Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 











ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: 

Η ποιήτρια και συγγραφέας Γαλάτεια Καζαντζάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 8 Μαρτίου 1881 και πέθανε στην Αθήνα στις 17 Νοεμβρίου 1962. Ήταν κόρη του λόγιου εκδότη και τυπογράφου Στυλιανού Αλεξίου. Αδέλφια της ήταν η συγγραφέας Έλλη Αλεξίου και ο φιλόλογος Λευτέρης Αλεξίου. Το 1911 παντρεύτηκε κρυφά τον συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1926 χώρισε και το 1933 παντρεύτηκε τον ποιητή και κριτικό Μάρκο Αυγέρη. Υπήρξε στρατευμένη στα κομμουνισμό και συνέδεσε την λογοτεχνία της με διάφορες πτυχές του ελληνικού βίου της εποχής. Γύρω στο 1920 εντάχθηκε στο Κ.Κ.Ε. και διώχτηκε για τη δράση της από τη δικτατορία του Μεταξά αλλά και την μεταπολεμική κυβέρνηση. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1906 με το πεζογράφημα "Δικταίον Άντρον" που δημοσίευσε στο περ. Πινακοθήκη με το ψευδώνυμο Lalo de Kastro. Ακολούθησαν ποιήματα, μεταφράσεις, κριτικά δοκίμια, θεατρικά έργα και μελέτες της σε περιοδικά όπως ο Νουμάς, η Νέα Ζωή, το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τα Γράμματα, ο Μαύρος Γάτος, η Αναγέννηση, η Κρητική Στοά και άλλα, αρχικά με το πατρικό της όνομα ή με ψευδώνυμα και μετά τον πρώτο γάμο της με το όνομα Γαλάτεια Καζαντζάκη (από το 1914), το οποίο διατήρησε και μετά το διαζύγιό της. Το 1928 ανέλαβε υπεύθυνη ύλης στο "Δελτίο της Εργατικής Βοήθειας" (δημοσιογραφικού οργάνου του Κ.Κ.Ε.) και το 1931 αρχισυντάκτρια του περ. Πρωτοπόροι. Ακολούθησε συνεργασία της με το περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι και την εφημερίδα Ελεύθερη Γνώμη, όπου δημοσίευσε άρθρα κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού, ενώ παράλληλα πραγματοποίησε διαλέξεις παιδαγωγικού και λογοτεχνικού περιεχομένου και εκδόσεις πεζογραφημάτων της. Οι λογοτεχνικές αναζητήσεις της Γαλάτειας Καζαντζάκη ξεκίνησαν από το χώρο του αισθητισμού (με σαφείς επιρροές από το Νίκο Καζαντζάκη) και σταδιακά πέρασαν από τους χώρους της ηθογραφίας και του κοινωνικού προβληματισμού για να την οδηγήσουν το 1933 με το μυθιστόρημα "Γυναίκες" σε μια προσπάθεια προσέγγισης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου στο χώρο της αντιστασιακής πεζογραφίας με έντονα ανθρωπιστικό προσανατολισμό. Παράλληλα αναπτύχθηκε και η σταδιακή αντιπαράθεση τη Γαλάτειας με το Νίκο Καζαντζάκη, η οποία κορυφώθηκε στο τελευταίο της βιβλίο που είχε τίτλο "Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι" και στόχο την απομυθοποιητική απεικόνιση του παλιού συντρόφου της ζωής της.
Παράλληλα η Γαλάτεια Καζαντζάκη ασχολήθηκε με το θέατρο. Το 1925 ανεβάστηκε από το «Θέατρο Τέχνης» το τρίπραχτο έργο της «Πληγωμένα Πουλιά». Το 1931 από τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το τρίπραχτο: «Ενώ το πλοίο ταξιδεύει». Το 1959 κυκλοφόρησε ο τόμος: «Αυλαία», όπου περιέχονται εννέα τρίπραχτα δράματα και οκτώ μονόπραχτα. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη έχει βραβευθεί για τη συγγραφή αναγνωστικών βιβλίων για όλες τις τάξεις του Δημοτικού. Έχει γράψει παιδικά βιβλία, διηγήματα, ποιήματα, και έχει μεταφράσει έμμετρα τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Πινακοθήκη, Νέα Ζωή και Νουμάς, χρησιμοποιώντας τα ψευδώνυμα Πετρούλα Ψηλορείτη και Λαλώ Ντι Κάστρο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της υπήρξε Γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πέθανε στις 17 Νοεμβρίου 1962 στην Αθήνα, μετά από τραυματισμό σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. 


Παρακάτω παραθέτουμε ορισμένα ποιήματα: 



Αμαρτωλό 

Στη Σμύρνη Μέλπω, Ηρώ στη Σαλονίκη,
στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό…
Τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Λέλα…

Ο τόπος μου ποιός ήταν; Ποιοί οι δικοί μου;
Αν ξέρω, ανάθεμά με!
Σπίτι, πατρίδα  έχω τα μπορντέλα…

Ώς κι οι πικροί μου χρόνοι οι παιδικοί μου
θολές σβησμένες ζωγραφιές
κι είναι αδειανό σεντούκι η θύμησή μου!

Το σήμερα χειρότερο απ’ το χτες
και τ’ αύριο απ’το σήμερα θε να ‘ναι…
Φιλιά από στόματα άγνωστα, βρισιές
κι οι χωροφύλακες να με τραβολογάνε…

Γλέντια, καβγάδες ως να φέξει,
αρρώστιες, αμφιθέατρο του Συγγρού
κι ενέσεις εξακόσια έξι.
Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι
όλη η ζωή μου του χαμού…

Μ’ από την κόλασή μου σου φωνάζω:
εικόνα σου είμαι, Κοινωνία, και σου μοιάζω.





Μοναχός 

Στου σκοτεινού κελιού την καταφρόνια 
της αμαρτίας να πνίξει το μεθύσι 
ο μοναχός δεν θέλει· και τα χρόνια 
περνούν, κι απάνω του μελίσσι 

οι επιθυμίες βοούν. Τα χελιδόνια 
της άνοιξης μηνούν. Δροσάτη βρύση 
γυναίκας γέλιο μοιάζει. Τα λαγόνια 
της αγαπητικιάς το κυπαρίσσι 

σαν σειέται του θυμίζει. Κι είν' αφιόνια 
γλυκά τα οράματά του. Δε θα λύσει 
τα κακά μάγια που στα καταχθόνια 

τονε βυθούν του άδη. Μεσ' στη χτίση 
γλυκύτερ' άλλα  δε λαλούν αηδόνια 
κι είν' η παράδεισος το ερημοκκλήσι. 


Νικητής λαός 

Φλογάτα φλάμπουρα οι καρδιές, 
τα μπράτσα ατσάλι, 
τα μάτια ολάνοιχτα στο φως! 
κι αυτή η ασίγαστη κραυγή, η μεγάλη: 
Ζήτω ο Λαός! Ζήτω ο Λαός! 
Κι αυξαίνει η ανθρωπομάζα κι όλο αυξαίνει, 
σαν ποταμός που ασπέδιστος ορμά, 
κι όλη η Ελλάδα μαζί του αναστημένη 
πηγαίνει εκεί που αυτός την οδηγά. 
Κόσμους γκρεμίζει κι άλλους κόσμους χτίζει, 
κάθε σκλαβιάς καταλυτής. 
Δικαιοσύνη! Λευτεριά! το σύνθημά του. 
Τα πάντα ξεπερνάει τ' ανάστημά του. 
Ανοίχτε να περάσει ο νικητής. 


Στον έρωτα 

Καρτερούσα τον Έρωτα κι έλεα θάρθει ένα βράδυ 
δίχως μήνυμα, αθόρυβα, σαν ανάλαφρο χάδι. 
Θάρθει αγάλια κι ως έρχεται το κρινάκι στα χιόνια 
κι ως μεμιάς ανθοσκέπουνε τ' άγριου βάτου τα κλώνια. 
Θάρθει ως μέρα πασίχαρη στην καρδιά του Γενάρη 
που σκορπίζει τα σύννεφα μ' ανοιξιάτικη χάρη, 
κι όλη χαίρεται απάντεχα η βαρύθυμη πλάση 
και ξεχνιέται στο ηλιόχαρο ξαφνικό της γιορτάσι. 
Καρτερούσα τον Έρωτα να χυθεί στο έρμο σπίτι 
κι όλα γύρω να λάμψουνε, κι η καρδιά μου ένα αστέρι 
μιας καλόβολης μάγισσας σα να τ' άγγιξε χέρι. 

Καρτερούσα τον Έρωτα, κι ήρθε! Μα ήταν, ωιμένα, 
σκοτεινός, και την όψη του χαμογέλιο κανένα 
 δεν επράυνε. Κι ένιωσα στην καρδιά μου τον τρόμο 
οπού νιώθουμε άγνωρο σαν τραβάμε ένα δρόμο. 
Κι ως τα μάτια του στύλωσε στα δικά μου εντός, είδα 
της σκλαβιάς μου πως έπλεκαν τη βαρειάν αλυσίδα. 





































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου