρος, 1960.
• 25η ραψωδία της Οδύσσειας. Αθήνα, Κέδρος, 1963.
• Ποίηση (1952-1963). Αθήνα, Κέδρος, 1965.
• Οι τελευταίοι. Αθήνα, Κέδρος, 1966.
• Νυχτερινός επισκέπτης. Αθήνα, Κέδρος, 1972.
• Σκοτεινή πράξη. Αθήνα, Κέδρος, 1974.
• Οι τρεις. Αθήνα, Κέδρος, 1975.
• Ο διάβολος με το κηροπήγιο. Αθήνα, Κέδρος, 1975.
• Βιολί για μονόχειρα. Αθήνα, Κέδρος, 1976.
• Ανακάλυψη. Αθήνα, Κέδρος, 1978.
• Ποιήματα (1958-1963). Αθήνα, Κέδρος, 1978.
• Εγχειρίδιο ευθανασίας. Αθήνα, Κέδρος, 1979.
• Ο Τυφλός με το λύχνο. Αθήνα, Κέδρος, 1983.
• Βιολέτες για μια εποχή. Αθήνα, Κέδρος, 1985.
• Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα. Αθήνα, Κέδρος, 1987.
• Απάνθισμα. Αθήνα, Κέδρος, 1997.
• Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου. Αθήνα, Κέδρος, 1990.
ΙΙ.Πεζογραφία
• Το εκκρεμές. Αθήνα, Κέδρος, 1966.
ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Ποίηση1 (1952-1966). Αθήνα, Κέδρος, 1985.
• Ποίηση2 (1972-1977). Αθήνα, Κέδρος, 1987.
• Ποίηση3 (1979-1987). Αθήνα, Κέδρος, 1988. 1. Για διεξοδικότερα εργογραφικά στοιχεία για τον Τάσο Λειβαδίτη βλ. Κουβαράς Γιάννης, « Βιβλιογραφία Τάσου Λειβαδίτη», Διαβάζω228, 13/12/1989, σ.90-91.

ΠΗΓΗ: ΕΚΕΒΙ

 Κριτική της ποίησης

Ε! τι καθόσαστε λοιπόν ποιητές
βγήτε στους δρόμους, καβαλήστε στα λεωφορεία, ανεβήτε στις αμαξοστοιχίες
να δήτε καθώς θ' απαγγέλετε τα τραγούδια σας
ν' ανθίζει μες στην καρβουνόσκονη σαν έν' άσπρο τριαντάφυλλο
το γέλιο των μηχανοδηγών.
Πηγαίντε στη λαϊκή αγορά
ανάμεσα στις φωνές και τη μυρουδιά των λαχανικών.
Είναι εκεί μια αντρογυναίκα με ξυλοπάπουτσα
που αν χαμογελάσει με τους στίχους σας
σημαίνει πως κάτι φτιάξατε στη ζωή σας.
Γιατί αυτή η αντρογυναίκα με το πλατύ, βλογιοκομένο πρόσωπο
έχει τρία παιδιά σκοτωμένα
και δεν τόχει σκοπό να γελάσει με μυξάρικους στίχους.
Ανεβήτε με τα πριονοπέδιλα πάνω στους στύλους του τηλέγραφου
και τραγουδήστε και ξανατραγουδήστε
και κουνώντας σαν ένα τσαλακωμένο κασκέτο την καρδιά σας
χαιρετήστε
το μέλλον.


 Ποιητική

Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν
για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ' τον άμμο
για σάς χωριάτες, που ήπιαμε μαζί στα χάνια τις χειμωνιάτικες νύχτες του αγώνα
ενώ μακριά ακουγότανε το ντουφεκίδι των συντρόφων μας.
Γράφω να με διαβάζουν αυτοί που μαζεύουν τα χαρτιά απ' τους δρόμους
και σκορπίζουνε τους σπόρους όλων των αυριανών μας τραγουδιών
γράφω για τους καρβουνιάρηδες, για τους γυρολόγους και τις πλύστρες.
Γράφω για σάς
αδέρφια μου στο θάνατο
συντρόφοι μου στην ελπίδα
που σας αγάπησα βαθειά κι απέραντα
όπως ενώνεται κανείς με μια γυναίκα.

Κι όταν πεθάνω και δε θάμαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας
τα βιβλία μου, στέρεα κι απλά
θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια
ανάμεσα στο ψωμί
και τα εργαλεία του λαού.


Καντάτα ( απόσπασμα ) 


Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,
ένας άντρας πήγε σ' ένα απ' αυτά τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ  έρχονται για άλλα πράγματα»,
οι άλλοι απ' έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές
– ακούς εκεί διαστροφή να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανείς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θα' ρθεί η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.


 Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας ( απόσπασμα )

Πολύ πριν σε συναντήσω, εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα,
έσκυβε και με ρωτούσε, «Τι έχεις αγόρι;»
Εγώ δεν μίλαγα, μονάχα έβλεπα πίσω απ’ τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από 'σένα.
Κι όταν έπαιρνα το παιδικό κοντύλι,
ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια,
όταν κοίταγα στο τζάμι τη βροχή,
ήταν που αργούσες ακόμα,
κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου και άνοιγα,
δεν ήταν κανείς, κάπου όμως μες στον κόσμο
ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά
-Θυμάσαι;-
Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά
σαν να με γνώριζες χρόνια.
Μα και βέβαια με γνώριζες.
Γιατί πολύ πριν μπεις μες στη ζωή μου
είχες ζήσει μες στα όνειρά μου Αγαπημένη μου!
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή!


Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν 


Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν...
Ναι, αγαπημένη μου
εμείς γι᾿ αυτά τα λίγα κι απλά πράγματα πολεμάμε
για να μπορούμε να ῾χουμε μία πόρτα, ένα άστρο, ένα σκαμνί
ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί
ένα ήρεμο όνειρο το βράδυ.
Για να ῾χουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν
ένα τραγούδι που να μπορούμε να τραγουδάμε.

Όμως αυτοί σπάνε τις πόρτες μας
πατάνε πάνω στον έρωτά μας.
Πριν πούμε το τραγούδι μας
μας σκοτώνουν.

Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν.
Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του παιδιού μας
φοβούνται τα χέρια σου που ξέρουν να αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά
και να μοχτούν τόσο αντρίκια
φοβούνται τα λόγια που λέμε οι δυό μας με φωνή χαμηλωμένη
φοβούνται τα λόγια που θα λέμε αύριο όλοι μαζί
μας φοβούνται αγάπη μου κι όταν μας σκοτώνουν
νεκρούς μας φοβούνται πιο πολύ.
Βρέχει στη φτωχογειτονιά
Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου

Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου

Οι συμφορές αμέτρητες
δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες
Δραπετσώνα

Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά

Το `δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός

Κι’ όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
Δρόμοι που χάθηκα 
 Δρόμοι που χάθηκα
γωνιές που στάθηκα
δάκρυα που πίστεψα
παιχνίδια στο νερό.
Πικρό το βράδυ φτάνει.

Νύχτες που έκλαψα
γέφυρες που έκαψα
άστρα π’ αγάπησα
που πάω και τι θα βρω.
Πικρό το βράδυ φτάνει.

Λόγια που ξέχασα
φίλοι που έχασα
καημέ μεγάλε μου
ας πάμε τώρα οι δυο.
Πικρό το βράδυ φτάνει.
 

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος 

 Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος 

δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και

για το δίκαιο. Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις
πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη :
Ειρήνη
σα ναγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.



Απόδραση
Πολλοί
αναρωτιούνται γιατί ήμουν κάποτε αλλιώς.
Άλλοι
αναζητάν να βρουν γιατί είμαι έτσι σήμερα.
Ποιός
είμαι ή ποιός ήμουν;
Αναζητήσεις
δίχως σημασία.
Το
κέρδος είναι ότι τους ξέφευγα διαρκώς.

Bιβλίο ασκήσεων
Την
πρώτη φορά που ενέδωσα,
σκέφτηκα
ύστερα απελπισμένος να
πάω να πνιγώ.
Τη
δεύτερη φορά μου αρκούσε
να
κοιτάω απλώς τη θάλασσα.
Τώρα
σιχαίνομαι ακόμα και το νερό.

Σαββατόβραδο

Μοσχοβολούν οι γειτονιές
βασιλικό κι ασβέστη,
παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις μάντρες τα παιδιά.

Σαββάτο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός Ανέστη,
ένα τραγούδι του Τσιτσάνη
κλαίει κάπου μακριά.

Πάει κι απόψε τ’ όμορφο
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο,
από Δευτέρα πάλι
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, να 'ταν η ζωή μας
Σαββατόβραδο
κι ο Χάρος να 'ρχονταν
μια Κυριακή το βράδυ.

Οι άντρες σχολάν’ απ’ τη δουλειά
και το βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε
στο υπόγειο καπηλειό.

Και το φεγγάρι ντύνει, λες,
με τ’ άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταριό.

Πάει κι απόψε τ’ όμορφο
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο.
 

1 σχόλιο: