Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ




Βιογραφικό

Ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής, γεννήθηκε το 1943 στην Αθήνα. Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του σε χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης και σπούδασε Ιταλική φιλολογία στο Άμστερνταμ. Από το 1982 μέχρι το 1992 εργάστηκε ως μεταφραστής στο Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις Βρυξέλλες. Το 1992 εγκαταστάθηκε στο χωριό Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας μέχρι και τον αιφνίδιο θάνατό του τον Δεκέμβριο 2011. Ήταν μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Εργογραφία

Ποίηση:

Ό,τι περιγράφω με περιγράφει: ποίηση δωματίου. Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2010. Σελ.: 94. ISBN: 978-960-336-580-8

Η φωνή της σιωπής: ποιήματα 1966-2000. Αθήνα, Νεφέλη, 2006. Σελ.: 620. ISBN: 960-211-789-3

Στο υπόγειο. Αθήνα, Νεφέλη, 2004. Σελ.: 79. ISBN: 960-211-705-2

Τότε που η σιωπή τραγούδησε: και άλλα ασήμαντα περιστατικά. Αθήνα, Νεφέλη, 2000. Σελ.: 66. ISBN: 960-211-511-4

Ιδεογράμματα: Χαϊκού και Τάνκα. Θεσσαλονίκη, Τα Τραμάκια, 1997. Σελ.: 26. ISBN: 960-7757-12-2

Ο ακίνητος δρομέας. Αθήνα, Νεφέλη, 1996. Σελ.: 70. ISBN: 960-211-295-6

Εσωτικά τοπία. Αθήνα, Νεφέλη, 1991. Σελ.: 93. ISBN: 960-211-456-8

Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη. Αθήνα, Υάκινθος, 1986. Σελ.: 78.

Λεκτικά τοπία. Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ.: 97.

Τύποι ήλων. Θεσσαλονίκη, Εγνατία-Τραμ, 1978. Σελ.: 77.

Μεταμορφώσεις. Αθήνα, [χ.ε.], 1974. Σελ.: 40.

Σχήματα απουσίας. Αθήνα, Αρίων, 1973. Σελ.: 46.

Ποιήματα των καιρών: ποιητικός στοχασμός. Αθήνα, [χ.ε.], 1973.

21 Απριλίου 1967: ποιήματα. Αθήνα, [χ.ε.], 1967.

Απόπειρες φωτός. Αθήνα, Δωδεκάτη Ώρα, 1966.


Πεζογραφία:

Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες. Αθήνα, Κίχλη, 2008. Σελ.: 127. ISBN: 978-960-98390-3-7

Περί αγγέλων και δαιμόνων. Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2007. Σελ.: 218. ISBN: 978-960-336-293-7

Όντα και μη όντα. Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2006. Σελ.: 120. ISBN: 960-336-184-4

Τα τρία μαγικά παραμύθια. Αθήνα, Πατάκης, 1997. Σελ.: 35. ISBN: 960-600-464-3

Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς, Αθήνα, Πατάκης, 1995. Σελ.: 45. ISBN: 960-360-528-Χ

Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα. Αθήνα, Αιγόκερως, 1981. Σελ.: 46.


Θέατρο:

Το μήνυμα και άλλες δύο φάρσες: ο ρήτορας ή ο κανιβαλισμός: αυτός εκτός και εντός του κοστουμιού του. Αθήνα, Κίχλη, 2009. Σελ.: 80. ISBN: 978-960-98390-4-4

ΠΗΓΗ: ΕΚΕΒΙ

 Επίγραμμα

Ω, πόσο ήταν ωραίος
έτσι, φιλημένος απ' το θάνατο,
λίγο μετά από το σπασμό,
λίγο πιο πριν από τη σήψη.
Κλειστά τα μάτια
και μισάνοιχτα τα χείλη του,
λίγο μετά από το σπασμό,
λίγο πιο πριν απ' το τσιγάρο
που τόσο είναι επιθυμητό
ύστερ' από τον έρωτα.



Χέρια
Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν - τάχα χαιρετώντας - σ' άλλους
Τ' αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή - το χειρότερο - τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα.



Το ωραίο καλοκαίρι
 

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο

Μια κάτασπρη τουρίστρια τα `φτιαξε με τον ήλιο
κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
σκούρυνε, αφομοιώθηκε απ’ το τοπίο
τώρα οι δικοί της την αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού

Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω

Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
αν τους βαστάει τώρα ας με ξαναδείρουν, είπε
πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά μαχαίρι και πηρούνι
και χωρίς να τρυπηθούν, του φάγαν την καρδιά

Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο
ακίνητο ένα καλοκαίρι
φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά
δεν έλεγε να φύγει, τι περίμενε, τι περίμενε
κανείς δεν ξέρει

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο
κανείς δεν ξέρει
ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
κανείς δεν ξέρει


Χάι κου 

Σκίτσο ο κόσμος και
ανελέητη ο θάνατος
γομολάστιχα


Τω αγνώστω ποιητή

Πέρασε τη ζωή του,
Γράφοντας ποιήματα
Με τη γομολάστιχα.


Άτιτλο 

Η ποίηση πρέπει να ‘ναι
Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο
Πάνω που θα ‘χεις γλυκαθεί
Να σπας τα δόντια σου


 Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη

 Ω ναι! Ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις πως δεν χρειάζεται ωκεανός  για να πνιγείς. Υπάρχουν πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους, μέσα στη βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το πουπουλένιο τους πάπλωμα.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους, σ΄ένα κουπάκι του καφέ, σ΄ένα κουταλάκι του γλυκού.
Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται. Ας είναι γλυκός και ανόνειρος. Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου