Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Η ΑΥΤΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΔΙΕΞΟΔΟΥ Ή Η ΔΙΕΞΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΑΠΑΤΗΣ;








       Με αφορμή τη ραδιοφωνική εκπομπή Go On, που μεταδόθηκε την 1η Ιουλίου 2017, με θέμα: "Η αυταπάτη της διεξόδου ή η διέξοδος της αυταπάτης, παραθέτω μερικά ποιήματα, που έχουν σχέση με το παραπάνω, θέμα. Ποιήματα για ποτά, τσιγάρα και άλλες ουσίες. Καλή ανάγνωση. 

Το καπνοπωλείο
Δεν είμαι τίποτα.
Ποτέ δεν θα’ μαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα.
Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου.
…………………………………………………………………………………….
…κάποιος μπήκε στο Καπνοπωλείο (για ν’ αγοράσει καπνό;)
Κι η υπαρκτή πραγματικότητα ξαφνική με κατακεραυνώνει.
Μισοσηκώνομαι στα πόδια μου – μ’ ενέργεια, βέβαιος για τον εαυτό μου, ανθρώπινος –
Και θα προσπαθήσω να γράψω αυτούς τους στίχους για να ισχυριστώ το αντίθετο.
Ανάβω ένα τσιγάρο, καθώς σκέφτομαι να τούς γράψω.
Και σ’ αυτό το τσιγάρο γεύομαι την απελευθέρωσή μου από κάθε σκέψη.
Ακολουθώ τον καπνό σαν να ήταν το δικό μου ίχνος.
Και απολαμβάνω για μια ευαίσθητη και επαρκή στιγμή,
Την απελευθέρωσή μου από κάθε εικασία
Και την επίγνωση ότι οι μεταφυσικές είναι η παρενέργεια του να μην αισθάνομαι καλά.
Έπειτα, αφήνομαι πίσω στην καρέκλα
Και συνεχίζω να καπνίζω.
Όσο μού το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω.


Álvaro de Campos ( Fernando Pessoa ) -Η μετάφραση είναι του Dr. Kameleon 




Νερωμένο Κρασί
(Παραδειγματικόν)


Ό,τι κι αν είχε το ‘χασε: γυναίκα, βιός, παιδιά του,
τίποτε δεν τ’ απόμεινε στερνή παρηγοριά.
Πέταξ’ η έννοια από το νου κι η ελπίδα απ’ την καρδιά του
κι η υπομονή εμαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.


Όπως τα λείψανα περνούν, περνάει αργά ο καιρός του
και ζη, δίχως ο δύστυχος να ξέρη το γιατί.
Μες στην ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι εμπρός του
του κάκου εκεί κι ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.


«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη,
τι το νερώνεις το κρασί, και πίνω απ’ το ξανθό,
και πίνω κι απ’ το κόκκινο κι από το γιοματάρι
κι απ’ το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ;


Δεν ήρθα για ξεφάντωμα μήτε για πανηγύρι,
ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά…»
Κι ο κάπελας, γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι,
με θλιβερό περίγελο στα λόγια του απαντά:


«Τι φταίω εγώ αν τα δάκρυα, που απελπισμένος χύνεις,
πέφτουν μες στο ποτήρι σου, σταλαγματιές θολές,
και το νερώνουν το κρασί κι αδύνατο το πίνεις;
Τι φταίω εγώ κι αν δεν μεθάς, τι φταίω εγώ κι αν κλαίς;»


Ιωάννης Πολέμης (1862- 1924). 




Αν δε μπορείς να φας πρέπει να
καπνίσεις και δεν έχουμε
τίποτα να καπνίσουμε: έλα μικρό μου

ας κοιμηθούμε
αν δε μπορείς να καπνίσεις πρέπει να

τραγουδήσεις και δεν έχουμε
τίποτα να τραγουδήσουμε˙ έλα μικρό μου
ας κοιμηθούμε

αν δε μπορείς να τραγουδήσεις πρέπει να
πεθάνεις και δεν έχουμε

τίποτα να πεθάνουμε, έλα μικρό μου
ας κοιμηθούμε
αν δε μπορείς να πεθάνεις πρέπει να

ονειρευτείς και δεν έχουμε
τίποτα να ονειρευτούμε (έλα μικρό μου

Ας κοιμηθούμε)

Εντουάρντ Έσλιν cummings, μτφ.: Σωκράτης Σκαρτσής 




[…] Σκόρπισε στην άμμο η ζωή μου.
Κόκκινο κρασί η ζωή μου
και σκόρπισε στην άμμο,
κι ήπιε η άμμος τη ζωή μου, γιατί διψούσε.
Έτσι απλά, γιατί διψούσε. […]
– 4/8/1897

Oscar Wilde, Μια ζωή επιστολές, επιμ. Μέρλιν Χόλαντ, μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, Ηλέκτρα, Αθήνα, 2005. 




Μέθα

Αν κάποτε στα σκαλιά ενός παλατιού, στο πράσινο γρασίδι
μιας τάφρου, στη μουντή μοναξιά του δωματίου σου,
ξυπνήσεις ξεμέθυστος πια, ρώτα τον άνεμο, ρώτα το κύμα,
το πουλί, το ρολόι, κάθε τι που φεύγει,
κάθε τι που στενάζει, κάθε τι που κυλάει, που τραγουδάει,
που μιλάει· ρώτα τι ώρα είναι;
Κι ο άνεμος, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,
θα σου απαντήσουν: Είναι η ώρα της μέθης!
Για να γίνεις ο μαρτυρικός σκλάβος του χρόνου,
μέθα· μέθα αδιάκοπα!
Αλλά με τί; Με ρακή, με κρασί, με ποίηση, με αρετή…
-Με ό,τι θέλεις, αλλά μέθα!…


Σὰρλ Μπωντλαίρ 




Το τελευταίο τσιγάρο

Να σε καπνίσω θέλω,
σαν το τελευταίο μου τσιγάρο.
Και να μην σε σβήσω
στην τελευταία ρουφηξιά .
Κι ας καούν τα δάχτυλα μου!
Να αφήσει η καύτρα πάνω τους
το σημάδι σου…


Τζούτζη Μαντζουράνη 




Αρμίδα 

Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ’ αυτό θα φύγετε και σεις,
είναι φορτωμένο με χασίς
κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη.

Μήνες τώρα που `χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο που να πάμε στο Περού
το φορτίο θα το έχουμε καπνίσει.

Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά,
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι.

Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,
που να ξοδευτήκαν τόννοι χίλιοι;
Μας προσμένουν πίπες αδειανές
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι.

Ξεχασμένο τ’ άστρο του Βορρά,
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.

Η πλώρια Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά
του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.

Κι έπειτα στις ξέρες του Ανκορά
τσούρμο τ’ άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.

Νίκος Καββαδίας 

  
Αυτό το είδος της φωτιάς 

Κάποιες φορές πιστεύω
πως οι θεοί
επίτηδες επιμένουν να με σπρώχνουν
μέσα στη φωτιά
μόνο και μόνο
για να με ακούσουν
να ουρλιάζω
κάποιες καλές αράδες.
δεν έχουν κανένα σκοπό
να με αφήσουν να συνταξιοδοτηθώ
με το μεταξωτό κασκόλ μου στον λαιμό
να δίνω διαλέξεις στο Γιέιλ.
οι θεοί με χρειάζονται
για να τους διασκεδάζω.
πρέπει να βαριούνται τρομερά
με όλους τους υπόλοιπους
όπως κι εγώ.
και τώρα ο καπνός απ’ το τσιγάρο μου
στέγνωσε.
κάθομαι εδώ
και το τινάζω
απελπισμένα.
αυτού του είδους τη φωτιά
δεν μπορούν
να μου την δώσουν.


Τσαρλς Μπουκόφσκι 





Βάλτε να πιούμε

Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
πέταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα.
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ' άφταστα θα ζητούμε;
Βάλτε να πιούμε...

Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει.
Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι.
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;
Βάλτε να πιούμε...

Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει.
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι.
Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε.
Βάλτε να πιούμε...

Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στ' αγκάθια περπατά μια μέρα δεν θ' αφήσει
τ' αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε.
Βάλτε να πιούμε...

Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει;
Πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει;
Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε.
Βάλτε να πιούμε...

Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα.
Καπνοί 'ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα.
Καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.
Βάλτε να πιούμε...

Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη.
Μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη.
Μα όσο να φύγεις πρόσμενε και αν θέλεις σε κερνούμε.
Βάλτε να πιούμε...

Κλέανδρος Καρθαίος 



Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί

Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε

Μου `λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν
όταν η ζάλη μ’ όνειρα περίεργα τους κυκλώνει

Μου `λεγε ακόμα ότι είδε αυτός μια νύχτα που `χε πιει
πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης
και πίσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά
σαν πάμε στ’ Άντεν μου `λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις

Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών
και του `λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει
και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά
με το `να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει

Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά
κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ Ρετζίνα στη Μαρσίλια
για να φυλάξει εμένα από έναν Ισπανό
έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια

Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ’ τον πυρετό
πέρα στην Άπω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει
θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται λίγη απ’ την άσπρη σκόνη

Νίκος Καββαδίας 



Καπνίζοντας αδιάκοπα τσιγάρα

Καπνίζοντας αδιάκοπα τσιγάρα, ρουφώντας σπίρτα αδιάκοπα, σωρεύοντας στα σπλάχνα του νέφη καπνού, φωτιές
από μαράζι, καρφιά από κρατημένες, ανέκφραστες δυνάμεις,
ονειρεύεται μια ποίηση ηφαίστειο, ένα λόγο ρέοντα ως πυρακτωμένη λάβα. Κάποτε, θα την πράξει αυτή την ποίηση, κάποτε… Στο μεταξύ, οι καύτρες των τσιγάρων του καίνε τα
σεντόνια και τα δάχτυλα.
 
Αργύρης Χιόνης 



Πανσέληνος στο δάσος

Γιατί όχι κι ένα τσιγάρο; πόσοι δεν πεθαίνουν χωρίς τσιγάρο, χωρίς καθόλου καπνό, πόσες γυναίκες με το στόμα τους καθαρό σαν ήλιος, με τα χνώτα τους σαν μάγουλα ροδοκόκκινα, με το νου τους σαν πλανήτη χωρίς φεγγάρια, χωρίς δαχτυλίδια κι ατμό; πόσοι πλανήτες ύστερα δεν λένε να πεθάνουν με τίποτα, χωρίς νερό, χωρίς φωτιά, χωρίς αέρα. ένα Σύμπαν δηλαδή τελείως νεκρό, ζώντας μόνο σαν χθες, κι η καρδιά μου να το προσέχει ολομόναχη, μην καπνίσω, μη ζήσω, μην πεθάνω.

Σωτήρης Κακίσης 




Περίπολοι της νικοτίνης.
Οι κάνες τόσων τσιγάρων
στραμμένες επάνω μου.
 
Μιχάλης Γκανάς, από τα «Μικρά» 



Πρόλογος

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. «Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε»!
― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Ένας σού δινε ποτήρι κι άλλος σού δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Kι αν σε πείραζε κανένας, – αχ, εκείνος ο Tριβέλας! –

έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Xτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά…
H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;

Aχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!

Κώστας Βάρναλης 



Το τσιγάρο

                     Ι
Το τσιγάρο βγαίνει μακρουλό απ’ το κουτί
και καταλήγει γόπα στο τασάκι
σα μια ζωή που τελειώνει στον τάφο
αφού τα όνειρά της έγιναν καπνός.


                  ΙV
Κοπέλες όμορφες ποζάρουν στις διαφημίσεις
μ’ ένα πακέτο στο χέρι.
Ο έρωτάς τους αρχίζει του κουτιού:
χρυσόχαρτα, τσιγαρόχαρτα
σαν πολυτελή εσώρουχα·
μάρκες: Rex, Pallas
σαν πολυτελή ξενοδοχεία-


και ύστερα η πίκρα στο λαιμό.

Κώστας Ριτσώνης 



Τσιγάρα

Μάταια κυνήγησα τα μάτια που ονειρεύονται στους άλλους τόπους.
Πολλές φορές βρήκα την άκρη, μα όσες τη βρήκα χάθηκα μαζί της.
Είχαμε μια παρέα κάποτε τα πάντα είχαμε και τίποτα δεν είχαμε
ανάμεσα στα πλούσια δάχτυλά μας είχαμε φτωχά τσιγάρα
Τέλειον Ξάνθης Κυρέτσιλερ και Έθνος χύμα…


Χίλιες φορές κοιμηθήκαμε με το τσιγάρο αναμμένο
απ’ άλλα κάηκα κάηκα έγινα στάχτη μέσα από τη στάχτη μου
ξαναγεννήθηκα ο ίδιος κι απαράλλαχτος
μόνο λιγάκι πιο προσεκτικός με τους χαφιέδες…


Τελευταία τσιγάρα τελευταία λεφτά και τελευταίο μπάνιο
θλίψη μαύρη δροσιά και θλίψη προκαταβολή της ευτυχίας
παντέρμη πλαγιά βελανιδότοπος και ένας βράχος
θαυματουργός που έγινε γυναίκα σιωπηλή γυναίκα
μια απαρηγόρητη γυναίκα που έγινε βράχος
θαυματουργός βράχος πατρίδα χαμένη κερδισμένη πού πατρίδα
πού βράχος γυναίκα και γυναίκα βράχος και βράχος βράχος
πάει
τρελάθηκε η ποίηση
τρελάθηκε τρελάθηκε τρελάθηκε
τα ρήματα τα σύρματα τα σήματα τα σήμαντρα
ένα κελάηδισμα το ίδιο πάντα
άαααα…
πόσο μεγάλο είναι το ρεμπέτικο…


Θωμάς Γκόρπας



Εφηβεία

Κρύος αγέρας στο παράθυρο ξεσπά,
βαρύ και γκρίζο το τσιμέντο σε κυκλώνει,
ρίγος περνάει το σκυφτό σου το κορμί,
έκλεισες μέσα τη ζωή σου και κρυώνει.

Μια μουσική που παίζει πένθιμα κι αυτή,
σκληρός ο θάνατος θρασύδειλα σε λειώνει.
Στέκονται γύρω σου μποτίλιες αδειανές,
σύριγγες, χάπια και τσιγάρα κι άσπρη σκόνη. 


Τα νεύρα σφίγγουνε, φωνή σπαρακτική
σκίζει τα χείλη σου, το στόμα σου ματώνει.
Μέσα στα στήθη σου σπαράζει μια ζωή
μόλις που πρόλαβε ν’ αρχίσει και τελειώνει.


Θεοχάρης Παπαδόπουλος 



















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου