Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΑΝΤΙ-ΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

 



Επιμέλεια: Θεοχάρης Παπαδόπουλος 

 

 

Όταν ήρθαν να πάρουν τους τσιγγάνους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν τσιγγάνος.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα,
Δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει…

Για σένα που νομίζεις..
ότι η δική σου σειρά δε θα φτάσει ποτέ..
ότι επειδή ακόμη δε χρειάστηκε να πας στο νοσοκομείο
και να σε διώξουν
γιατί δεν έχεις λεφτά..
Ότι επειδή ακόμη έχεις ένα πιάτο φαί, δε θα στο πάρουν
Ότι ακόμη δε σου πήραν το σπίτι του πατέρα σου
για χρέη στο Δημόσιο, θα τη γλυτώσεις
Ότι επειδή το παιδί σου ακόμη είναι στο σχολείο, θα συνεχίσει..
Ότι η ζωή σου δεν επηρεάζεται από εκείνη του διπλανού σου.. 


Martin Niemöller (*) 

 

 Ο φασισμός

Ο φασισμός δεν έρχεται από το μέλλον
καινούριο τάχα κάτι να μας φέρει.
Τι κρύβει μέσ’ στα δόντια του το ξέρω,
καθώς μου δίνει γελαστός το χέρι.

Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν
και χάνονται βαθιά στα περασμένα.
Οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν,
μα όχι και το μίσος του για μένα.

Το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον.
Δεν θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον.

Ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος
που λούζεται στον ήλιο και στ’ αγέρι,
το κουρασμένο βήμα του το ξέρω
και την περίσσεια νιότη μας την ξέρει.

Μα πάλι θέ ν’ απλώσει σα χολέρα
πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου,
και δίπλα σου θα φτάσει κάποια μέρα
αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου.

Φώντας Λάδης 


Wstawać

 

Ονειρευόμασταν στις άγριες νύχτες

όνειρα βίαια και πυκνά,

ονειρευόμασταν με την ψυχή και το σώμα

να γυρίσουμε, να φάμε, να εξιστορήσουμε.

 

΄Ωσπου αντηχούσε κοφτά, σιγανά

το παράγγελμα που συνόδευε την αυγή

«Wstawać»

και ράγιζε την καρδιά μας

Τώρα που ξαναβρήκαμε τα σπίτια μας,

τώρα που χορτάσαμε την κοιλιά μας,

και οι αφηγήσεις μας στέρεψαν όλες,

σήμανε η ώρα. Όπου να ’ναι θα ακούσουμε πάλι

το ξενικό παράγγελμα: «Wstawać» 


Πρίμο Λέβι 

 

 Αυτοί που είναι αντίπαλοι του φασισμού 

χωρίς να 'ναι αντίπαλοι του καπιταλισμού, 

αυτοί που παραπονιούνται για τη βαρβαρότητα 

που αιτία τάχα έχει τη βαρβαρότητα την ίδια, 

μοιάζουν μ' ανθρώπους που θέλουν το μερτικό τους απ' τ' αρνί, 

χωρίς όμως να σφαχτεί το αρνί. 

Θέλουν να φάνε το κρέας, 

να μη δουν όμως τα αίματα. 

Αυτοί θα ικανοποιηθούν αν ο χασάπης πλύνει τα χέρια του, 

προτού φέρει το κρέας στο τραπέζι.

 

Μπέρτολτ Μπρεχτ  

 

 

Ο φασισμός δεν είναι λέξη

Ο φασισμός δεν είναι λέξη,
δεν είναι επιθετικός προσδιορισμός
δεν περιέχει ουσιαστικό στη σύνταξη του

ο φασισμός είναι η στάση σου
η απουσία σου
και κυρίως
η σιωπή σου στην αληθινή ζωή 

 

Τέλος Φίλης  


FEDERICO GARCIA LORCA

                    Στο Θανάση Καραβία

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης, τ’ αχαμνά του.

Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο – πορεία προς το Βοριά.
Τράβα μπροστά -ξοπίσω εμείς- και μη σε μέλει.

Κάτου απ’ τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.

Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα έν’ αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ’ το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μέσ’ απ’ τα διψασμένα της χωράφια τ’ ανοιχτά.

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.

Νίκος Καββαδίας 



Το μαύρο δέντρο
 
Ο φασισμός δεν έρχεται από
έναν κόσμο φωτισμένο.
 
Έχει τις ρίζες του βαθιά, μέσα στη Γή
και απλώνει τα κλαδιά του
σαν ένα δέντρο σάπιο, μολυσμένο.
 
Βασίζεται σε ψεύτικες ελπίδες,
και κρύβει καλά μέσα στο χώμα, την αλήθεια.
Γεννιέται από τον λόγο της μιζέριας,
και ισορροπεί πάνω στα παραμύθια.
 
Τρέφεται από την απόγνωση
που έφεραν οι καιροί,
και από την απελπισία που δημιούργησαν
οι πολιτικοί.
 
Απλώνει τα κλαδιά του να ακουμπήσεις,
κι όταν λίγο τα αγγίξεις,
σε τυλίγουν σαν φίδια διψασμένα,
που θέλουν να σου ρουφήξουν
και την τελευταία ανάσα της ζωής.
 
Εσύ, δίχως μπορώντας πλέον να αμυνθείς,
μένεις ακίνητος, νεκρός, δίχως λόγο και πνοή.
 
Αυτό το δέντρο πρέπει να κοπεί.
 
Μονάχα η θέληση των ανθρώπων πρέπει να κυριαρχεί,
αυτή η θέληση που μοιάζει με ανθισμένο δέντρο
και δίνει στον αγώνα μας όραμα και ψυχή. 


Ανδριάνα Μπιρμπίλη 
 
 

Σαχζάτ Λουκμάν 

 

Σαχζάτ Λουκμάν.

Χέρια οπλισμένα

χτυπάνε χέρια ορφανά,

χέρια κυνηγημένα,

που δεν σηκώθηκαν ψηλά,

δεν παραδόθηκαν.  

Βγήκαν μαχαίρια  

κι ένα νήμα ζωής  

έκοψαν στα δυο 

Σαχζάτ Λουκμάν.
 
Έχει όνομα κι επώνυμο 
 
η θλίψη. 
 
Θεοχάρης Παπαδόπουλος 
 
    
Παύλος Φύσσας

 

Ήταν ο Παύλος Φύσσας. 

Θα μπορούσε να ήταν το παιδί σου

θα μπορούσε να ήταν ο αδελφός σου

θα μπορούσα να ήμουν εγώ

εγώ, που σου μιλώ αυτή την ώρα.

 

Θέλω να πω πολλά

κι η οργή μ’ εμποδίζει.

Μερικές φορές

η ποίηση γίνεται δράση.

 

Γιατί εκείνος που σκότωσε

θα ξανασκοτώσει

έναν ακόμα Παύλο Φύσσα,

που θα μπορούσε να είναι το παιδί σου,

που θα μπορούσε να είναι ο αδελφός σου,

που θα μπορούσε να είσαι εσύ,

εσύ, που με ακούς αυτή την ώρα.

 

Θεοχάρης Παπαδόπουλος  

 

 

Εμένα την Μάνα μου την λένε Μάγδα
 
Νικήσαμε, Μάνα.
Τα καταφέραμε.
Ο Παύλος νιώθει υπέροχα πια.
Μην κλαις, Μάνα.
Είναι μέρα χαράς η σημερινή.
Θα την θυμόμαστε
και θα τραγουδάμε
τα κομμάτια του Παύλου.
Θα είμαστε ξανά όλοι μαζί,
μια αγκαλιά και θα γελάμε.
Μην κλαις, Μάνα.
Στο είπαμε πως θα ήταν
η αρχή του τέλους τους.
Αν δεν υπήρχες εσύ,
δεν θα υπήρχαμε ούτε εμείς.
Εσύ ήσουν μπροσταρισσα
κι εμείς σ' ακολουθούσαμε.
Ο δρόμος άνοιξε πια
και έρχονται καλύτερες μέρες.
Σου χρωστάμε μια "συγγνώμη"
και ένα "ευχαριστώ".
Σ αγαπάμε, Μάνα
και θα είμαστε εκεί,
για σένα
και για τον Παύλο.
 
 
Aurora Blanc 
 
 
 
Και πως τολμούν οι άνθρωποι να
σκοτώνουν ό, τι έφτιαξαν;
Παιδιά -κυρίως τα παιδιά
γι' αυτά μιλάω
Για εκείνα που κρατούν το μέλλον
μα το μέλλον πεθαίνει μαζί τους.
Και το μέλλον φαντάζει απίθανο
μπροστά στο τώρα που βιώνουμε.
Σφαίρες παρελθοντικές τρυπούν
σε φρέσκα σώματα, σε άμαχα μικρά πόδια που δεν προλαβαίνουν την ευτυχία
Και εμείς, εμείς πως τολμάμε να σωπαίνουμε;
Σήμερα χώρα ξένη δέχτηκε επίθεση
Αύριο χώρα δική μας και
Αλίμονο αν αυτή η χώρα ακόμη μας ανήκει.
Ξένη θα την έλεγα και αυτή
Τα παιδιά που λες, το πρωί πέθαναν
χωρίς καμία εξήγηση
Οι μεγάλοι που τα προστατεύουν βρέθηκαν σκεπασμένοι από πέτρες και λάσπες σε δρόμους και πεζοδρόμια πολύ διαφορετικά από τα συνηθισμένα.
Κανένας. Κανένας πέρα από τους εχθρούς δεν περπατούσε
Άκουγες. Μονάχα αυτό μπορούσες.
Κραυγές, βόμβες, ελικόπτερα
και τη στιγμή που άκουγες πιο πολύ ήθελες κάποιος να ρθει και να σου κόψει τα αυτιά
Οι εχθροί πως τολμούν ακόμη να υπάρχουν;
Και τα ερωτήματα πάνε και έρχονται
γιατί, γιατί, γιατί.
Καμία απάντηση. Καμία ευτυχία.
Σεβασμός μόνο στα κόκαλα των νεκρών
Σήμερα εκείνοι, αύριο εμείς
Και ποιος θα το λεγε σε τέτοια εποχή να φοβάσαι μη πεθάνεις από πόλεμο.
 
 
Μαρία Κουϊμτσίδη

 
Ένας ήλιος που περιμένει την άνοιξη
 
Για κάθε Μιχάλη και κάθε Αλέξανδρο
υπάρχει μια σφαίρα
Για κάθε Παύλο υπάρχει ένα μαχαίρι
Για κάθε Ζακ υπάρχει ένας φονικός όχλος
και μια συκοφαντία
Για κάθε Βασίλη υπάρχει
ένας ένστολος βασανιστής
και ένα ψέμα
Για κάθε Χελίν και κάθε Ιμπραήμ
υπάρχει ένα λευκό κελί
και ένα μαρτύριο
 
Για κάθε Μιχάλη και κάθε Αλέξανδρο
υπάρχει μια μάνα που τα δάκρυά της
δεν στεγνώνουν ποτέ
Για κάθε Παύλο υπάρχει ένας πατέρας
που η πίκρα δεν φεύγει ποτέ απ' τα μάτια του
Για κάθε Ζακ υπάρχει μια άδεια θέση στο τραπέζι
Για κάθε Βασίλη υπάρχει
μια αξημέρωτη καλοκαιρινή μέρα
Για κάθε Χελίν και κάθε Ιμπραήμ υπάρχει
ένα παγωμένο χαμόγελο
 
Για κάθε Μιχάλη και κάθε Αλέξανδρο,
για κάθε Παύλο, για κάθε Ζακ,
για κάθε Βασίλη, για κάθε Χελίν
και κάθε Ιμπραήμ υπάρχει ένα τραγούδι
και ένας ήλιος που περιμένει την άνοιξη
 
 
Νίκος Σουβατζής 
 
 
(*) Γερμανός πάστορας. Το ποίημα έχει αποδοθεί από λάθος στον Μπέρτολτ Μπρεχτ. 
                    




 
 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου