Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗΣ

 
Γιάννης Νεγρεπόντης Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή, πεζογράφου και στιχουργού Γιάννη Ξυνοτρούλια  που γεννήθηκε στη Λάρισα, το 1930, όπου έζησε ως τα οκτώ του χρόνια, οπότε ήρθε οικογενειακώς στην Αθήνα. Ο Γιάννης Νεγρεπόντης άφησε την τελευταία του πνοή το πρωί στις 22 Σεπτεμβρίου 1991, στο νοσοκομείο «Ιπποκράτειο» όπου νοσηλευόταν χτυπημένος από θανατηφόρο καρκίνο. Ήταν 61 χρόνων. 

Η ζωή του

Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (λόγω πολιτικών φρονημάτων δεν αξιοποίησε ποτέ επαγγελματικά το πτυχίο που πήρε) καθώς και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, με δασκάλους τον Ροντήρη, τον Βεάκη, τον Σιδέρη (αλλά ούτε κι αυτές τις σπουδές αξιοποίησε επαγγελματικά). Συνεργάστηκε με περιοδικά και εφημερίδες όπως και με την ΕΡΑ. Μετά το 1967 ασχολήθηκε με τη συγγραφή στίχων για τραγούδια.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1949 δημοσιεύοντας διήγημά του στο περιοδικό Ελληνική Δημιουργία, που εξέδιδε ο Σπύρος Μελάς, με το ψευδώνυμο Γιάννη Νικολάου. Αργότερα άρχισε να δημοσιεύει στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης με το ψευδώνυμο Τζων. Μέρος του αρχείου του βρίσκεται στο ΕΛΙΑ. Η πρώτη του ποιητική συλλογή έρχεται αργότερα, το 1958. Είναι το «Πρόσωπα και χώρος», όπου υπογράφει με το ψευδώνυμο Νεγρεπόντης, με το οποίο καθιερώνεται. Υπήρξε αριστερός, την 21η Απριλίου 1967, συλλαμβάνεται και εξορίζεται για τρία χρόνια, στη Γυάρο και τη Λέρο.
Καταπιάστηκε και διακρίθηκε σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου: ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, τραγούδι, κριτική, δοκίμιο, χρονογράφημα, σάτιρα, ευθυμογράφημα, παιδικά, ραδιοφωνικό σχόλιο. Τραγούδια του έχουν μελοποιήσει οι Μίκης Θεοδωράκης, Χρήστος Λεοντής, Λίνος Κόκκοτος και άλλοι. Από τους πρωτοπόρους της «πολιτιστικής επανάστασης» της δεκαετίας του '60, έγινε ευρύτερα γνωστός και αγαπητός με τα τραγούδια του «Το ακορντεόν» (που τελειώνει με το σύνθημα «δεν θα περάσει ο φασισμός») και «3ος παγκόσμιος» που μελοποίησε ο Μάνος Λοΐζος. Ο ίδιος μελοποίησε τα αντιρατσιστικά «Νέγρικα», που τραγούδησε η Μαρία Φαραντούρη. Ήταν τα τραγούδια που έγιναν αρχικά γνωστά από τις μπουάτ και πέρασαν και τραγουδήθηκαν -απαγορευμένα πια- από στόμα σε στόμα, στα χρόνια της δικτατορίας.
Η ικανότητα του Νεγρεπόντη να περνάει μηνύματα, χωρίς να είναι κραυγαλέος και ευκαιριακός, καταφάνηκε και στα κατοπινά χρόνια με τα «Μικροαστικά» και τα «Μαθήματα πολιτικής οικονομίας» -πολυτραγουδισμένα επίσης- που έντυσε μουσικά ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Τα «Μικροαστικά» γνώρισαν επιτυχία και ως σατιρικό θεατρικό έργο. Ένα ακόμη ποιητικό έργο, το «Φυλάττειν Θερμοπύλας», που έγραψε εξόριστος στη δικτατορία, έχει μελοποιήσει στο μεγαλύτερο μέρος τους, υπό μορφή ορατορίου, ο Χρήστος Λεοντής.

 

Στην εξορία

Την 21η Απριλίου 1967 ο Γιάννης Νεγρεπόντης συλλαμβάνεται και παραμένει εξόριστος στη Γυάρο και τη Λέρο (Παρθένι) τρία χρόνια. Εκεί γράφει το «Φυλάττειν Θερμοπύλας», που βγάζει έξω παράνομα και μοιράζει σε φίλους, πριν κυκλοφορήσει σε βιβλίο, η γυναίκα του Αργυρώ. Το ίδιο κυκλοφόρησε και στα γερμανικά, σε μια θαυμάσια έκδοση με χαρακτικά του μεγάλου Κρις Χάμπερ.
Ευαίσθητος, παρατηρητικός, οξύτατος, διεισδυτικός, καίριος, με χιούμορ λεπτό αλλά καταλυτικό και επιπλέον άριστος γνώστης της ελληνικής, ο Γιάννης Νεγρεπόντης είχε μια συνεχή διακριτική παρουσία στην πνευματική μας ζωή, χωρίς ποτέ να εκμεταλλευτεί ή να «αξιοποιήσει» την ιδεολογία του -και σίγουρα είχε πολλά ακόμη να προσφέρει, αν δεν έφευγε πρόωρα. Είχε εκτός των άλλων την ικανότητα να βλέπει πέρα από την εποχή του, πράγμα που φαίνεται κι από τους ακόλουθους προφητικούς στίχους, από το «Φυλάττειν Θερμοπύλας»:
«Πολλά μας βρήκαν/ και τα χειρότερα/ απ' τα μέσα/ Τ' απόρθητα κάστρα/ τα μεγάλα/ ποτέ δεν πέφτουν/ απ' τα έξω/ το λάλον ύδωρ/ απερίσκεπτα/ αφήσαμε να χαθεί».

Εργογραφία:


Συνάντηση. Αθήνα, Καλειδοσκόπιο, 2002. Σελ.: 27.

Λίγο μετά τη σιωπή. Αθήνα, Καλειδοσκόπιο, 2001. Σελ.: 59.

Πρόσωπα και χώρος. Αθήνα, Καλειδοσκόπιο, 2000. Σελ.: 85.

Καθημαγμένοι. Αθήνα, Καλειδοσκόπιο, 1999. Σελ.: 86.

Μικροαστικά. Αθήνα, Καλειδοσκόπιο, 1999. Σελ.: 156.

Φυλάττειν Θερμοπύλας. Αθήνα, Καλειδοσκόπιο, 1999. Σελ.: 29.

Δεκαπέντε παραμύθια. Αθήνα, Κέδρος, 1996. Σελ.: 118.

Είμαι Έλλην, το καυχώμαι. Αθήνα, Καστανιώτη, 1993. Σελ.: 205.

Ο φίλος μας ο Αίσωπος. Αθήνα, Κέδρος, 1990. Σελ.: 95.

Οι κατσαρίδες ποτέ δεν πεθαίνουν. Το πούπουλο. Αθήνα, Αίολος, 1986. Σελ.: 82.

Ο γάμος, η διαθήκη και οι έρωτες. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1981. Σελ.: 214.

Ο κύριος Χι. Αθήνα, Αστάρτη, 1981. Σελ.: 174.

Ο Φλιτ πάει κρουαζιέρα. Αθήνα, Κέδρος,

Άλλα έργα

Ιφιγένεια, 1961
Δωρήματα, 1963
Άδιον ουδέν έρωτος, 1971
Τα καράβια της Αργυρώς, 1976
Τραγούδια νέγρικα, απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας, μεγαλοαστικά, χιουμοριστικά, λαϊκά το τσίρκο, 1976
Οι μπόμπιρες, 1979
Φεμινιστικά, 1981
Περσεφόνη, 1986
Ορέστης πυρπολούμενος, 1992
Έγκλειστοι, 1965
Ο καθρέφτης και άλλες πρόζες, 1973
Ένας μπόμπος πολύ αριστερός, 1980
Το διπλανό δωμάτιο, 1982
Κάτω από ένα κουνουπίδι, 1981

 ΠΗΓΕΣ: ΕΚΕΒΙ, ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
 
Κάνιστρο εκλεκτής Ποίησης


Πέντ' έξι εργάτες ήρθαν το πρωί
νομίσαμε για την πλατεία
μα ήταν για τον ανδριάντα
που είχαν έλθει.
( Πότε εκείνες οι πατάτες
οι λόγοι- ο εμετικός αυτός βερμπαλισμός
η επισημότης- σαν να 'τανε χτες...)

Ως το μεσημέρι το βάθρο μόνο
χωρίς σκοπό και δίχως σημασία
αν η ματαιότητα σιωπηλά κι αθόρυβα
δε 'ρχόταν να στηθεί
και με το σαρδόνιό της γέλιο
τις πιο απίθανες μοναχικές μας ώρες
να μας ανησυχεί.




Ακορντεόν

Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο
που ήξερε και έπαιζε τ' ακορντεόν
όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος
φωτιές στα χέρια του άναβε τ' ακορντεόν

Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ' άλλα
κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν
φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα
και μια ριπή σταμάτησε τ' ακορντεόν

Τ' αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει
όποτε ακούω από τότε ακορντεόν
κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει
δε θα περάσει ο φασισμός


Προαίσθηση

Κάποτε σαν δυο ξένοι θα δίνουμε τα χέρια
κι όλη αυτή η πυρκαγιά
θάναι: τα περασμένα
οι μέρες που περάσαμε μαζί
σχεδόν μια ιστορία τρίτων

Κανένας ποτέ δε γλιτωσε απ' το χρόνο.

Καταλαβαίνεις τώρα
γιατί κάθε στιγμή μου είμαι αληθινός,
γιατί κάθε στιγμή μου θέλω νάναι αληθινή.
 
                                                      
 
        Κολλήγα γιος

Κολλήγα γιος του παππού μου ο παππούς,
κολλήγα γιος του παππού μου ο πατέρας
κι ο παππούς μου κολλήγας κι αυτός.

Και μονάχα εγώ, του πατέρα μου γιος,
ένα κλήρο είχα, λίγα στρέμματα βιός.

Η δουλειά στα χωράφια σκληρή,
ντελικάτος εγώ μα ξύπνιος,
τα χωράφια χτυπάω στο σφυρί
και στην πόλη ό,τι βγει, είμαι αστός.

Τα λεφτά απ’ τα χωράφια μι’ αρχή,
ένας γάμος ως προίκα καλός,
μια χαρά πήγε το μαγαζί,
είμαι πια ένας αστός, σεβαστός.

Και μονάχα εγώ, του πατέρα μου γιος,
είμαι πια ένας αστός,
είμαι πια ένας αστός,
είμαι πια ένας αστός,
είμαι πια καθεστώς.

Μακριά από την πόλη 

Μακριά απ’ την πόλη σε μια συνοικία
έχω δικά μου τρία δωμάτια,
χολ και κουζίνα, καλά όλα κι άγια,
ησυχία, τάξη κι ασφάλεια.

Δική μου δουλίτσα με μια βιοτεχνία,
μήνα το μήνα δίχως κασάτια,
τα φέρνω στα ίσια, καλά όλα κι άγια,
ησυχία, τάξη κι ασφάλεια.

Καλά τα ‘χω μ’ όλους,
εμπόρους κι εφόρους
δεν θα πεινάσει η οικογένεια,
που λέει ο λόγος καλά όλα κι άγια,
ησυχία, τάξη κι ασφάλεια.

Ο γάμος 

 
Σε δυο πανέρια οι μπουμπουνιέρες
κι οι ανθοδέσμες στην σειρά
η νύφη μόνο δεκαεννιά
και του γαμπρού οι μέρες μετρημένες.
Η νύφη μόνο δεκαεννιά
και του γαμπρού οι μέρες μετρημένες.

Ο γάμος έμοιαζε κηδεία
όταν σταθήκαν’ στην σειρά
κουμπάρος, σόι και λοιπά
στη σκάλα για να βγουν φωτογραφία.

Κρίμα, το κοριτσάκι, κρίμα
τι κάνει τ’ άτιμο το χρήμα.

 Ο γέρο νέγρο Τζιμ 

Ο γέρο νέγρο Τζιμ
σ’ ολόκληρο το Χάρλεμ.
Ε ! γέρο νέγρο Τζιμ
κορνέτα δεύτερη δεν είχε σαν κι εσένα.
Κορνέτα δεύτερη δεν είχε σαν κι εσένα.

Ο γέρο νέγρο Τζιμ
σε βρώμικο χαντάκι.
Ε ! γέρο νέγρο Τζιμ
τώρα η κορνέτα πιο δυνατά ουρλιάζει.
Τώρα η κορνέτα πιο δυνατά ουρλιάζει.

Μέσα στη νύχτα ούρλιαζε η κορνέτα,
λευκοί και νέγροι δίνανε τα χέρια.
Ε ! γέρο νέγρο Τζιμ
γιατί να καίν’ στο νότο τη σοδειά
όταν πεινάν στο κόσμο τα παιδιά.
Ποιοι και γιατί σκοτώσανε το Τζων
τι θέλουν τα παιδιά μας στο Βιετνάμ.

 Τρίτος Παγκόσμιος 
 
Ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φραντς σε φάμπρικα δούλευαν φτιάχνοντας τανκς.
Ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φραντς αχώριστοι γίνανε φτιάχνοντας τανκς.
Ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φραντς δουλεύαν στον Μπράουν, στον Φίσερ, στον Κραφτ.
Ο Μπράουν, ο Φίσερ, ο Κραφτ αχώριστοι γίνανε φτιάχνοντας τραστ.

Ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φραντς ανέμελοι δούλευαν πάντα στα τανκς.
Ποτέ τους δεν διάβασαν Μαρξ. Ιδέα δεν είχαν για τραστ και για κραχ.
Ο Μπράουν, ο Φίσερ, ο Κραφτ χωρίσαν σε Μπράουν, σε Φίσερ, σε Κραφτ.
Ο Μπράουν, ο Φίσερ, ο Κραφτ εχθροί τάχα γίναν, διαλύσαν το τραστ.

Και πριν μάθουν τι είπε ο Μαρξ στρατιώτες τους πήραν, στον πόλεμο, παν.
Ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φραντς σαν ήρωες έπεσαν κάτω απ' τα τανκς.
Ο Μπράουν, ο Φίσερ, ο Κραφτ σκεφτήκαν και βρήκαν πως φταίει ο Μαρξ.
Ο Μπράουν, ο Φίσερ, ο Κραφτ ξανάσμιξαν πάλι και φτιάξανε τραστ.
 

Κι αν συ λευκός, νέγρος εγώ

 Όσο η σιωπή είναι χρυσός

τόσο του νέγρου ο ιδρώς

για το λευκό είν' θησαυρός
Στράφι του νέγρου ο θυμός
 
Καιρός το παραμύθι να τελειώνει
Τη δύναμή μας ο λευκός να νοιώσει
Ν' ακούσει της οργής μας την κραυγή
 
Λευκέ, θέλω κι εγώ να ζήσω
κι αν 'συ λευκός, νέγρος εγώ
άνθρωπος, ίσος με ίσο
 
Καιρός το παραμύθι να τελειώνει...
 

Η πόρνη η Τζέιν

 

Από τραπέζι σε τραπέζι
τ' αηδόνι η Τζέιν η νέγρα
Ελπίζει κάποτε να γίνει
στο Μπρόντγουει, η Τζέιν, η χρυσή φωνή
 
Τους ύμνους της φυλής της λέει
μα πιότερο σ' αυτούς αρέσει
που η μαύρη Τζέιν στο κρεβάτι κλαίει
 
Από κρεβάτι σε κρεβάτι
η πόρνη η Τζέιν η νέγρα
Ελπίζει τύχη να 'χει απόψε
Όποιος και να 'ναι
Η Τζέιν είναι η πιο φτηνή
 
Τους ύμνους της φυλής της λέει...
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου