Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

ΓΙΩΤΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 






ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ 
 
Η Γιώτα Αργυροπούλου (1960-2018) γεννήθηκε στους Κωνσταντίνους Μεσσηνίας και έζησε στην Καλαμάτα. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και εργάστηκε στη μέση εκπαίδευση, στο Μουσικό Σχολείο. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Τοιχογραφία της άνοιξης" (1998, β' έκδ. 2006), "Νερά απαρηγόρητα" (2004), "Διηγήματα" (2010, βραβείο Γιώργου Αθάνα της Ακαδημίας Αθηνών), "Ποιητών και αγίων πάντων" (2013, βραχεία λίστα Κρατικών Βραβείων), "Για Σίκινο, Ανάφη, Αμοργό" (2017). Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα ισπανικά, στα γερμανικά και στα ουγγρικά. Έφυγε από τη ζωή την Τετάρτη 19 Ιουλίου 2018 σε ηλικία 57 ετών. 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ 

Τοιχογραφία της άνοιξης, (1998)  
Νερά απαρηγόρητα, (2004)  
Διηγήματα, (2010)  
Ποιητών και Αγίων Πάντων, (2013) (Βραχεία λίστα Κρατικών Βραβείων)  
Για Σίκινο, Ανάφη, Αμοργό (2017) 

Παρακάτω παραθέτουμε ορισμένα ποιήματά της καθώς κι ένα σύντομο διήγημα.

Διηγήματα έστω 

 


Όταν προ ετών απηύθυνα νερά απαρηγόρητα
σε οίκο εκδοτικό
ειλικρινώς μας ενδιαφέρει η γραφή σας
είπε η υπεύθυνη
αλλά ξέρετε δεν κινείται η ποίηση.
Μήπως έχετε κάποιο πεζό, νουβέλα
ή μυθιστόρημα; Διηγήματα έστω.
Η ποίηση δεν κινείται.

Και όμως κινείται αντέτεινα ασυναίσθητα
και στην πυρά το ίδιο θα απαντούσα.
Δεν είχα υπόψη μου στατιστικά κι ευπώλητα
μονάχα αποστολές των ποιητών με τα ταχυδρομεία
κι ακόμη τις αμέτρητες μποτίλιες
που αφήνουν κάθε βράδυ ναυαγοί
στου διαδικτύου τους ιστότοπους,
αυτούς τους έστω τόπους
το ίδιο για μένα ακατανόητους
με αυτούς που όριζε ο μαθηματικός στον πίνακα
σε ένα μαύρο πουθενά
στη στερεομετρία.

Και όμως κινείται.
Υπερασπίστηκα ασυναίσθητα την ταπεινή μου τέχνη,
ασυναίσθητα της αφιέρωσα τις ιστορίες μου όλες.
Διηγήματα λοιπόν. Διηγήματα έστω. 


Συννεφιασμένη Κυριακή 

Ξεχασμένα τζουκ-μποξ σ' αδειανά καφενεία
και η παλιά πελατεία
φωτογραφία στον τοίχο.
Ξεχασμένα τζουκ-μποξ
χωρίς ήχο.

Θυσίαζα σε σας το χαρτζιλίκι μου.
Και τι δε θα θυσίαζα και τώρα
που έμεινε η Κυριακή
σαν καλαμιά
στον κάμπο.

Νοσοκομείο Μεταξά
 

Στο παρεκκλήσι του Αντικαρκινικού
οι προσευχές θα μείνουν ανεκπλήρωτες,
ο Άγιος το ξέρει.
Σκύβουν οι κεφαλές φιλούν
και είναι η ελπίδα τους κερί
που σιγολιώνει.


Λίγο πιο κει στο μαγαζί
-και πού αλλού πιο πρόσφορα-
Κούκλες κεφάλια περιστρέφονται
ωραία πλούσια μαλλιά
χτενίσματα ποικίλα.


Γυρίζουν, περιστρέφονται
αγέρωχα, απροσκύνητα,
αθάνατα ολωσδιόλου. 



Οι σκιές

Θα γεμίσει σκιές τη μεγάλη μας σάλα
ο θάνατος.


Κάτι πάντοτε έβρισκα
φοβόμουν κατάμονη στη μεγάλη τη σάλα
προπάντων τα ρούχα που κρέμονταν
μες στο μισόφωτο
στο καρφί, στην καρέκλα,
τα ρούχα τα άδεια σκιές τα λογάριαζα,
σα σκιές τα άδεια ρούχα φοβόμουν.


Θα γεμίσει σκιές τη μεγάλη μας σάλα ο θάνατος
θα με αφήσει εκεί μέσα
κατάμονη. 



Μετακόμιση

            Ι
Χθες μετακόμισα δυο δρόμους παραπέρα.

Αέρισα καλά το ξένο σπίτι
αλλά μυρίζει ακόμα φαγητά
τσιγάρα
αναπνοές.
Χθες μετακόμισα

μια μοναξιά
πιο πέρα. 

            ΙΙ

Σ΄ αυτό το σπίτι θα ’ρθούν
λιγότεροι συγγενείς
θα’ ρθούν λιγότεροι φίλοι.
Δε θα το μάθουν καν πως μετακόμισα
δε θα χτυπήσουν το κουδούνι.
Τακτοποιώ τα πράγματα . Άλλο ένα άδειο σπίτι.

Βιβλία ,δίσκοι- άχρηστοι πλέον,
μικροπράγματα,
από μετακόμιση σε μετακόμιση
έφτασαν σώα ως εδώ.
Από σπίτι σε σπίτι αναλογίζομαι, μετρώ,
έχασα ανεπαίσθητα
ανθρώπους που αγαπούσα.



                   ΙΙΙ

Η ανάμνηση από τη μυρωδιά τους ,
η κουβέντα τους, έφτασε αλώβητη ως εδώ.
Λίγες φωτογραφίες
ανάμεσά τους ξετυλίγουν τη ζωή μου.
Και ας μη μάθουν καν πως μετακόμισα.
Κι ας μη χτυπήσουν το κουδούνι.
Πρώτη μου μέρα στο καινούργιο σπίτι
το κατέκλυσαν
άνθρωποι που αγάπησα,
που έχασα,
και έφτασα ανεπαίσθητα
μια μοναξιά πιο πέρα.
 
             IV

Στον Τάσο Πορφύρη

Άλλαξα σπίτια, πόλεις.
Δώδεκα χρόνων αφήσαμε το σπίτι μας
το πέτρινο, το δίπατο,
που τ΄ αγκωνάρια του έχτισαν Λαγκαδιανοί μαστόροι.
Στης σάλας τον παλίμψηστο σοβά –ασβέστης στο λουλάκι-
χάραζα της παιδικής μου μοναξιάς ταξίδια.
Απ΄ το μπαλκόνι αγνάντευα συμμορίες παιδιών
νυφιάτικες πομπές
κι ολοφυρμούς,
σκηνές ζωής ολάκερης
κι απαρασάλευτης ενόμιζα
σαν τον Ταΰγετο αντίκρυ μου και το Τετράζι.
Αφήσαμε τον αργαλειό και τον κομό,

τη λάμπα, το λεβέτι μας, το σίδερο.
Κλειδώσαμε με το βαρύ κλειδί
το κρύψαμε στη θέση του
σα να ΄ταν να γυρίσουμε το βράδυ.
Μπροστά η μάννα κι ο πατέρας μου

το φορτωμένο γαϊδουράκι
πίσω εγώ με τον παππούλη μου,
ραγδαίο πρωτοβρόχι.
Μία ομπρέλα αντρική μου είχαν δώσει να βαστώ
και ο αέρας μου την έπαιρνε.
Από το άλλο χέρι κρατούσα τον παππούλη μου
που κάθε τόσο πισωγύριζε
έλα παππούλη φτάνουμε και τον τραβούσα από το χέρι
και έτρεχαν τα μάτια μου
για τον παππού που πισωγύριζε
για τη ζωή που αφήναμε με κείνα πίσω τα πράγματα
που ξαφνικά τα ΄παν παλιά.
Πηγαίναμε στα μωσαϊκά, στα χωλ,

στα κουτουρού πηγαίναμε
μ΄ έναν παλιό παππούλη.
Ώ εκείνη η μετακόμιση
με τη βροχή ,το πισωγύρισμα

με το χωριό μου που ξεμάκραινε
βρέξει δε βρέξει πια σε κάθε μετακόμιση
το ίδιο εκείνο σπίτι αφήνω.
 
                V
Τελευταία άρχισα να πετάω πράγματα
ρούχα έπιπλα βιβλία.
Παίρνω μαζί λιγότερα
παίρνω όλο και πιο λίγα-
ώ να χωρούσαν πάλι κάποτε
σε ένα γαϊδουράκι
ώσπου να φύγω πούπουλο
στην τελευταία μετακόμιση
με μόνο το καλό μου το φουστάνι










Απόπλους 2017
 

           Ι
Άλλα τώρα ονόματα οργώνουν τα νερά.
Αριθμημένα χάι-σπιντ, μπλου σταρ και σούπερ φέρι.
Καράβια οικεία σαν άγγελοι
τι Ταξιάρχης
Ελεούσα
Πανορμίτης
πάνε πια.
Με άλλα τώρα ονόματα βουλιάζουν τα καράβια.


Αυτά τα νέα πλοία βιάζουν το ταξίδι.
Δεν αγναντεύεις πλέον στο κατάστρωμα
το Σούνιο, την Κύθνο και την Τζια.
Δεν μιλάς με άνθρωπο.
Ξέρει ο καθένας αφόρητα τον προορισμό του.
Παλιά παρέες ολόκληρες
αντί για την Αντίπαρο βρέθηκαν στην Αμοργό
αντί για Σέριφο στην Ίο.
Σειρήνες δεν θα ακούσεις πια
με αυτά τα νέα πλοία. 



Μια βραδιά ποίησης

Σε σχολική γιορτή μαθήτρια μεγαλύτερη
απάγγειλε το τραγούδι του νεκρού αδερφού.
Nα πω τολμηρά άστραψε φως
και είδα την ψυχή μου;


Το βράδυ στο μπαλκόνι μας
την ώρα που η μάννα μου ξέχναγε σιγά σιγά
την κούραση της μέρας,
πήρα να της διηγηθώ της ιστορίας τα καθέκαστα.
H μάννα για λίγο μ’ άφησε.
-Το είπα και εγώ το πήμα αυτό στην Τετάρτη τάξη.
Στην Πέμπτη μας βρήκε ο πόλεμος
και δε με ξαναστείλανε σχολείο.
Έλα, μου λέει, να στο πω και γω για να το μάθεις.


Κι εκεί στο ξύλινο μπαλκόνι μας εκείνη τη γλυκιά βραδιά
αρχές καλοκαιριού κάτω απ’ τ’ αστέρια
με λίγα φώτα αχνά μπροστά μας από τα σπίτια του χωριού
και γύρω μας καλαμωτά με τρυφερά μουρόφυλλα
και τους μεταξοσκώληκες να θρέφονται
και να θροΐζουν νύχτα μέρα
η μάννα μου απάγγειλε το τραγούδι του νεκρού αδερφού.
Και όταν αγκαλιάστηκαν και πέθαναν κι οι δύο
έπεσαν στάλες τα δάκρια από τα μάτια της
για τη μάννα και την Αρετή
και τη δική της μάννα
που τελευταία φορά τη φίλησε έξι χρονών.


Αργότερα στο Γυμνάσιο
δεν μαθαίναμε πια απέξω τα ποιήματα
-άν έχει κανείς άλλο μ’ αυτά να κάνει .
Σχεδόν σε κάθε στίχο, στην ερώτηση
τί εννοεί εδώ ο ποιητής,
ολονών οι γνώμες υψώνονταν
σαν χαρταετοί στον ουρανό της Καθαρής Δευτέρας.


Στις μέρες μας όμως συχνά δεν ξέρω
τί εννοεί ο ποιητής.
Λες κι έπαψαν οι πιο πολλοί να μιλούν ανθρωπινή ομιλία
αυτήν, που, αφήνοντας μελωδικό κελάηδημα
μιλήσαν ως και τα πουλιά
στο γυρισμό της Αρετής με τον αποθαμένο.
Όσο για τις βραδιές ποίησης
στην πιο ατμοσφαιρική αίθουσα να βρεθώ
και στην ευλογημένη περίπτωση
που νιώθω τί λέει ο ποιητής
δεν μπορώ παρά να νοσταλγώ εκείνη τη βραδιά
στο αστροφώτιστο μπαλκόνι μας.


Τότε, ο καλπασμός του Κωσταντή
σκέπασε το θρόισμα του μεταξοσκώληκα
πάνω στα φρέσκα φύλλα. 



Ποιητών και αγίων πάντων

Μας δίναν εικονίτσες
που παρίσταναν αγίους και του Χριστού τα θαύματα.
Μάζευα προσεχτικά τις χάρτινες εικόνες
και τις βαστούσα στην παλάμη μου.
Παρηγορούσα κάθε πίκρα.


Αργότερα στη νιότη μου, όταν γύριζα βράδυ
στο άδειο μου δωμάτιο με παγωμένη την καρδιά,
ως χαλεπόν η νεότης,
άνοιγα για συντροφιά εγκόλπια με ποιήματα.
Τί ζεστασιά.Τί βάλσαμο μου τόνωνε τα σπλάχνα.


Τώρα έχω παρέα στο κονάκι μου όλους μαζί
τους παρηγορητές και τους προστάτες.
Προσεύχομαι στη χάρη τους και λέω
ευλογημένο το όνομά τους.
Καμμιά φορά συγχέω τα ονόματα, βλάσφημο δεν είναι
αφού ο ίδιος ο Θεός, Ποιητής εκλήθη.
Ο Κώστας Καρυωτάκης, μυροβλήτης.
Νικόλαος Εγγονόπουλος, τροπαιοφόρος
Κωνσταντίνος Καβάφης, ομολογητής.
Η Σαπφώ, γλυκοφιλούσα,γοργοεπήκοος.
Των δημοτικών μας τραγουδιών οι ανώνυμοι
άγιοι πάντες.


Αθλοφόροι, ιαματικοί και ελεήμονες,
τόσοι ακόμα ποιητές να με παρηγορούν
τόσοι ακόμα ποιητές να με συντρέχουν. 




Δυ­ο ώρες δρό­μος

       ΟΥΤΕ ΝΑΙ, ού­τε όχι έλε­γαν τό­τε τα κο­ρί­τσια στον πα­τέ­ρα τους, έσκυ­βαν το κε­φά­λι. Την Κυ­ρια­κή, που κλεί­νει δε­κα­εν­νιά, η Ρήνα πά­ει νύ­φη στον Τα­ΰγε­το, δυ­ο ώρες δρό­μος. Θα ’ρ­θει να την πά­ρει ο γαμ­πρός με το άλο­γο στο σπί­τι του, το δί­πα­το, να στε­φα­νώ­σουν.
       Τη στό­λι­σαν, την τρα­γού­δη­σαν, την έν­τυ­σαν το νυ­φι­κό, το βέ­λο. Κάλ­τσες, πα­πού­τσια ἀπ΄ το γαμ­πρό, ώρα την ώρα.
       Τον είδε να δέ­νει στην αυλή τους το άλο­γο, στο­λι­σμέ­νο. Φουρ­φού­ρι­σε η καρ­διά α­πό τα­ρα­χή. Ό­μορ­φος, νιός, ασί­κης!
       Της φό­ρε­σε την κάλ­τσα τη με­τα­ξω­τή, το γο­βά­κι το άσπρο. Μάτι δε σήκω­σε να την κοι­τά­ξει. Είχε πά­νω-κά­τω τα χρό­νια της, στα δά­χτυ­λα που έτρε­μαν, είδε την τα­ρα­χή του.
       Την έβα­λε πί­σω στο άλο­γο. Αυτές οι πλά­τες οι γε­ρές, τούτο το σγου­ρό κε­φά­λι ήταν από εδώ και μπρος το ρι­ζι­κό της. Δυ­ο ώρες δρό­μος με το άλο­γο, ο αχός μο­νά­χα του βου­νού μέ­σα στα πεύκα, τα πέ­τα­λα του αλό­γου, και η καρ­διά της που έδω­σε μια και άν­θι­σε από κα­τά­κλει­στο μπουμ­πού­κι.
       Δυ­ο ώρες δρό­μο κρά­τη­σε για τη Ρήνα ο έρω­τας στην άχα­ρη ζω­ή της. Ο γαμ­πρός την πε­ρί­με­νε στο σπί­τι του το δί­πα­το με τα βι­ο­λιά. Είχε τρι­πλά τα χρό­νια της. Με τον μπρα­ζέ­ρη*, που έστει­λε με το άλο­γο να την πο­δέ­σει το γο­βά­κι, έκο­ψε τα πολ­λά-πολ­λά. Το είδε στα μά­γου­λά του το ζε­μά­τι­σμα, τη συν­νε­φιά που σκέ­πα­σε τη δι­κιά της όψη.

 

* μπραζέρης· εγκάρδιος φίλος, αδελφοποιτός. 

 

 

 














 














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου