Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΛΒΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ALI ASLANI










Όρκο πήρα φοβερό






Σαν το σκέφτηκα μια μέρα, όρκο πήρα φοβερό,
από δω και πέρα, είπα, θα ρουφάω μόνο νερό. Μια φορά γεννιέται ο άντρας και πεθαίνει μια φορά, κι αν τον όρκο μου αθετήσω να με πείτε μασκαρά!

Βγήκα για να περπατήσω πάνω – κάτω στα σκαλιά.
Φίλοι γύρω απ’ τα τραπέζια, τίγκα τα κρασοπουλειά…
στην υγειά μου στην υγειά σου, μια ρακί και δυο μεζέδες,
μερακλήδικες παρέες που τα πίνουν στους μπαξέδες.


Ναι άλλα εγώ είμαι άντρας, ορκισμένος σοβαρά,
κόβω πέρα και δεν μπαίνω, τύφλα να ‘χουν τα ποτά:
Πάει της θάλασσας η τρέλα, πάει του άλογου η σέλλα,
πιο πολύ όμως πάει του άντρα, να μη φέρεται σαν βδέλλα!


Συνεχίζω περπατάω, δεν ακούω, δεν απαντάω,
κι όλοι οι φίλοι με κοιτάνε απορούν, δεν αποράω.
Τον όρκο επαναλαμβάνω και τη μπέσα μου κρατάω,
πέφτει η νύχτα, σκοταδιάζει, κάθομαι και σταματάω.


Το σεργιάνι τελειώνει, και το στόμα μου σαλιώνει,
πάνω από τη γλώσσα απλώνει μια γλυκιά γεύση που λιώνει.


Η ναζιάρα η κανάτα, διάβολος να που να με πάρει!
σαν μια γκόμενα ναζιάρα που μου νεύει απ’ το πατάρι.
Μα εγώ δεν θ’ απαντήσω και τον όρκο θα τιμήσω,
δε θα μπω, δε θα τσιμπήσω, στρίβω δρόμο, κάνω πίσω.


Όμως, φέρθηκα σαν άντρας δυο – τρεις ώρες κι άλλο κάτι!
Το ‘φχαρστήθηκα να πούμε, μου ‘φυγε όλο το γινάτι,
και λέω κείνη τη στιγμή,
να τρατάρω εμέ τον ίδιο δυο - τρεις κούπες με ρακή.
Μπράβο μου, είπα! Μπαίνω μέσα και αρχίζω τους σακάδες,
στην πολύτιμη μου υγεία ήπια κάνα δυο οκάδες!


Απόδοση στην ελληνική
Αχιλλέας Γκάρος
Ιωάννινα, Σεπτέμβριος 2018





Αχρείων καιροί


Απ’ την Κορυτσά ως τη Σκόδρα βασιλεύει ένα σκοτάδι,
κι ένα τέρας γυροφέρνει μες τους κάμπους πρωί – βράδυ!
Γι’ αυτό φάτε, πιείτε, φάτε, φάτε, πιείτε, φάτε πάλι,
στη νυχτιά και στην αντάρα κάνει γλέντι το τσακάλι!


Φάτε, πιείτε και ληστέψτε, μην αφήνετε κενό,
πειναλέοι το μεσημέρι, ζάπλουτοι το δειλινό!
Φάτε, πιείτε και ληστέψτε, γεμίστε κασόνια, σκεύη,
σαν το πόπολο το δόλιο σας ακούει και σας πιστεύει!


Αυτό ζει την αφεντιά σας, ο ιδρώτας κι η δουλειά του
βούτυρο είναι στο ψωμί σας. Ζήτω ο τσάκαλος, με γεια του!
Δόξα το θεό, να λέτε, μια χαρά, καλοπερνάμε,
κι όταν σας παραπονιέται, - τι είναι τούτοι, ρε που πάμε;!


Φάτε, πιείτε και ληστέψτε, τον καιρό των τσακαλιών,
φάτε, πιείτε και ληστέψτε, ειν’ η ώρα των αισχρών.
Φάτε, πιείτε, μπήξτε, κλέψτε μονοπώλια, μετοχές,
εξοχότατε μου κύριε, είστε άνθρωπος μ’ αρχές!


Αν θες κάποια εκατομμύρια είναι θέμα υπογραφής
και το στήθος σου λαμπρύνει το «Μετάλλιο της Τιμής»!
Κι έντιμα το απαιτείτε (!) το φτωχό το έθνος πάντα,
άρχοντες να σας φωνάζει, κύριοι να ‘στε, με λεζάντα,


να σας λέει πατριώτες, παλικάρια, αγωνιστές,
κι ο Θεός, εάν υπάρχει, προστατεύει τους ληστές;!
Το Μετάλλιο της Τιμής που το πέτο σου ομορφαίνει,
ειν’ το ματωμένο σάλιο μιας πατρίδας που πεθαίνει,


κι η καρέκλα που ‘χεις κάτσει, πουλώντας τιμή κι αέρα,
είναι αγχόνη που κρεμιέται ο λαός νύχτα και μέρα!
Και η αφεντιά σου τώρα, κάπου λέει πως έχει φτάσει,
κι άμα δεις εμπρός σου άντρα αλυχτάς σαν το κουμάσι.


Και κουνιέσαι και λυγιέσαι, σε σαλόνια σήκω – πέσε,
ο οχτρός σου από τη μύτη σ’ έχει δέσει και τραβιέσαι.
Έκανες τον ξένο φίλο και γελάει, σε κοροϊδεύει,
σου ‘ταξε βαθμούς κι οφίκια, σε παιδεύει, σε δουλεύει!


Οι καιροί παν’ και γυρίζουν, θα ‘ρθει η μέρα κι ο τροχός,
θα πετάξει απ’ το καλάθι τη σαπίλα ευτυχώς!
Οι καιροί παν’ και γυρίζουν, θα ξυπνήσει κι ελπίδα,
στα μετώπια σας θα μείνει του προδότη η σφραγίδα!


Παρότι δεν ήταν βία, τι σας έπιασε μου λέτε,
πρώτοι απ’ όλους στον εχθρό, τρέξατε να πείτε: «Πέκε!*»
Και για μια παλιό καρέκλα σβάρνα και γονατισμένοι,
του φιλήσατε το πρέκι αχρείοι, μικροί, χαμένοι!


Μη να φάτε και να πιείτε, μα για πόστα, γράδα κι όταν…
Εδώ το χωριό καιγόταν… η πουτάνα χτενιζόταν!
Προπαντός κάτι κουτάβια, άκαρδα μαζί και δόλια,
πονηροί, αιμορουφήχτες και βρωμιάρικα διαβόλια!


Σας γνωρίσαμε κοπρίτες!... Που δε βάλατε τις μύτες:
στο καλό και στο κακό, με δοσίλογους, αλήτες!
Νταλαβέρια σε γραφεία, νταλαβέρια και παζάρια,
νταλαβέρια και με ξένα και με ντόπια παλικάρια;!


Και μόνο με νταλαβέρια, ενάντια σ’ αυτή τη χώρα,
που σας έδωσε το χέρι κι είστε αυτοί που λέτε τώρα:
Αν το έθνος πάει καλά, του τη βγαίνουμε στα πλάγια,
το κερί πλάθεται, ίσως, χελιδόνι ή κουκουβάγια…


κουκουβάγια που όλο νάζια, αύριο μ’ άλλο προσωπείο,
βάλε κάτω από το χέρι, δώσε ένα καπάρο θειο!
Και πιστεύετε ακόμη πως με τέτοια νταλαβέρια,
θα τρώτε τους λουκουμάδες, θα την βγάλετε ξεφτέρια…


Μα να, ο πέλεκυς θα πέσει στα κεφάλια σας μιαν ώρα,
οι καιροί είναι των αχρείων μα είναι η δικιά μας χώρα!
Κι εσείς σκλάβοι των χρημάτων, κάτω απ’ το ζυγό σαν βόδια,
τους εχθρούς μας προσκυνάτε και τους γλύφετε τα πόδια!


Τον εχθρό σαν κανείς φίλο μην το λες και εξυπνάδα,
φτάνει να ‘σαι μες τα λούσα, νέος αγάς για μια βδομάδα,
βυθιστήκατε στα πλούτη, στα παλάτια, στα τουλούμια,
κι οι αληθινοί οι άντρες ξεψυχούν μες τα μπουντρούμια!


Τον διαλύσατε τον τόπο σε τιμάρια και ιράτια*,
δήθεν φτιάχνετε τα φρύδια και του βγάζετε τα μάτια…
Στα δύο ζητάτε πέντε, γέμισ’ ο σάκος απίδια.
Να ζήσουν οι μπαταχτσήδες, οι τίμιοι, αϊ στα τσακίδια!


Όταν όμως σκοτεινιάζει φέρνει η μπόρα αστραπές
θα ξεσπάσουν με λαχταρά οι φουρτούνες κι οι βροντές,
κεραυνοί θα τα σκορπίσουν και τα λούσα και τα πλούτη,
και θα λέτε απορημένοι: - μάνα μου τι ήτανε τούτη;!


Μα δεν ξέρετε, τα κέρδη π’ αποκτήθηκαν με δόλο,
ανήκουν εδώ, στο έθνος, είναι για τον κόσμο όλο,
ειν’ τα δάκρυα, το αίμα κι εγώ σας το λέω και πάλι:
Βάλτε το καλά στο νου σας… το δίκιο συνθλίβει ατσάλι!


Απόδοση στην ελληνική
Αχιλλέας Γκάρος
Ιωάννινα, Σεπτέμβριος 2018


*πέκε – (τούρκικα) ορίστε.
*ιράτια – (τούρκικα) κτήματα. 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου